Η γυναίκα με την κόκκινη βαλίτσα

Ιστορίες της Φυλλάδας.

Ιστορίες που μοιράστηκα κάποτε για δύο ολόκληρα χρόνια με τους αναγνώστες της Φυλλάδας, ένα όμορφο blog που γεννήθηκε από το μεράκι ενός ονειροπόλου ανθρώπου του Σ.Α. Δυστυχώς για λόγους που δεν έχουν νόημα να εξηγήσω, το blog δεν βρίσκεται πια στον διαδυκτιακό "άερα". Σκέφτηκα όμως ότι θα ήθελα τα κείμενά μου αυτά, αν και δεν αφορούν τα περισσότερα τουλάχιστον, στο νησί μου να βρίσκονται στο "Λευκάδα η πατρίδα μου".



Η γυναίκα με την κόκκινη βαλίτσα


Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε την είδα για πρώτη φορά. Σίγουρα έχουν περάσει από τότε αρκετοί μήνες. Πολύ πριν το καλοκαίρι σίγουρα, θα ΄ταν τελειώματα χειμώνα. Δεν ξέρω αν περνούσε και πριν, αν έκανε αυτή τη διαδρομή πριν την δω εγώ. Μπορεί, και ίσως να μην την είχα προσέξει, αν και ακόμα και αν δεν την είχα δει, σίγουρα θα την είχα ακούσει!

Εκείνο λοιπόν το πρώτο βράδυ, λίγο πριν κοιμηθώ βγήκα στο μπαλκόνι για το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας. Θυμάμαι είχε λίγο ψύχρα αλλά χρειαζόμουν το αεράκι και είχα πλησιάσει τα κάγκελα και κοιτούσα ασυναίσθητα το δρόμο. Στην αρχή έφτασε στα αυτιά μου ο θόρυβος . Γνώριμος θόρυβος. Μου θύμιζε μάλιστα καλοκαιρινές διακοπές σε νησί. Ροδάκια βαλίτσας που κυλούν στο δρόμο.

Και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ... την είδα!

Φορούσε ένα παλιό μάλλινο τριμμένο παλτό. Ένα κόκκινο παλτό, παλιομοδίτικο, με μεγάλες βάτες και τεράστιους γιακάδες. Ένα πολύ μακρύ παλτό που σχεδόν σερνόταν στο δρόμο. Είχε ένα μάλλινο επίσης καπέλο στο κεφάλι της, πάλι κόκκινο με τελειώματα από βελούδο και μια μεγάλη τρύπα από όπου ξεχώριζαν τα λευκά μαλλιά της. Στις άκρες τους γλιστρούσε κουρασμένο ένα χρώμα που θύμιζε καφεκόκκινο, ανάμνηση μιας παλιάς βαφής τους και μιας καλύτερης ίσως εποχής. Μαύρα γάντια χωρίς δάχτυλα συμπλήρωναν το σκηνικό. Δεν μπόρεσα να διακρίνω τι φορούσε κάτω από το παλτό της. Μαύρα χοντρά, σαν αντρικά μου φάνηκαν, παπούτσια, έκαναν την αντίθεση στην κόκκινη φιγούρα. Έσερνε πίσω της μια μεγάλη βαλίτσα, επίσης κόκκινη. Παλιό δέρμα ξεσκισμένο σε πολλά σημεία, δείγμα πολυκαιρίας ....

"Τι περίεργη εμμονή με το κόκκινο!", σκέφτηκα, "σαν τον Άγιο Βασίλη της coca cola είναι." Σχεδόν την κορόιδεψα στο μυαλό μου, γέλασα μαζί της, χωρίς να σκεφτώ παραπέρα απορροφημένη, πέρα από την εικόνα που αντίκρισα και με έκανε λίγο να ξεχαστώ, στις δικές μου ... κόκκινες σκέψεις. Παρακολούθησα λίγο την φιγούρα της να χάνεται στο σκοτάδι του δρόμου και σε λίγο έπαψε να ακούγεται και ο θόρυβος, ενοχλητικός μα την αλήθεια, από τα ροδάκια της βαλίτσας.

Την ξέχασα!

Κάθε βράδυ όμως από τότε, την ίδια πάντα ώρα είτε ήμουν στο μπαλκόνι είτε όχι, έφτανε στα αυτιά μου ο ενοχλητικός θόρυβος που στην αρχή με εκνεύριζε, αλλά λίγες μέρες αργότερα τον εναρμόνισα πλήρως με τους υπόλοιπους θορύβους της πόλης.

Τυχαία ένα βράδυ, επιστρέφοντας στο σπίτι, έπεσα σχεδόν επάνω της.

Είδα το πρόσωπο της. Κατάλευκο, με μεγάλα εκφραστικά μαύρα μάτια μουτζουρωμένα σαν από κάρβουνο και κόκκινα κακοβαμμένα χείλη. Θύμιζε κλόουν και αν συνδυάσεις και εκείνη την απέραντη μελαγχολία στα μάτια, ναι ... θύμιζε κλόουν. (Πάντα οι κλόουν μου προκαλούσαν στενοχώρια. Τους φανταζόμουν δυστυχισμένα πλάσματα που έκρυβαν στο έντονα βαμμένο πρόσωπο τους και στο ψεύτικο ζωγραφιστό χαμόγελο όλη την μοναξιά της ψυχής τους, όλη την θλίψη της ύπαρξης τους. Γεννημένοι να κάνουν τους άλλους να γελούν πνίγοντας τα δικά τους δάκρυα μέσα στο γέλιο των άλλων). Μπορούσες όμως να διακρίνεις ότι κάποτε ήταν μια όμορφη γυναίκα. Η ηλικία της απροσδιόριστη, κάπου στα 60 κάτι .... ίσως και μεγαλύτερη, αλλά ίσως και λίγο μικρότερη.

Ένιωσα πολύ αδιάκριτη καθώς την κοίταξα έτσι κατάματα! Αλλά δεν μπορούσαν να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της. Βέβαια η αδιακρισία μου δεν έδειχνε αποστροφή, αντίθετα έβγαζε μια συμπάθεια, αλλά αυτό μερικές φορές, ενοχλεί περισσότερο τον κόσμο που ζει στο περιθώριο.

Νόμιζα ότι θα με μάλωνε.

Αλλά εκείνη απλά με κοίταξε, κοντοστάθηκε λίγο. Με κοίταξε με τα μουτζουρωμένα μάτια της και μου είπε: "Καλησπέρα". Μετά με "ζύγιασε" λίγο, με κοίταξε καλά από την κορυφή ως τα νύχια, τι φορούσα μάλλον, μου χαμογέλασε και συνέχισε τη θορυβώδη, αλλά και ταυτόχρονα ήσυχη διαδρομή της.

Από εκείνη τη συνάντηση και μετά, άρχισα τα σενάρια στο μυαλό μου.

Ποια μπορεί να είναι αυτή η γυναίκα, που να ζει, πώς να ΄ταν η ζωή της μέχρι πριν λίγο, στις λεγόμενες καλές εποχές. Φαινόταν από την κορμοστασιά, την χαμένη κοκεταρία, ακόμα και το ξεπεσμένο ντύσιμο ότι κάποτε ήταν φινετσάτη. Τι να κρύβει μέσα στην μεγάλη κόκκινη βαλίτσα της; Που να πηγαίνει κάθε βράδυ .....

Το συζήτησα με φίλους, συναδέρφους. Κάποιοι μου είπαν ότι την είχαν δει και σε άλλες κοντινές γειτονιές, να προχωρά. Η άποψη τους ήταν ότι μάλλον πρόκειται για μια ακόμα σαλεμένη ψυχή που γυρνοβολά κάθε βράδυ να βρει την χαμένη λογική της.

"Μια δυστυχισμένη ακόμα, τι περιμένεις εδώ που μας φτάσανε; Σε λίγο έτσι θα είμαστε όλοι μας ...."

Δεν είχαν τελείως άδικο, μιας και οι δρόμοι, οι πλατείες, τα ετοιμόρροπα χαμόσπιτα είχαν γεμίσει άστεγους, πρώην οικογενειάρχες και πρώην εργαζόμενους, πρώην αξιοπρεπείς ανθρώπους που έχασαν τα πάντα και σιγά σιγά χάνουν από την απόγνωση και το μυαλό τους.

Αλλά αυτή δεν ήταν έτσι, δεν μπορεί να ήταν έτσι. Τα μάτια της δεν έκρυβαν τρέλα, δεν έκρυβαν αυτό που είχα δει σε άλλους άστεγους. Τα μάτια της ναι, ήταν θλιμμένα, αλλά έκρυβαν δύναμη. Σε κοιτούσε ίσα στα δικά σου μάτια, δεν έσκυβε το κεφάλι από ντροπή όπως άλλοι, μια ντροπή που δεν είναι δική τους, αλλά όσων τους έριξαν εκεί. Δεν υπήρχε ντροπή επάνω της, δεν σου επέτρεπε να τη λυπηθείς. Την κοιτούσες περίεργα, αλλά δεν μπορούσες να την λυπηθείς. Σε αφόπλιζε με τη σταθερότητα της, με την ευγένεια της.

Οι συναντήσεις μας έγιναν συχνότερες. Και πλέον με κοιτούσε σαν φίλη, σαν γνωστή της. Μάλιστα κάποιες φορές εκτός του "Καλησπέρα" , μου είπε και δυο τυπικές κουβέντες για τον καιρό .... "Ζέστανε ο καιρός ....", "Καλοκαίριασε...".

Μα εκείνη φορούσε πάντα το παλτό της .....

Το επόμενο βράδυ θα την ακολουθούσα! 

Και το έκανα...


Εσκεμμένα πια βρέθηκα μπροστά της, την ώρα που περνούσε. Την παραφύλαγα στην πόρτα του ψιλικατζίδικου, τάχα μιλώντας με τον ιδιοκτήτη για το πόσο ακρίβυναν τα τσιγάρα το τελευταίο διάστημα και ότι σκέφτομαι να το "κόψω το ρημάδι, να πάει στα κομμάτι".

Πετάχτηκα έξω από το μαγαζί και περπάτησα τάχα αδιάφορα προς το μέρος της. Με ήξερε πια, είπαμε την τυπική "Καλησπέρα" μας και τα του καιρού .... και έκανα ύστερα ότι τάχα θα μπω στην πολυκατοικία να ανέβω σπίτι μου, αλλά δεν μπήκα. Την παρακολουθούσα κρυμμένη, πίσω από τον τοίχο, καθώς προχωρούσε αργά, σέρνοντας την κόκκινη βαλίτσα της.

Αφού απομακρύνθηκε αρκετά, βγήκα από την κρυψώνα μου και άρχισα να ακολουθώ κι εγώ την διαδρομή της. Την έχανα κάποιες φορές μέσα στο σκοτάδι - τα μισά λαμπιόνια ήταν καμένα σε κεντρική λεωφόρο της πόλης μάλιστα- αλλά ο γνώριμος θόρυβος από τα ροδάκια της βαλίτσας μου έδινε το στίγμα της. Προχώρησε αρκετά στο πεζοδρόμιο όλο ευθεία, παράλληλα με τη λεωφόρο και ύστερα μπήκε στο μικρό παρκάκι της γειτονιάς μας.

Ενστικτωδώς, έκανα να της φωνάξω, ότι εκεί είναι επικίνδυνα τέτοια ώρα και δεν πρέπει να μπει, και κανείς από μας .... τους πολιτισμένους, τους οικογενειάρχες, τους "σπιτωμένους", δεν περνάει ποτέ μέσα από τα μονοπάτια του πάρκου μόλις σκοτεινιάσει, αλλά θυμήθηκα το ρόλο μου εκείνο το βράδυ, ότι την παρακολουθούσα κρυφά και έτσι την τελευταία στιγμή, έπνιξα τη φωνή που μόλις είχε βγει από το καβούκι της, έτοιμη να δηλώσει την παρουσία της και σώπασα.

Έφτασα μπροστά την είσοδο του πάρκου και εκεί κοντοστάθηκα. Τι να κάνω τώρα, να μπω; Φοβόμουν. Όλες οι ιστορίες που αφηγούνταν οι γείτονες στα μπαλκόνια τους κάθε βράδυ, ήρθαν ξαφνικά στη θύμηση μου....

Για την κοπέλα που παραλίγο να βιαστεί από αγνώστους "που βρωμούσαν και δεν μιλούσαν ελληνικά", για τον ηλικιωμένο κύριο που εξαφανίστηκε ως δια μαγείας το πορτοφόλι του, καθώς τον πλησίασε ένας επαίτης, για την κυρία Μαριγούλα του τρίτου που για να σωθεί μόλις είδε δυο μαυριδερούς άντρες να την πλησιάζουν, παράτησε τα ψώνια της για να τρέξει να σωθεί ... για το νεαρό που ξυλοκοπήθηκε όταν τόλμησε να αρνηθεί να δώσει τσιγάρα σε κάποιο (έλληνα επαίτη αυτή τη φορά) .... και άλλες!

Και εκείνη πώς μπήκε; Δε φοβόταν; Κι αν είναι κι αυτή ένα μέλος από τη συμμορία που λυμαίνεται το πάρκο και με έχει ξεγελάσει ο ρομαντισμός και η αφέλεια μου;

Κι αν έχει καταλάβει ότι την παρακολουθώ; Κι αν όταν μπω βάλει τους ομοίους της να με χτυπήσουν; ... Σενάρια, πολλά σενάρια. Αληθινά σενάρια ... σενάρια φαντασίας που όμως με επηρέασαν πολύ ...

Ήμουν έτοιμη να κάνω μεταβολή και να φύγω. Τι με ένοιαζε στην τελική ποια ήταν αυτή η παράξενη κοκκινοντυμένη γυναίκα;

Έκανα το πρώτο βήμα προς τα πίσω όταν άκουσα τη φωνή της.

"Έλα μέσα, δεν πρόκειται να σε πειράξει κανείς", μου είπε και είδα τη μορφή της στην είσοδο του πάρκου να μου χαμογελά.

"Αναρωτιόμουν πότε θα με ακολουθούσες. Το ήξερα. Φαινόταν στο βλέμμα σου, ότι ήθελες πολύ να μάθεις ποια είμαι και τι κάνω. Κι απόψε ήσουν πολύ αναστατωμένη, όταν βρέθηκες έτσι ξαφνικά μπροστά μου και καθώς προχωρούσα σε κάποια σκοτεινά σημεία κοιτούσα πίσω μου και σε είδα που ερχόσουν. Έλα λοιπόν να δεις".

Και μου άπλωσε το χέρι της.

"Είμαι γιατρός, δουλεύω και είμαι στέλεχος σε μεγάλο ιδιωτικό νοσοκομείο και διατηρώ και δικό μου ιατρείο στο Κέντρο. Δεν θα σου πω το όνομα μου φυσικά κι ούτε θα σε αφήσω να με δεις χωρίς αυτά τα ρούχα και την περούκα. Εδώ που έρχομαι άλλωστε, δεν έχω όνομα. Είμαι η γιατρός, απλά η γιατρός.

Δεν έχω οικογένεια. Είμαι χωρισμένη, είχα ένα γιο, γιατρό επίσης που ανήκε στους Γιατρούς του Κόσμου και σκοτώθηκε σε μια επιδρομή στον καταυλισμό που πρόσφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες του σε ανθρώπους που πονούσαν, σε ανθρώπους που υπέφεραν. Βρίσκονταν σε εμπόλεμη περιοχή, κάπου στην Αφρική, δεν έχει σημασία που, άλλωστε κανείς δεν το ΄μαθε ποτέ, δεν βγήκε ποτέ προς τα έξω. Είμαι περήφανη για το παιδί μου. Θα μπορούσε να ακολουθήσει τα βήματα μου, να έχει μια στρωμένη δουλειά και ένα έτοιμο ιατρείο, αλλά προτίμησε να τιμήσει τον όρκο που έδωσε προσφέροντας τις γνώσεις του και τις υπηρεσίες του σε ανθρώπους χωρίς μοίρα, χωρίς μέλλον, μόνο και μόνο για απαλύνει τον πόνο τους τις λίγες στιγμές ζωής τους.

Μόλις σκοτώθηκε, άλλαξα πολύ, κλείστηκα στον εαυτό μου και δούλευα ώρες πολλές. Κέρδιζα με τη δουλειά μου χρήματα και τα άφηνα έτσι να κάθονται. Μα κουράστηκα. Κι ένα πρωί κοιτώντας τη φωτογραφία του γιου μου, βρήκα αυτό που θέλω να κάνω.

Αυτό κάνω!

Είμαι εδώ, σαν γιατρός, ανώνυμη, κι έρχομαι εδώ, και πάω και σε άλλα μέρη, στο κέντρο, στις σκοτεινές συνοικίες, σε πορνεία, σε χαμόσπιτα, στις πλατείες στους δρόμους. Και η βαλίτσα μου έχει μέσα όλα όσα θέλω για να απαλύνω τον πόνο των ανθρώπων που υποφέρουν. Και είναι πολλοί, πάρα πολλοί. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πολλοί. Προσφέρω Πρώτες Βοήθειες και σε όσους έχουν περαιτέρω ανάγκη κανονίζω να μεταφερθούν στο νοσοκομείο που μου ανήκει το μισό με δικά μου έξοδα και νοσηλεύονται εκεί. Καλύπτω την φαρμακευτική αγωγή εκατοντάδων ανθρώπων.

Και για να μην παρεξηγηθώ.

Εδώ βρίσκεις ανθρώπους κάθε είδους, λαθρομετανάστες αλλά και έλληνες, πολλούς έλληνες που μέχρι πριν λίγο καιρό είχαν σπίτι, δουλειά και οικογένεια. Όποιος είναι στο δρόμο, όποιος χρειάζεται την βοήθεια μου, του τη δίνω, χωρίς να σκεφτώ τι γλώσσα μιλάει, που πιστεύει, αν πιστεύει. Κάνω και προσπάθειες να στηθεί ένα πολυϊατρείο και μια κινητή μονάδα περίθαλψης , αλλά σκοντάφτω στην γραφειοκρατία κάμποσους μήνες τώρα, αλλά θα γίνουν. Μέχρι τότε όμως αλλά και μετά, εγώ θα είμαι εδώ, ανώνυμη, ντυμένη σαν κι αυτούς. Κάνω κι άλλα πολλά ... έχω τη δυνατότητα. Και θα κάνω κι άλλα για την ψυχή του παιδιού μου που με βλέπει από κει ψηλά και μου χαμογελάει."

Σταμάτησε να μιλά. Κάθισα διπλά της μέχρι τα ξημερώματα, και είδα να περνά μπροστά μου προσωποποιημένος ο πόνος και να φεύγει μετά με ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης.

Κι ένιωσα τόση λίγη, τόσο ανθρωπάκι, δίπλα σε έναν Άνθρωπο.






Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου