Κι αν μόνο μόνη σου μπορείς να ζεις;

Ιστορίες της Φυλλάδας.

Ιστορίες που μοιράστηκα κάποτε για δύο ολόκληρα χρόνια με τους αναγνώστες της Φυλλάδας, ένα όμορφο blog που γεννήθηκε από το μεράκι ενός ονειροπόλου ανθρώπου του Σ.Α. Δυστυχώς για λόγους που δεν έχουν νόημα να εξηγήσω, το blog δεν βρίσκεται πια στον διαδυκτιακό "άερα". Σκέφτηκα όμως ότι θα ήθελα τα κείμενά μου αυτά, αν και δεν αφορούν τα περισσότερα τουλάχιστον, στο νησί μου να βρίσκονται στο "Λευκάδα η πατρίδα μου".



Εγώ με τη μοναξιά μου λειτουργώ


Κοίταξε το ρολόι. Τέσσερις το πρωί. Προσπάθησε να συγκρατήσει την κούραση και τα νεύρα της αλλά δεν τα κατάφερε.

"Άντε στα κομμάτια πια, τα παρατάω, ας καούν όλα".

Έκλεισε με δύναμη υπολογιστές, βιβλία, σημειώσεις, τηλέφωνα και έτρεξε να κρυφτεί στην αγκαλιά του.

Εκείνος κοιμόταν από ώρα, είχε άλλωστε συνηθίσει, αυτόν τον τρόπο ζωής τους τελευταίους έξι-εφτά μήνες που αποφάσισε να μείνει μαζί της. Είχε λίγο εκβιάσει την απόφαση της ... πόσο μπορεί να αντέξει μια σχέση με λίγες μόνο ώρες συναντήσεων μέσα στην εβδομάδα;

"Έχω δουλειά"

"Θα αργήσω λίγο"

... Τέτοιου είδους απαντήσεις είχε βαρεθεί να παίρνει, και ουσιαστικά την έπεισε να μείνουν μαζί, για να βλέπονται περισσότερο. Έτσι νόμιζε ... τουλάχιστον κοιμόνταν αγκαλιά λίγες ώρες!

Την αγαπούσε, είχε ανεχτεί πολλά από εκείνη ..., τις παραξενιές της, τα ξενύχτια της, τον ενθουσιασμό της για πράγματα που του φαίνονταν αφόρητα βαρετά (αλλά ποτέ δεν το έδειχνε), τα νεύρα, τη γκρίνια όταν κάτι δεν της έβγαινε όπως θα το ήθελε, τις συζητήσεις για χίλια δυο άσχετα θέματα, .... και είχε πείσει τον εαυτό του ότι θα ανεχόταν κι άλλα αρκεί να την είχε.

Δεν είχε όμως καταλάβει ούτε εκείνος, αλλά ούτε και εκείνη για τον εαυτό της πολλά πράγματα.

Ξάπλωσε λοιπόν δίπλα του και από συνήθεια, νιώθοντας την, την τράβηξε στην αγκαλιά του. Ήταν παγωμένη και της έσφιξε να ζεσταθεί. Κουλουριάστηκε σα μωρό, ακούμπησε στο στήθος του και προσπάθησε να επικεντρωθεί στους χτύπους της καρδιάς του, ν΄ ακούει μόνο αυτούς. Μέσα από το ρυθμικό ήχο τους, να ηρεμήσει, να αδειάσει για λίγο το μυαλό της, να κοιμηθεί.

Κάθε βράδυ ή μάλλον ... κάθε ξημέρωμα, το ίδιο τελετουργικό που ήξερε ότι θα κρατήσει λίγο, κάθε φορά και πιο λίγο ....

Για λίγα λεπτά έκλεινε τα μάτια της και ζούσε κάτι μοναδικό. Το μυαλό της έσχιζε το κουκούλι που πολύ σφιχτά το είχε τυλιγμένο, και έβγαζε φτερά, μια πολύχρωμη πεταλούδα στη θέση του, έφευγε, πετούσε ψηλά σε ένα απέραντο γαλάζιο ουρανό, χωρίς ούτε ένα τόσο δα μικρό συννεφάκι, χωρίς καν απόχρωση να σπάει τη ευχάριστη μονοτονία του. Γιατί δε σου έδινε κανένα ερέθισμα, τίποτα που να σου προκαλεί την παραμικρή σκέψη, απλά πετούσε, χωρίς προορισμό, έτσι για το κέφι της.

Για λίγα λεπτά .... και μετά από το πουθενά, ένας γκρίζος τοίχος, σκληρός, από μπετόν, ούτε καν από πέτρα που μπορεί κάποτε να είναι και φιλική και ένα με τη φύση, από σκληρό, γκρίζο, παγωμένο αφιλόξενο μπετόν. Και η πεταλούδα από το απόλυτο άδειο γαλάζιο προσκρούεται με δύναμη επάνω του και κομματιάζεται σε χιλιάδες πολύχρωμα κομμάτια που σκορπάνε στον αέρα και λίγο μετά ενώνονται και φτιάχνουν μια πολύχρωμη, πάντα, (χιλιάδες χρώματα όσες και οι σκέψεις), πλαστική σακούλα που κατεβαίνει σαν αερόστατο και τυλίγει το κεφάλι της και δένει σφιχτά γύρω από το λαιμό της. Και τότε ξεκινούσε ο εφιάλτης, τα μάτια της ορθάνοιχτα, να θέλει να πάρει ανάσα και να μην μπορεί, να θέλει να φωνάξει και η φωνή να βγαίνει σαν αερικό και να διαλύεται στο ελάχιστο οξυγόνο της σακούλας χωρίς ήχο. Το κορμί της τραντάζονταν, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και την ξύπνησε τρομαγμένος.

Άλλο ένα ξημέρωμα τους έβρισκε έτσι. Αγκαλιά, εκείνος να προσπαθεί να την ηρεμήσει και εκείνη να κλαίει.

Τι όμορφα περνούσαν τα βράδια τους!

Κι όμως! Όλα ήταν ιδανικά, είχαν περάσει όμορφες στιγμές μαζί στο παρελθόν, είχαν πάει εκδρομές ολιγοήμερες βέβαια, αλλά μακριά από όλα, είχαν καθίσει ώρες με ρομαντική διάθεση να μιλούν αγκαλιά δίπλα στη θάλασσα, είχαν βγει να διασκεδάσουν σε όμορφα στέκια.

Μα όλα για λίγο! Αυτό το πολύ, (που πάλι λίγο ήταν βέβαια, αλλά με άλλους όρους και προϋποθέσεις) ... δεν τους έβγαινε με τίποτα.

Με το που άρχισαν να μοιράζονται την ίδια στέγη, άρχισαν και τα προβλήματα στη δουλειά της. Το πρώτο διάστημα του αφιέρωνε πολύ χρόνο, έκαναν πράγματα μαζί, και είχε χαλαρώσει με τα της δουλειάς, γιατί τα άφηνε ... και τα άφηνε ... και τα άφηνε. Οι πελάτες δεν είχαν την ίδια επικοινωνία όπως παλιά μαζί της, αργούσε στα ραντεβού της, αργούσε ν΄ απαντήσει σε μηνύματα, οι υποχρεώσεις συσσωρεύονταν και άρχισε να το συνειδητοποιεί όταν της έτυχε κι εκείνη η αναποδιά που την έκανε να χάσει ένα σεβαστό ποσό χρημάτων.

Τότε ακριβώς άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τη σχέση τους. Τότε ακριβώς η σχέση αυτή άρχισε να την πνίγει, άρχισε να τον βλέπει τις περισσότερες ώρες σαν εμπόδιο, άρχισε να νευριάζει με τα "θέλω" του, που δεν ήταν παρά παρακάλια να ξεκουραστεί και να φάει λίγο, να την κρατήσει αγκαλιά ....

Mόνο το βράδυ τον θυμόταν πια, όταν ήθελε κάποιον να τη ζεστάνει. Σχεδόν έπιανε τον εαυτό της να τον εκμεταλλεύεται συναισθηματικά.

Ήταν μια δυναμική γυναίκα, είχε μάθει να επιβιώνει μόνη της, ήταν η καλύτερη στη δουλειά της.

Ποτέ δεν είχε αφήσει συναισθηματισμούς και προσωπικά να την αποσυντονίσουν, από τότε που έπαθε και έμαθε! Χρόνια πριν όταν μια αποτυχημένη σχέση την οδήγησε σχεδόν στο θάνατο.

Τι ήθελε τώρα; Τι γύρευε; Γιατί ταλαιπωρούσε έναν άνθρωπο αφού ήξερε ότι μόνο μόνη της μπορεί να ζει;

Τα σκέφτηκε πολύ αυτά εκείνο το τελευταίο βράδυ. Τον κοίταξε το πρωί που σηκώθηκε να κοιμάται αποκαμωμένος από το ξενύχτι, σχεδόν τον λυπήθηκε.

Ντύθηκε, πήγε στη δουλειά της, άνοιξε τα μέιλ της και έστειλε το μήνυμα.

Αργά το απόγευμα που γύρισε, το σπίτι ήταν άδειο, κανείς δεν την περίμενε .... και ένιωσε ...καλά!

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου