Φίδια και θεριά της Λευκάδας στο lexikolefkadas.gr



Τα φίδια, τα τρομακτικά αυτά ερπετά που συναντάμε στους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς περιπάτους μας στις εξοχές, αλλά και στα σοκάκια των χωριών μας καμιά φορά και τα αντιμετωπίζουμε σαν διαβολικά πλάσματα, αποτελούν το θέμα μου, σε αυτή εδώ τη μικρή μελέτη.
Αφορμή αποτέλεσε η ενασχόλησή μου με το lexikolefkadas.gr και τα σχετικά με τα φίδια λήμματα που συνάντησα σε αυτό.

Πολύ μας τρομάζουν τα φίδια. Φαντάζουν διαβολικά και τρομερά πλάσματα.

Ίσως γιατί υπάρχει εκείνο το παρελθόν με τον Αδάμ και την Εύα και το σατανά, μεταμορφωμένο σε φίδι, που αποτέλεσε την αιτία να βρεθεί ο άνθρωπος, το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, εκτός παραδείσου και να παλεύει για τη ζωή του, έξω στον άγριο κόσμο. Ή ίσως γιατί έρπουν στη γη, κρυμμένα μέσα στα χορτάρια και στις πέτρες, έχοντας το χρώμα του περιβάλλοντός τους, αθέατα και αθόρυβα και μας αιφνιδιάζουν ύπουλα με την επίθεσή τους, (ή την άμυνά τους;). Ή ίσως γιατί το δάγκωμά τους κάποτε μπορεί να κοστίσει και τη ζωή μας. Και τέλος, ίσως, γιατί στις παραδόσεις και τα παραμύθια μας, είναι συνήθως κακά πλάσματα που μόνο προβλήματα δημιουργούν στους ήρωες.

Τα φίδια (αρχ. ελλ. ὄφις) είναι ερπετά της ομώνυμης υποτάξης (Serpentes). Τρέφονται με μικρά ζώα, πουλιά, αυγά ή έντομα, ενώ άλλα μεγαλύτερα φίδια (όπως ο πύθωνας) τρέφονται με μεγαλύτερα ζώα. Υπάρχουν πολλά είδη φιδιών και λίγα μόνο είναι δηλητηριώδη (ιοβόλα) και επικίνδυνα και για τον άνθρωπο.

Τα βασικότερα είδη φιδιών που συναντάμε στον Ελλάδικό χώρο (περίπου 70), είναι τα διάφορα είδη οχιάς - κοινή, οθωμανική, Μήλου, αστρίτης, νανόχεντρα- (δηλητηριώδη φίδια με το πιο επικίνσυνο για τον άνθρωπο να είναι η κερασφόρος οχιά), το μαυρόφιδο ή σαπίτης, το αγιόφιδο (επίσης δηλητηριώδη φίδια), η δενδρογαλιά, το σπιτόφιδο, ο τυφλίνος, ο λαφιάτης, νερόφιδα κ.ά.

Στη Λευκάδα συναντάμε την κοινή οχιά, τον σαπίτη, το αγιόφιδο, το λαφίτη, τη δενδρογαλιά, τη σαΐτα, νερόφιδα, σπιτόφιδα κ.ά.

Στο lexikolefkadas.gr συναντάμε τα παρακάτω φίδια:

ακονάκι (το)

μικρό δηλητηριώδες φίδι:
“Αν σε φάει τ΄ακονάκι
το τσαπί και το φτυαράκι
Κι αν σε φάω εγώ η οχιούλα,
έχεις μιαν απαντοχούλα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

/τὸ/ (ἄκανος, ἀκοντίας;) = μικρὸς δηλητηριώδης ὄφις (ἔχιδνα),
«ἂν σὲ φάῃ τ’ ἀκονάκι,… τὸ τσαπὶ καὶ τὸ φκιαράκι».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Ἀκονάκι καί κονάκι = μικρό δηλητηριῶδες φίδι πού τό δάγκωμά του εἶναι θανατηφόρο.
Παροιμ.: Ἄν σέ φάει ἡ ὀχιά ἔχεις κι ἀπαντοχιά, ἄν σέ φάει τό κονάκι τό τσαπί καί τό φτυαράκι.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


αστρίτης (ο)

το φίδι, οχιά,, οχέντρα.
ΒΑΛ. Κατσαντώνης, στ. 7: “Μαχαίρι να του γένη
                                           η κοινωνιά που του ΄βαψε τ΄ αφορισμένο στόμα,
                                           θηλιά κι αστρίτης στο λαιμό τ΄ άγιο του πετραχήλι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

/ὁ/ (ἄστρον, ἀστερίας, Ἀλ. καστρίκι) = ἔχιδνα ἡ ἀσπίς, ὀχιά.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης



δεντρογαλιά (η)

το φίδι δεντρογαλιά.
Θεωρείται ακίνδυνο, γιατί ανήκει στα μη δηλητηριώδη φίδια.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

/ἡ/ (δένδρον-γαίω) = ὄφις ἀνιοβόλος ἐκ τῶν ὐδριδῶν, δενδρογαλῆ, δενδρόφιδο.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης



λουρίτης (ο)

μεγάλο φίδι και λαίμαργο – δεν είναι δηλητηριώδες – που καταπίνει άνετα τα μικρά πουλιά, όπως και τα αυγά. Όταν χορτάσει “χάσκει” στον ήλιο από την πολυφαγία.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Α΄:" …εσύ, θελέσι, στέκεσαι και βλέπεις τη σπορά μας
                                             να την πατούν οι αλλόφυλοι και χάσκεις σαν λουρίτης!
                                             Ου! να χαθείς! Μ΄ εντρόπιασες! Δεν είσαι Λευκαδίτης!".
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

/ὁ/ (λῶρος, Ἰ. lurco;) = ὄφις εὐμεγέθης, λαίμαργος ἀλλ᾿ ἀνιοβόλος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

μολημερίδα (η)

η μονομερίδα, μικρό φίδι, συγγενής της οχιάς, δηλητηριώδες και θανατηφόρο.
Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, άσμα Γ΄: “και δε θυμούμαι, να ΄νιωσα ποτέ μου τη λαχτάρα,
                                                                      όπου με σφάζει σήμερα και σα μονομερίδα
                                                                      απών΄ αρμό στον άλλονε, κρυφά κρυφά χωνεύει
                                                                      και μου ρουφάει τη δύναμη και με νεκρώνει, Λάμπρε”.
φράση: “Οχιά και μολ΄μερίδα”, απαντάμε σε όποιον αρνείται να κάμει κάτι λέγοντας όχι!
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

/ἡ/ (μονήμερος -ὶς) = μονομερίδα, μικρόσωμον εἶδος ἐχίδνης τῆς ὁποίας τὸ δῆγμα θεωρεῖται αὐθημερὸν θανατηφόρον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρη

Μολημερίδα = ἑρπετό μεταξύ σκοληκομυτάρας καί ὀχιᾶς, τό δάγκωμά του θεωρεῖται θανατηφόρο γι᾿ αὐτό ἡ βρισιά νά σέ φάει κακή μολημερίδα θεωρεῖται ἡ κάκιστη.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
«καὶ δὲ θυμοῦμαι, νἄνιωσα ποτέ μου τὴ λαχτάρα,
ὁποῦ μὲ σφάζει σήμερα καὶ σὰ μονομερίδα
ἀπὥν΄ ἁρμὸ στὸν ἄλλονε, κρυφὰ κρυφὰ χωνεύει
καὶ μοῦ ρουφάει τὴ δύναμη καὶ μὲ νεκρώνει, Λάμπρε»
σελ. 160 Ἀθ. Διάκος ἄσμα ΤΡΙΤΟΝ.
Ὄφις μικρός, θανατηφόρος.
Ἐκ δὲ τῆς ἀμβλύτητος τῆς οὐράς προῆλθεν ἡ ἰδέα ὅτι δικέφαλον εἶναι τὸ ἑρπετὸν τοῦτο.  Ἐμποιεῖ τρόμον ἡ ζοφερὰ αὐτοῦ χροιὰ καὶ καθίσταται λίαν ἐπικίνδυνον ὡς ἐκ τῆς μικρότητος αὐτοῦ.
Πρὸς τὸν ἐπιμόνως ἀρνούμενον τὴν ἐκτέλεσιν ἐπανειλημμένης  προσταγῆς καὶ ἐντόνως ἐκφωνοῦντα «ὄχι» ἐκτοξεύεται τὸ «Ὀχιά καὶ μονομερίδα»! Τὸ μὲν πρῶτον ὡς παρήχησις τοῦ ὄχι καὶ ὡς ἐμφαῖνον ἄλλον ὄφιν ἐπίσης θανατηφόρον, τὸ δέ δεύτερον πρὸς ἐπίτασιν τῆς κατάρας.
Ἐκτός τῶν δύο τούτων, ἐπικίνδυνα θεωροῦνται παρ΄ ἡμίν ὁ ἀστρίτης καὶ τὸ ἀκονάκι, περί οὖ καὶ τὸ δημῶδες:
«Ἀν σε φάῃ τἀκονάκι
τὸ τσαπί καὶ τό φτυαράκι».
Ἡ δενδρογαλιά, ὁ σαπίτης, ὁ τυφλίτης, τό σαϊτάρι, θεωροῦνται ἀκίνδυνα.
Ὡς φάρμακον εἰς οὐδετέρωσιν τοῦ ἰοῦ τῶν ὅφεων παρέχεται λευκή τις κόνις, κατασκευαζομένη ἐκ τινος φυτοῦ ὅπερ καὶ φειδοχόρτι καλεῖται. Τινὲς πιστεύουσιν ὅτι τὴν αὐτὴν θαυμασίαν ἰδιότητα ἔχει καὶ ἡ δρακοντία (ἄρον, δρακόντιον τῶν ἀρχαίων, Arum italicum) φυτὸν περικλεῖον ἐντὸς πρασινωπῆς θήκης καυλὸν ἐρυθροειδῇ, κοινῶς λεγόμενον γκάρδην. Ὁ καυλὸς οὖτως ἀποτεφρούμενος εἶναι τὸ  ἀντιφάρμακον. Ἀρκεῖ νὰ πίῃ τις τὴν κόνιν δὶς ἐντός ἑβδομάδος, ἀλλὰ μόνον κατὰ τήν Τετράδην καὶ τὴν Παρασκευήν, μόλις ἐγειρόμενος τοῦ ὑπνου καὶ πρό πάσης ἐδωδῆς καὶ πόσεως. Ἡ θεραπεία αὕτη καλεῖται πότισμα καὶ ποτισμένος ὁ διὰ τοῦ τρόπου τούτου καταστὰς ἄτρωτος. Ὁ σίελος ἀποκτᾷ τότε καταπληκτικὴν ἰδιότητα, ὥστε διὰ τῆς ἀπλῆς ἐπιθέσεως αὐτοῦ ὄχι μόνον ὁ ὄφις καταλαμβάνεται ὑπὸ νάρκης, ἀλλὰ θεραπεύονται τὰ τραύματα καὶ εκλείπουσι τὰ φαινόμενα τῆς δηλητηριάσεως.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

οχιά (η)

το γνωστό φαρμακερό φίδι, έχιδνα.
μτφ. : η κακόγλωσση γυναίκα.
Παροιμία: “Αν σε φάϊ τ΄ ακονάκι, το τσαπί και το φκιαράκι / κι αν σε φάω ΄γω η οχιούλα, έχεις μιαν απαντοχούλα“.
ΒΑΛ. Κυρά Φροσύνη Α’ 304: “Καθώς τα τέκνα της οχιάς ξεσχίζουνε και τρώγουν”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Ὀχιὰ /ἡ/ = ὁ ἔχις, ἡ ἔχιδνα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


σαϊτάρι (το)

  1. φίδι από τα πιο συνηθισμένα. Είναι επικίνδυνο, γιατί, όπως πιστεύει ο λαός, πετιέται στο θύμα σαν σαγίτα. Δεν είναι δηλητηριώδες.
  2. τα μικρά στραγγιστικά, αποχετευτικά αυλάκια, που “στραγγίζουν” το χωράφι.
    Σε χργρφ. κτηματία του 1745 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) διαβάζομε: “Έβαλα εις τα αμπέλια εις το Βαρδάνη και έκαμα σούδες και σαητάρια, όθεν ήτανε χρία”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

/τὀ/ = (Ἰ. saettone, Λ. sagitta) = ὁ ὄφις ἀκοντίας (δενδρογαλῆ ἡ ἐλαφρά). (Π. Τ. σαγὲ-τὰρ) = ὑδραγωγὸς αὖλαξ ἀποχετεύσεως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Σαϊτάρι = φίδι πού σέρνεται ἀναπηδώντας λίγο μεγαλύτερο τῆς ὀχιᾶς.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


σαπίτης (ο)

φίδι ιοβόλο. Εντούτοις ο ΒΑΛ. στα σχόλια του για τον “Αθανάσιο Διάκο” το κατατάσσει στα ακίνδυνα φίδια: “Η δενδρογαλιά, ο σαπίτης, ο τυφλίτης, το σαϊτάρι θεωρούνται ακίνδυνα”, γράφει.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

/ὁ/ (σήπω) = ἰοβόλος ὄφις, ἔχιδνα, ὀχιά.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Σαπίτης = μικρό δηλητηριῶδες φίδι πού τό δάγκωμά του εἶναι θανατηφόρο, τό κονάκι.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


τυφλίτης

φίδι βραδυκίνητο, χωρίς δηλητήριο. Η βραδυκινησία του, οφείλεται – κατά τη λαϊκή αντίληψη – στο ότι δε βλέπει καλά ή καθόλου. Μόνο τα Σάββατα – λένε – βλέπει ο τυφλίτης.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

/ὁ/ (τυφλῖνος) = ἀνιοβόλος ὄφις βραδυκίνητος μὲ μικροτάτους ὀφθαλμούς. (τοῦτον πρόληψις λαϊκὴ θεωρεῖ βλέποντα μόνον κάθε Σάββατον).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Πάμε τώρα στα θεριά

Πρώτο το περίφημο λιοκόρνι. 

Φίδι τρομερό και φοβερό που φαντάζει σωστό θεριό στις διηγήσεις των παλιών. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από αυτό, μιας και οι "θεωρίες συνωμοσίας" που το τυλίγουν είναι πολλές και διάφορες.

Αναζητώντας το λήμμα στο lexikolefkadas.gr αλλά και σε όσα λεξικά και γλωσσάρια της λευκαδίτικης ντοπιολαλιάς έχουν πέσει στην αντίληψή μου, δεν βρήκα πουθενά κάτι που να σχετίζει τη λέξη αυτή με φίδι.
Πιο συγκεκριμένα το αναφέρουν οι Πανταζής Κοντομίχης και ο Χριστόφορος Λάζαρης και στις επεξηγήσεις τους διαβάζουμε τα εξής:


λιοκόρνια (τα)

  1. ρόφημα μαγγανευτικής τελετουργίας, για θεραπεία ασθενειών
  2. αρπακτικά σαρκοφάγα πουλιά, όρνια
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

/τὰ/ (Ἰ. lecornia) = μαγικὸν ρόφημα θεραπευτικοῦ προορισμοῦ.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Και γιατί το έψαχνα σαν φίδι; Γιατί ακόμα έχω στα αυτιά μου τη φωνή του παππούλη μου του Παπανού στο Βλυχό να μας αναφέρει το λιοκόρνι, είτε ως απειλή .... "Κάτσ΄τε καλά γιατί θα φωνάξω το λιοκόρνι να σας φάει", είτε ως συμβουλή .... "Να προσέχετε εκεί πίσω που παίζετε μη κατέβει κάνα λιοκόρνι και σας φάει". Ρωτώντας λοιπόν τι είναι αυτό το λιοκόρνι, μας είπε ότι είναι ένα φίδι, τρομερό και φοβερό με ένα κέρατο μεγάλο στο κεφάλι του που τρώει ο,τι βρει στο πέρασμά του. Ο παππούς πια δεν υπάρχει αλλά ο δεύτερος υιός του, ο "θεός" Μπιλάς (εκ του Σπύρου - μη με ρωτάτε πώς βγήκε... ) το αναφέρει πολύ συχνά στις συζητήσεις του, επιμένοντας ότι πρόκειται για φίδι και όχι για όρνιο ή ό,τι άλλο!


Ο Δημήτρης Σολδάτος έχει γράψει σχετικό άρθρο στα Νέα της Λευκάδας το 2011, έχοντας συγκεντρώσει πληροφορίες από το διαδίκτυο σχετικά με όλες τις αναφορές στο "λιοκόρνι" που κυκλοφορούν εκτός Λευκάδας.

Για τα εντός οι πληροφορίες του θέλουν να είναι όντως φίδι. Συγκεκριμένα το περιγράφει ως: "Θρυλικό κερασφόρο φίδι με μακρύ και χοντρό λαιμό, μεγάλο κεφάλι και τραγίσια χαρακτηριστικά που ζει στους λόγγους". Και συνεχίζει ... ότι το συγκεκριμένο θεριό τα καλοκαίρια, τις ζεστές ώρες του μεσημεριού, κατηφορίζει σερνόμενο προς τη θάλασσα, σπέρνοντας τον πανικό στους ανθρώπους. Αν τυχόν και σε κυνηγήσει, θα πρέπει για να σωθείς να ρίξεις ένα ρούχο πάνω σου για να ξύσει τα κέρατά του.

Ο Δημήτρης αναφέρει περιστατικά ανθρώπων που το συνάντησαν, όπως αυτό μιας γυναίκας που κοιμόταν σε μια αμμουδίτσα στη χερσόνησο της Αγίας Κυριακής και το λιοκόρνι πέρασε από άνω της και μπήκε στη θάλασσα. Κάποιος δάσκαλος, αναφέρει, τη δεκαετία του ΄60 σκότωσε ένα τέτοιο θεριό και το κρέμασε σε ένα δέντρο για να το δουν οι μαθητές του. Η πορεία προς τη θάλασσα αποτελεί μονόδρομος για το λιοκόρνι, το οποίο κολυμπά καλά, έχοντας όμως πάντα έξω από το νερό το κεφάλι του.

Οι τοποθεσίες που κυρίως κυκλοφορεί στη Λευκάδα, είναι η περιοχή της Αγίας Κυριακής και ιδιαίτερα ο Κορακιάς.τα Πλατύστομα, η Εγκλουβή, και το Νιχώρι. Και το Βλυχό προσθέτω εγώ ή οι Σκάροι που πήρα αναφορά και από κει.

Η αλήθεια είναι ότι σε ερώτησή μου σε άλλα μέρη της Λευκάδας, σχετικά με το λιοκόρνι, είναι γνωστό ως φίδι στα χωριά της νότιας Λευκάδας και στα ανατολικά, αλλά στα δυτικά το γνωρίζουν ως όρνιο.

Γήταυρος

Ο γήταυρος στις παραδόσεις της Λευκάδας, έχει τη μορφή θεριού, δράκοντα, γίγαντα ή ανθρώπου με υπερφυσικές ιδιότητες. Σαν φίδι αναφέρεται σε μια παράδοση του Μαραντοχωρίου. Περισσότερα για το Γήταυρο δείτε [εδώ].

Στο lexikolefkadas.gr αναφέρονται τα εξής:

μυθικό θηρίο στην μεσαιωνική και νεοελληνική παράδοση. Λέγεται και ζήταυρος, ήταυρος και νήταυρος -κατά τόπους-, και φωλιάζει στο βυθό των ποταμών και λιμνών, αλλά και σε έλη και σε περιβόλους ναών. Έχει ακαθόριστη μορφή πότε βοδιού ή βουβαλιού και πότε μεγάλου σκουληκιού ή δράκοντα, και μουγκρίζει σαν ταύρος. Είναι δε πάντα αθέατο το θηρίο αυτό. Μόνο στη φαντασία τους το βλέπουν οι άνθρωποι.
Στη λαϊκή παράδοση της Λευκάδας συναντάμε το γήταυρο ως γίγαντα, ως δράκοντα και ως άνθρωπο με υπερφυσικές δυνάμεις, ή πολεμιστή.
Είναι περίεργο, όμως, το ότι σχετικές παραδόσεις λέγονται μόνο στα χωριά της νότιας Λευκάδας, τουλάχιστον κατά τη δική μου έρευνα.

Παραθέτομε εδώ δυο παραδόσεις που καταγράψαμε στο χωριό Μαραντοχώρι:
α) “Ο μεγάλος όφις στο Μαραντοχώρι”
“Γύρω στην εκκλησιά τ΄ Αη Θανάση – λένε – λένε εφώλιαζε ένα θεριό φίδι, που όταν κουλουριαζότανε, δεν το χώραγε ο τόπος και γι΄ αυτό έφυγε και πήγε στη θάλασσα, κι ούτε που ξαναφάνηκε. Απ΄ όπου πέρασε ξεράθηκαν όλα και διαβαίνοντας μέσ΄  από τον κάμπο μούγκριζε σαν να σφάζανε ένα κοπάδι βόδια”.
β) Η δεύτερη παράδοση μας λέει πως: “Στο Μαραντοχώρι, νια βολά κι έναν καιρό, ζούσε ένας θεόρατος άνθρωπος, που τόνε λέγανε Στάθη, κι αυτός ήταν Κλέφτης στα βουνά και κυνήγαγε τους Τούρκους. Ήταν σωστός γίγαντας και είχε μεγάλη δύναμη. Σήκωνε – λέανε οι παλιοί – με τα δυο μικρά του δάχτυλα δυο κριάρια και τα βάσταγε ψηλά ώσπου να τα γδάρουν. Αλλά είχε τέλος κακό. Τον σκότωσε με μπαμπεσιά, από προδοσία κάποιου φίλου του, ένας ξηρομερίτης από του Τρυφού που τον λέγανε Ρίζο, γιατί βλέπεις τον Στάθη τον εφοβόντανε όλοι. Μόνο με μπαμπεσιά και πισώπλατα μπορούσε να τον βαρέσει κάποιος. Με τα χέρια του τους τσάκιζε όλους σαν κοτόπουλα. Μετά το θάνατο του εδώ οι χωριανοί του κάμανε και τραγούδι” (μαρτυρία παπα-Θωμά Κονιδάρη).

Ο γήταυρος όμως, πέρασε και στη λευκαδίτικη ποίηση – έντεχνη και δημοτική.
Έτσι ένας ήρωας του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στο Φωτεινό (άσμα Α΄) που καταγόταν από τη νότια Λευκάδα και αγωνίστηκε κατά των Φράγκων κατακτητών στην εποχή της Φραγκοκρατίας στο νησί (1293 – 1479), είχε αυτό το μυθικό όνομα, Γήταυρος, και απαγχονίστηκε απ΄ τον εχθρό μαζί με άλλους συντοπίτες του αγωνιστές. Γράφει λοιπόν, ο Βαλαωρίτης, θέλοντας να τονίσει ότι ο γέρο Φωτεινός ήταν ο τελευταίος απομείνας γενναίος αγωνιστής κατά των Φράγκων: ” Μόνος ακόμη απόμεινε, / το Γήταυρο, τον πάλα, / το Διγενή, το Ρουπακιά, τους έφαγε η κρεμάλα, / κι άλλους εσύντριψε ο Τροχός ….”. [Σημ.: ο ποιητής αναφέρεται στα μέσα του ΙΔ΄αιώνα και συγκεκριμένα στην “επανάσταση της Βουκέντρας”, όταν διοικούσε το νησί ο Γρατιανός Τζώρτζης (1355 – 1368) που με το Φραγκολόι του εδήωνε την ύπαιθρο του νησιού].
Επίσης και σ΄ ένα δημοτικό τραγούδι του τόπου μας, που εδημοσίευσε ο Λευκαδίτης λόγιος Ιωάννης Σταματέλος (1822 – 1881) στο περιοδικό “ΠΛΑΤΩΝ”, τομ. Β΄, 1879, αναφέρεται ένας Λευκαδίτης κλεφταρματολός με το όνομα Γίταυρος, που “επήγε αρματολός με τον Κατσικογιάννη” στα προεπαναστατικά χρόνια. Ο Ι. Σταματέλος προλογίζει το ποίημα με την εξής διαφωτιστική σημείωση: “… Ο Κλέφτης ούτος ην Λευκάδιος, εκ της κώμης Μαραντοχωρίου, ακμάσας περί τα τέλη του ΙΗ΄αιώνος. Διηγούνται περί αυτόν όσα οι αρχαίοι περί του Μίλωνος του Κρωτονιάτου, τουτέστιν ότι είχαν ανάστημα γιγάντιον και ρώμην εξαίσιαν, δυνάμενος δια των δύο μικρών δακτύλων να σηκώση και βαστάση κρεμάμενα δύο κριάρια, έως ου να τα εκδάρωσιν. Εις αυτόν αναφέρεται το εξής άσμα:
Ο Γίταυρος
” Ήτανε κρίμα κη άδικο, μεγάλη αμαρτίjα, / που ΄σκότωσαν το Γίταυρο, και τάξο παλληκάρι / Δε ς ΄τώπε ο Ματσούκας, / Στάθη μήΝ πάς αρματωλός με τον Κατσικοjάννη jάτ΄ ο χοντρός είν΄ άπιστος, ρήχνει και σε σκοτόνει; / Κάθεται κάννει μια γραφή του Ρίζου του Τριφιώτη: / Ρίζο μ΄, έρχετ΄ ο Γίταυρος με πέντε παλληκάρια, / γυρεύει πέντε χαϊμαλιά και τρεις σακούλαις / άσπρα γυρεύει κη ασημόσπαθο το φλωροσκαπνισμένο. / Βαρείτε και σκοτώστε τον …

Κι ας κλείσουμε το πρώτο μέρος στο αφιέρωμά μας στα φίδια και τα θεριά του νησιού με άλλες λέξεις που σχετίζονται με αυτά:

σερπετό (το)

το ερπετό, το φίδι.
μτφ, ο άνθρωπος, ο ευκίνητος, ο επιτήδειος αλλά και ο επικίνδυνος, “Είσαι κακό σερπετό, κι εσύ, έγνοια σου”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

/τό/ (Ἰ. serpente) = ἑρπετόν, ὄφις, φεῖδι.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   

Τα ερπετά. Το σ δίνει τη δασεία στη λέξη. Ο Βαλαωρίτης (Διάκος): ” τα ερπετά δειλιάζουν” (σελ. 281).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδη

 μ(υ)λάω

πιπιλίζω κάτι στο στόμα μου.
Όταν δαγκώσει φίδι κάποιον, τότε του μυλάμε το δαγκωμένο σημείο να βγάλομε το δηλητήριο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

(μύλλω) = πιπιλάω, λείχω ἐντὸς τοῦ στόματος. (Λ. molere) = μυζῶ, βυζαίνω.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   

Πιπιλίζω κάτι στο στόμα μου (Κοντομίχης). Ο Λάζαρης με δυο λλ.  (Το molere δεν υπάρχει στα λεξικά, το μύλλω, ναι). Ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα μύλλω, που εδώ απλά σημαίνει κατά το Σουϊδα “συνάγω τα χείλη προς άλληλα”, δηλ. φέρων τα χείλη πέρα-δώθε. Από δω και το δικό μας μυλλάω, μλάω (απ΄ αυτό το ρήμα μύλλω και η μύλη, ο μύλος). Στα λεξικά καταγράφεται και αρχαίος τύπος μυλλάω (Βλ. Liddel Scott, 3, 196) που τον συνεχίζουμε κι εμείς. “Τι μλας, μωρέ;”

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

οσκρός (ο)

το δηλητήριο μερικών φιδιών, του σκορπιού, της μέλισσας κ.α.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. Ι, 713: “κεντρώστε με τον οσκρό / κάθε φιδιού που από το ντύμα βγαίνει”.
Σε περίπτωση  που ο οσκρός προερχόταν από σκορπιό, δάγκωνε δηλ. ο σκορπιός κάποιον, τότε σκότωναν έναν σκορπιό, τον καίγανε, βράζανε τη στάχτη του με νερό στο οποίο έριχναν “σκορπιδοχόρτι”, “το βοτάνι του σκορπιού” δηλ., και μ΄ αυτό το μείγμα πότιζαν τον δαγκωμένο από το σκορπιό κι έτσι ο οσκρός του αχρηστευόταν.
Με το ίδιο μείγμα πότιζαν τα μικρά παιδιά την τρίτη μέρα από την γέννηση τους, δίνοντας τους μόνον μια κουταλιά γλυκού και ο μωρό ασφαλιζόταν του λοιπού από δάγκωμα σκορπιού.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

/ὁ/ (εἰς-κρίνω, Ἰ. scorrere) = ζῳϊκὸν δηλητήριον, ἰός, κεντρί.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

«Ὀχιὰ μὲ τὸν ὀσκρό της» (σελ.161, Ἀθανάσιος Διάκος, ΑΣΜΑ ΤΡΙΤΟΝ)
Τὸ κέντρον τοῦ σφηκὸς καὶ τῆς μελίσσης, λεγόμενον καὶ ἐπὶ τῆς γλώσσης τοῦ ὄφεως.
Σύμβολον ἔριδος καὶ ἐμφυλίων σπαραγμῶν.

Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο

σκρὸς

/ὁ/ (ἐσ-κρίνω, Ἰ. scorrere) = ζῳϊκὸν δηλητήριον, ἰός, κεντρί.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Σκρός = κεντρί σφήκας, σκορπιοῦ κλπ.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

ποτίζω

Χρησιμοποιούμε τη λέξη εδώ μόνο για τη θέση που έχει στη λαϊκή ιατρική του νησιού: ποτίζω κάποιον με ειδικό παρασκεύασμα ή προληπτικά ή όταν τον δαγκώσει φίδι δηλητηριώδες ή σκορπιός.
Το παρασκεύασμα γινόταν από τη στάχτη του φυτού δρακοντιά (φιδοχόρτι), για τα φίδια, και με τη στάχτη, επίσης καμένου σκορπιού, προκειμένου για δάγκωμα σκορπιού.
“Άγγ. Σικελιανός , Αλαφρ., ΙΙΙ, 713: “Ποτίστε με, ποτίστε με / και κέντρωσε με εσύ χωριάτη / κεντρώστε με με τον οσκρό / κάθε φιδιού …” και Αλαφρ., ΙΙΙ, 893: “Κι όλα τα φίδια εγήτεψα / που η Άνοιξη με πότισε …”. (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 46).
Για την απορρόφηση του δηλητηρίου χρησιμοποιούσαν – λένε- και μια ειδική ελαφρόπετρα (κειμήλιο οικογενειακό) που την έβαναν πάνω στην πληγή και απορροφούσε το δηλητήριο φιδιού, σκορπιού και ύστερα το ξερνούσε σε λεκάνη με νερό. Με γεια του με χαρά του. Μια τέτοια πέτρα είχαν στο Κατωμέρι του Μεγανησίου (Κ. Πάλμου, Μεγανησιώτικα, σελ. 61).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

πότισμα

Είδος θεραπείας με υγρό παρασκεύασμα, που δρούσε σαν εμβόλιο, δημιουργώντας αντισώματα στον οργανισμό του αρρώστου. Γινόταν είτε για θεραπεία ή προληπτικά. Το πιο γνωστό πότισμα γινόταν σε περίπτωση που δάγκωνε τον άνθρωπο κάποιο φίδι, οχιά, μονομερίδα ή ακονάκι. Τότε το φάρμακο παρακευαζόταν από τη σκόνη ενός φυτού που λεγόταν φιδοχόρτι ή δρακοντιά. Πότισμα γινόταν και για το δάγκωμα σκορπιού, αλλά προληπτικά: Σε αυτή την περίπτωση σκότωναν ένα σκορπιό, τον καίγανε, βράζανε τη στάχτη του με νερό μέσα στο οποίο είχαν ρίξει σκορπιδοχόρτι, δηλ. το βοτάνι του σκορπιού, και μ΄ αυτό τάιζαν μικρά παιδιά, την τρίτη μέρα από τη γέννηση τους, δίνοντας τους μια κουταλιά του γλυκού από το παρασκεύασμα. Και το μωρό ασφαλιζόταν, δεν διέτρεχε πια σε όλη του τη ζωή κανένα κίνδυνο από δάγκωμα σκορπιού. Πότισμα έκαναν και για μια παιδική αρρώστια, τη σούφρα, κατά την οποία γιόμιζε το παιδί έντονες κοκκινάδες στο λαιμό, ιδίως, αλλά και στο υπόλοοιπο σώμα. Για τη θεραπεία της σούφρας, έβραζανν το γνωστό αγριολάχανο σουφροχόρτι και με το ζουμί του πότιζαν τα μικρά άρρωστα παιδιά. Πότισμα έκαναν ακόμα στα μικρά παιδιά – προληπτικά – και με το ζουμί των οσπρίων, ιδίως της φακής: Προτού ρίξουν το λάδι στην κατσαρόλα έβγαναν μερικές κουταλιές ζουμί και το ΄διναν να το πιεί το παιδί. Κι αυτό δρούσε σαν εμβόλιο. Πίστευαν ότι δυναμώνει τα μικρά και τα προφυλάει από αρρώστιες.
Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη



φαρμακόπετρα (η)

ιαματική πέτρα που την έβαναν πάνω σε δαγκωματιά φιδιού, κι αφού απορροφούσε το δηλητήριο, έπεφτε από μόνη της. Ύστερα την έριχναν σε λεκάνη με νερό και ξερνούσε δηλητήριο.
Μια τέτοια πέτρα υπήρχε στο Σπαρτοχώρι, στην οικογένεια του δασκάλου Βασίλη Κατωπόδη, που την πήρε – μαζί με τ΄ άλλα – ως προίκα από τον πεθερό του, από το χωριό Πόρος (Κ. Πάλμου: “Μεγανησιώτικα”, Αθήνα 1992, σελ. 61).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

φιδόντυμα (το)

το δέρμα του φιδιού το οποίο κατά περιόδους αλλάζει. Το χρησιμοποιούσαν παλιότερα και για θεραπευτικούς σκοπούς: “Εις το δάγκωμα όφεως ή άλλου ζώγου φαρμακερού: Κοπάνισον το δερμάτι του όφεως με γλίνα χοίρου και βάλε το”
ΒΑΛ. Φωτεινός Β΄: “Κι ύστερα με φειδόντυμα σ΄ έτριβε αυγή και βράδυ”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Το δεύτερο μέρος του αφιερώματος για τα φίδια δείτε το [εδώ]

Πηγές:
lexikolefkadas.gr
Εφημερίδα Τα νέα της Λευκάδας
https://el.wikipedia.org/wiki/
http://www.herpetofauna.gr/index.php

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου