Στα χαλάσματα

Ιστορίες της Φυλλάδας.

Ιστορίες που μοιράστηκα κάποτε για δύο ολόκληρα χρόνια με τους αναγνώστες της Φυλλάδας, ένα όμορφο blog που γεννήθηκε από το μεράκι ενός ονειροπόλου ανθρώπου του Σ.Α. Δυστυχώς για λόγους που δεν έχουν νόημα να εξηγήσω, το blog δεν βρίσκεται πια στον διαδυκτιακό "άερα". Σκέφτηκα όμως ότι θα ήθελα τα κείμενά μου αυτά, αν και δεν αφορούν τα περισσότερα τουλάχιστον, στο νησί μου να βρίσκονται στο "Λευκάδα η πατρίδα μου".



Στα χαλάσματα


Έχω, ανάμεσα σε άλλες, κι αυτή την εμμονή με τα ερείπια.

Όπου πάω, όπου γυρίσω, θα ψάξω στα σοκάκια, στις ανηφοριές, έξω από τους οικισμούς, ακόμα και μέσα στην πόλη, να τα βρω.

Ερειπωμένα σπίτια, εκκλησάκια, καλύβια πέτρινα, ερείπια από γεφύρια που ένωναν και χώριζαν κόσμους, μύλους και λιοτρίβια που μάγευαν τον καρπό και τον μεταμόρφωναν, όλα απομεινάρια μιας εποχής που έχει πέσει σε λήθη χρόνια τώρα. Απομεινάρια που αποπνέουν μαζί με την άσχημη οσμή της υγρασίας και της εγκατάλειψης, την οσμή της μαγείας για όσους φυσικά έχουν τη δυνατότητα να τη διακρίνουν, ανάμεσα στις άλλες.

"Μα τι βρίσκεις σε αυτά;" Αναρωτιούνται οι φίλοι μου. "Τι σου προσφέρουν;"

Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ, όταν κατάλαβα, την έλξη που ασκούν επάνω μου. Και τριγυρνούσα ανάμεσα τους ψάχνοντας να βρω τι την προκαλεί. Μα δεν το έβρισκα. Αλλά δεν μπορούσα και να φύγω. Έμενα ώρες εκεί και τα κοιτούσα απ΄ έξω , από μέσα ...

Στεκόμουν μπροστά στα παράθυρα τους που έχασκαν γυμνά και ορθάνοιχτα σαν μάτια που κοιτούσαν τον έξω κόσμο, αλλά έκρυβαν καλά τον μέσα.

Στεκόμουν μπροστά στο άνοιγμα που κάποτε ήταν η πόρτα τους και μια απροσδιόριστη δύναμη με καλούσε να την περάσω, σαν ένα σάλτο σε έναν αόρατο σωλήνα που οδηγεί σε άλλη διάσταση.

Στεκόμουν μπροστά στους πληγωμένους από το χρόνο και την οργή της φύσης τοίχους και παρακαλούσα να ήμουν τοσοδούλα για να μπω στις χαρακιές τους να δω τι κρύβουν.

Και αυτό έκανα.

Ένα βράδυ δεν άντεξα τον πειρασμό.

Είπα θα μείνω εκεί, σε εκείνο το παλιό αρχοντικό στην άκρη του χωριού. Είπα θα περάσω τη νύχτα μου εκεί, να με βρει το πρώτο χάδι του ήλιου το ξημέρωμα, να παλεύω με αυτή τη δύναμη που με τραβά σαν υπνωτισμένη, μέσα σε πεσμένες πέτρες και δοκάρια.

Να ΄μαι λοιπόν, όρθια, ανάμεσα σε πεσμένους τοίχους, πέτρες, σπασμένα έπιπλα, παραθυρόφυλλα σκοροφαγωμένα, καρφιά και μαυρισμένα ξύλα. Ανάμεσα σε αντικείμενα κάποτε χρηστικά μα τώρα σπασμένα και αφημένα να διαλύονται λίγο λίγο καθώς ο κάθε περίεργος που τυχόν έμπαινε τα πατούσε αδιάφορα.

Ανάμεσα σε ενθυμήματα όμορφων στιγμών, όπως εκείνη η παλιά φωτογραφία σε παλιομοδίτικη κορνίζα που έμεινε ποιος ξέρει γιατί να αψηφά τη βαρύτητα και να κρέμεται από ένα σχεδόν διαλυμένο καρφί.

Μέχρι που κουράστηκα να περιφέρομαι και κάθισα σε μια παλιά ετοιμόρροπη κασέλα. Ίσως κάποτε μέσα της να ήταν πιθωμένα τα προικιά της όμορφης νύφης της φωτογραφίας, ίσως να φύλαγε τα φλοκάτια του χειμώνα.

Ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο και ένιωσα εκείνη τη στιγμή μια ανατριχίλα να διαπερνά το κορμί μου, σα να ακούμπησα κάτι ζωντανό και αμέσως μετά μια καυτή ανάσα να βγαίνει από τις χαρακιές.

Και τότε άκουσα τη φωνή του να μου χαϊδεύει τα αυτιά. Τρόμαξα, μα δε σάλεψα. Απλά αφέθηκα ν΄ ακούω, χωρις ανάσα ...
"Είμαι ζωντανό, τι περίμενες;

Έχω καρδιά και ψυχή τόσο όσο έχεις κι εσύ. Μη σου πω και περισσότερο. Γιατί κουβαλάω, εδώ, μέσα σ΄ αυτές τις ρωγμές που βλέπεις τις ανάσες και τη ζωή όλων όσων ακούμπησαν πάνω μου. Ακόμα και τη δική σου ... τώρα, εδώ που είσαι ακουμπισμένη, θα την κουβαλάω για πάντα από δω και πέρα, μέχρι να με βρει αυτό που λένε ο θάνατος .... αν κι ο δικός μας θάνατος δεν είναι σαν τον δικό σας.

Εμείς ξέρεις, τα ντουβάρια, οι τοίχοι των παλιών σπιτιών, των παλιών οικημάτων, σχεδόν δεν πεθαίνουμε ποτέ ... γιατί το υλικό μας έρχεται από τη γη, και ξαναγυρνάμε σε αυτή κομμάτια έτσι όπως ήμασταν πριν. Θα ξαναγυρίσω κι εγώ εκεί κάποτε πέτρα πέτρα, αλλά η κάθε μια θα έχει μέσα της τόσες ζωές όσες και οι άνθρωπο που την άγγιξαν.

Θα μπορούσα ξέρεις να σου πω ιστορίες πολλές, να σου περιγράψω μέρες χαράς ή μέρες θλίψης, να σου ζωντανέψω τις ανάσες, το γέλιο, το κλάμα, τις παιδικές φωνές, τους ερωτικούς ψιθύρους, τη μουσική και τα τραγούδια από τα γλέντια, τα μοιρολόγια στους θανάτους, τις κατάρες στο θυμό και τις προσευχές στην απόγνωση, τις συζητήσεις της καθημερινότητας ή τις αποφάσεις τις βαριές ή ακόμα και τον ήχο της φωτιάς με τα ξύλα να τρίζουν στη γωνιά, το σάρωμα από την χορτάρινη σκούπα, τον ήχο του αργαλειού.....

Θα μπορούσα να πάρω τη μορφή των κορμιών που ακούμπησαν πάνω μου κουρασμένα να ξαποστάσουν και να βρουν ζεστασιά πάνω στην υφαντή πάντα και να σου δείξω τις κινήσεις τους, το περπάτημα τους.

Θα μπορούσα να σε γεμίσω με μεθυστικά αρώματα από τις χορτόπιτες, και τις σούπες και τα κρεατικά και τα ψάρια και τα γλυκά του κουταλιού και τα κουλούρια στις γιορτές, που χόρταιναν τους οικοδεσπότες και τους μουσαφιραίους στις χρονιάρες μέρες.

Θα μπορούσα να σου περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια τα κεντίδια που με στόλισαν, τις μεταξωτές πολύχρωμες κλωστές πάνω στο λινό που ζωγράφιζαν με τα χέρια της κάθε προκομμένης της γης τα θαύματα, λουλούδια και πετούμενα ή τα κονίσματα των αγίων που ευλαβικά φιλούσαν πριν και μετά την προσευχή τους, παιδιά και άντρες και γυναίκες, καμωμένα από ασήμι ή και ξύλο πολύτιμο.

Θα μπορούσα τέλος να σου πω κι αυτά που δεν άκουγα ή έβλεπα αλλά που έπιανα στον αέρα, σε κάθε ανάσα που έβγαινε, σε κάθε ματιά που έλαμπε και συννέφιαζε ... ξέρεις ... τα όνειρα, τις ελπίδες, τα πάθη τα κρυφά, τα ανομολόγητα, αυτά που δεν τα λες ούτε στον εαυτό σου.

Μα δεν θα σου πω, τίποτα. Θα σ΄ αφήσω να κοιμηθείς εδώ επάνω μου και αυτό θα ΄ναι αρκετό!"

Και έκλεισα τα μάτια μου πάνω στη σκληρή πέτρα και την ένιωσα ζεστή και απαλή και το πρωί που οι πρώτες αχτίδες έπαιξαν μέσα στα μαλλιά μου, φίλησα ευλαβικά τον τοίχο και έφυγα.

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου