Ενδιαφέρονα στοιχεία από τη Λαογραφία του Αθανίου (3) - Παραμύθι: " Ο γέροντας και οι σαράντα δράκοντες"

Το συγκεκριμένο παραμύθι που μας θυμίζει  το  "Γεναίο Ραφτάκο"  των αδερφών Γκριμ (1812), υπάρχει στο βιβλίο του Πανταζή Κοντομίχη "Λαογραφικά Σύμμεικτα Λευκάδας", εκδ. Γρηγόρη (σελ. 398-9).

Δε γνωρίζω αν είναι παραμύθι που ακούγονταν μόνο στο Αθάνι και στην γύρω περιοχή ή και σε άλλα μέρη της Λευκάδας, καθώς ο Κοντομίχης πέρα από τον/την αφηγητή/τρια, την ηλικία τους και το χωριό καταγωγής τους, δεν αναφέρει άλλα στοιχεία στο κομμάτι αυτό της συλλογής του.


Αναφέρει ωστόσο ότι αποτελεί παραλλαγή από το παραμύθι "Οι σαράντα δράκοι" που βρίσκεται στη σελ. 127 της συλλογής του Δ.Σ. Λουκάτου "Λαογραφικά Κείμενα, Βασ. Βιβλιοθήκη, αρ. 48/1957).

Αντίστοιχα λαϊκά παραμύθια με "σαράντα" ή  "δράκους" που εντόπισα σε μια πρόχειρη αναζήτηση είναι ένα κυπριακό "Ο Σπανός τζιαι οι 40 δράτζοι" και "Ο κυρ Λάζαρος και οι δράκοι" (δεν βρήκα τόπο προέλευσης), "Το παλλικάρι και οι λησταί", από τη Λέσβο, παραλλαγές του ίδιου, παραμυθιού. Σίγουρα θα υπάρχουν και περισσότερες. Οι δράκοι, οι γενναίοι και οι πονηροί άλλωστε αποτελούν αγαπημένα θέματα των λαϊκών παραμυθιών.

Γενναίοι και δράκοι στα παραμύθια - Πηγή: http://paidiko-theatro.gr

 "Ο γέροντας και οι σαράντα δράκοι"


Μια φορά κι έναν γκαιρό ήταν ένας γέροντας που είχ΄ απάν'  του όλες τις πληγές τ΄ κόσμου. Αλλά ήτανε και φαντασμένος, κι όλες οι μύγες εσ΄διαλέγοντανε απάν΄τ΄. Μια μέρα, εκεί π΄ καθότανε δίν΄ μία με το χέρ'  τ΄  και σκότωσε σαράντα μύγες.

- Πω, πω, αντρειωμένος πούμαι εγώ, έλεγε.

Είχε κι ένα παλιοτούφεκο και το πήρε κι έγραψε απάν΄: "Σαράντα καθιστός, σκέψ΄ να σκωθώ κι απάν΄".

Έπ΄τα είπε:

-Τι κάθομαι, θα πάω να βρω τον καλύτερο μ΄ να παλέψω.

Σ΄κώνεται, δρόμο παίρν΄, δρόμ'  αφ΄ν', πήγαινε, πήγαινε, ώσπου κοντά το βράδ'  έπεσε απάν΄ σε σαράντα δρακόντους. Μόλις τον είδαν εκείνοι τον ρώτ΄σανε:

- Πού πας;

- Πάω να βρω τον καύτερόνε μ΄ να παλέψομε.

Και σαν είδανε οι δρακόντοι να γράφ΄ το τ΄φέκ΄ τ' "σαράντα καθιστός, σκέψ΄ να σκωθώ κι απάν΄", τρομάξανε και τούπανε να τόνε κάμ΄νε αδρφό.

- Μετά χαράς, τς λέει ο γέροντας.

Έκατσε εκεί στο σπίτ'  και μαγέρευε για όλ'ς. Οι δρακόντ΄ μαθές, άλλ΄ επαγαίνανε για ξύλα, άλλ΄ για νερό, άλλ΄ για κυνήγ΄. Μια μέρα ήρθε κι η σειρά τ΄ να πάει για ξύλα. Αυτός δεν ήτανε καλός για τίποτα, αλλά ήτανε όπως είπαμε φαντασμένος και πονηρός.  Βγάν΄ το λοιπόν απ΄ τ΄ τσέπ΄ τ΄ ένα κουβάρι ράμματα και τσ΄ λέει:

- Θα πάω και θα τυλίξω όλο το λόγγο με τούτο το ράμμα και θα κατεβάσω όλο το λόγγο κάτ΄ και θα τόνε κάμω σωρό μπροστά σας. Όχι σαν εσάς π΄ φέρ΄ν΄τε λίγα-λίγα.

- Όχι, όχι τούπανε εκείνοι, κάτσε να πάμε εμείς για σένα, μην ξεπατώσεις όλο το λόγγο, μας χρειάζεται.

Κι έτσι τη γλίτωσε ετούτ΄ τ΄ φορά ο γέρος, γιατί αν τον νιώθανε πως δεν ήτανε καλός για τίποτα θα τόνε τρώγανε.

Αλλ΄ μια μέρα βήκανε οι δρακόντ΄ να παίξ΄νε το λ΄θάρ΄ κι έπρεπε να παίξ΄ μαζί τς κι ο γέροντας. Για λ΄θάρ΄ οι δρακόντ΄ ερίχνανε ένα μεγάλο κοντρί, πούτανε σωστός βράχος. Όταν ήρθε η σειρά τ΄ γερόντου, επήγε πίσω απ΄ το κοντρί κι χωρίς να μπορεί ούτε να το κ΄νήσ΄ απ΄ τ΄  θέσ΄ τ΄, φωνάζει:

- Μεριάστε κάστρα, μεριάστε όλοι
να ρίξ΄  ο ωκεαν΄ς το βόλι
να πάρ΄ τη πόλη.

Σαν τον ακούσανε δα, οι δρακόντ΄ τ΄ λένε τρομαγμένοι:

- Άσ΄το, άσ΄το αδερφέ. Το ρίχνομε εμείς για σένα.

Έτσ'  εγλίτωσε και τουτ΄ τ΄ φορά.

Μετά από λίγες μέρες είπαν οι δρακόντοι:

- Αύριο θα παίξομε άλλο παιγνίδι. Θα παραβγούμε ποιος θα στίψ΄ τ΄ μπέτρα.

Τότε ο γέροντας είπε από μέσα τ΄:

-Όλες φορές τ΄νέ γλίτωσα, τώρα δε γλιτώνω.

Κι όλ΄ τ΄ νύχτα δε μπόρεσε να κοιμ΄θεί. Τέλος να τι σκέφτ΄κε ο πονηρός γέροντας: Εκεί κοντά ήτανε μια στάν΄. Φεύγ΄  κρυφά τ΄ νύχτα και πάει. Λέει στο τσοπάνο:

- Αδερφούλ΄ μ΄, δε μ ΄ δίν΄ς μια σφήνα μυζήθρα πούμαι φτωχός και γέροντας;

Κι αυτός τόδωκε μια μεγάλ'   μυζήθρα. Τ΄ν΄ έκρυψε κι έπεσε να κοιμ΄θεί ευχαριστημένος τώρα. Όταν έφεξε  βγήκανε οι δρακόντ΄, βγήκε κι ο γέροντας να στίψνε τ΄ μπέτρα. Κι έπαιρνε ο κάθε δράκοντας όποια πέτρα ήθελε. Τ΄ ν΄ έσφιγγε με τα χέρια τ΄ και τ΄ ν΄ έκανε τρίμματα. Ήρτε κι η σειρά τ΄ γέροντα. Παίρν΄ τ΄ μ΄ζήθρα, πούταν και μεγάλύτερ΄ από τς πέτρες των αλλωνώνε, τ΄  ν΄ ανγκαλιάζ΄ με τα δυο τ΄ χέρια και λέει:

- Να έτσ΄ στίβ΄νε τ΄ μπέτρα.

Κι η μ΄ζήθρα έβγαλε ζ΄μί. Και σαν τούδανε κι αυτό οι δρακόντοι έφ΄γανε κι ακόμα φεύγ΄νε και κοιτάζ΄νε και πίσω τς μήπως και τς κυν΄γάει ο γέροντας και τς πιάσει και τς στίψ΄

Αφήγηση Χρυσούλας Κατσιγιάννη, ετών 75, από το Αθάνι


Δείτε ακόμα για το Αθάνι:







Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου