Οι γιορτές του Δωδεκαημέρου στο lexikolefkadas.gr




Η ενασχόλησή μου με το Ψηφιακό Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος, lexikolefkadas.gr, πέρα από το γεγονός ότι μου δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζω βιβλία-θησαυρούς για την παράδοση, την ιστορία και τον πολιτισμό του νησιού μας, αποτελεί και την αφορμή για τη δημιουργία μικρών θεματικών αφιερωμάτων (ή γλωσσάριων γιατί όχι), όπως μπορείτε να δείτε [εδώ], [εδώ], [εδώ], [εδώ] και [εδώ]

Λόγω ημερών, διανύουμε ήδη το Δωδεκαήμερο (25 Δεκεμβρίου - 5 Ιανουαρίου), απομόνωσα όλα εκείνα τα λήμματα από το lexikolefkadas.gr που αναφέρονται στις άγιες αυτές ημέρες. Λήμματα που σχετίζονται με ιδιωματισμούς, με τα έθιμα και τα εδέσματα των γιορτών. Ουσιαστικά χρησιμοποιούμε το lexikolefkadas.gr σαν μια ψηφιακή εγκυκλοπαίδεια αναζητώντας πληροφορίες.



Ο τρόπος εντοπισμού τους, πανεύκολος, μέσω του πεδίου αναζήτησης, χρησιμοποιώντας τις λέξεις: Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα, Δωδεκαήμερο (και τις γενικές τους, Χριστουγέννων κ.λπ). 

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν! 

Αρχικά γνωρίζατε ότι τα Χριστούγεννα στη Λευκάδα, είναι Ξτόενα; Εγώ να πω την αλήθεια το έμαθα πριν τρία χρόνια .....

Ξτόενα (ιδμ) τα Χριστούγεννα
Ευχή: Καλά Ξτόενα ψχή μ΄/καμαρωμένο μ΄/καμάρ’ μ

Αντιστοίχως το γνωστό μας Χριστόψωμο (ή Χριστοκουλούρα) λέγεται Ξτόψωμο ή Ξτοκουλούρα

Τι είναι όμως το Χριστόψωμο... Βασικά είναι μια σειρά από αρτοσκευάσματα (δες παρακάτω) που παρασκευάζονται από τη νοικοκυρά του σπιτιού την παραμονή των Χριστουγέννων με πολύ φροντίδα και χρησιμοποιώντας τα καλύτερα υλικά. Ήταν το "καλό, το ιερό ψωμί" που το έκοβαν ανήμερα της γιορτής των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, ή των Φώτων στο γιορτινό τραπέζι. Έθιμο παμπάλαιο που το τηρούσαν με ευλάβεια.

Χριστόψωμο ή Χριστοκούλουρο Χριστοψώματα.
Ξτόψωμα ή Ξτοκούλουρα

Το ψωμί των Χριστουγέννων. Το “καλό ψωμί”, το έλεγαν έτσι γιατί συγκριτικά με το καθημερινό τους, ήταν πολύ καλύτερο. Το ζύμωναν με καθάριο αλεύρι από σιτάρι και κοσκινισμένο με ψιλή σήτα –μεταξόσητα.
Η μάνα ή η μεγαλύτερη αδερφή, σκυμμένη στο ζυμωτάρικο σκαφίδι την προ-παραμονή των Χριστουγέννων ζύμωνε με γροθιασμένα χέρια το ευλογημένο ψωμί.
Ακόμα και στο ζύμωμα υπήρχε ιεροτελεστία. Πρώτα-πρώτα έτριβαν το αλεύρι με λίγο λάδι έπειτα ρίχνουν μέσα διάφορα μπαχαρικά και μυρωδικά, κανέλα, γαρίφαλα, μάραθο και κόλιαντρο Τα κανελογαρίφαλα τα κοπανίζουν στο χαβάνι (=γουδί) ενώ το μάραθο και τον κόλιαντρο τα ρίχνουν όπως είναι σαν σκάγια. Αφού τα ανακατέψουν όλα καλά, περιχύνουν το υλικό με αλατισμένο νερό και μετά αρχίζει το κανονικό ζύμωμα με επιμέλεια και συγκινητική φροντίδα. Κι αλίμονο αν δεν πετύχει. Κάποιο κακό θα συμβεί στο σπίτι. Πρέπει το ζυμάρι να είναι σφιχτό σαν λάστιχο, σε αντίθεση με το ζυμάρι του κοινού ψωμιού που δεν είχε μεγάλη συνοχή. Στη συνέχεια το “σταυρώνει” λέγοντας από μέσα της και καμιά ευχή – επίκληση στον αφέντη Χριστό και σκεπάζει το σκαφίδι με μάλλινα σκεπάσματα για να “γίνει”. ΄Επειτα από μερικές ώρες θα γίνει το πλάσιμο κι επειδή το προζύμι το αναπίαζουν βράδυ -πάντα μετά το σούρουπο- το πλάσιμο γινόταν δυο τρεις ώρες πριν φέξει.
Με το ξημέρωμα την τριγύριζαν τα παιδόπουλα του σπιτιού μ΄ ορθάνοιχτα μάτια, θέλοντας να ιδούν τις βλάχες τους, τα κορίτσια και τους σταυρούς τους τα αγόρια. Κι άκουες και τις – δικαιολογημένες- επιθυμίες τους που τις εκφράζανε πότε παρακλητικά και πότε πεισματικά και επίμονα: “εγώ θέλω να μου φκιάσεις μεγάλη βλάχα, και με κοτσίδες”, “Εγώ τον θέλω στο τηγάνι το δικό μου το σταυρό” κ.ά.
Στα χωριά συνήθως κάθε οικογένεια είχε το δικό της φούρνο, όσες όμως δεν είχαν, έψηναν το ψωμί τους στου μιτζίτικους φούρνους όπου υπεύθυνη είναι η φουρνάρισσα που ειδοποιεί με τον κόρνο τις πελάτισσες της, που βάνουν στο κεφάλι τους ένα “κατσούλι” και βγαίνουν αξημέρωτα με ένα κλεφτοφάναρο να πάνε τα ταψιά στο φούρνο.
Στο σπίτι με φούρνο, θα ανάψουν γερή φωτιά και θα ζεστάνουν τα ταψιά ή τους νταβάδες, θα τα αλείψουν με λάδι και τα κοκκίσουν με σουσάμι.
Το πλάσιμο είχε επίσης ιεροτελεστία. Αρχικά παίρνει ένα κομμάτι ζυμάρι και το απλώνει πάνω στο πλαστήρι, όπου εσκόρπισε, λίγο πριν, μύγδαλα μισοκοπανισμένα, σουσάμι, κανέλα και σταφίδες μαύρες. Το απλώνει με τις παλάμες της σε όλη την επιφάνεια του πλαστηριού, ώσπου να γίνει, όσο η εσωτερική πλευρά του ταψιού και μετά το τοποθετεί στο ταψί. Αυτή είναι η πρώτη στρώση. Πάνω σε αυτό βάζει τρεις “λούρους” (=λωρίδες), δηλ κομμάτια ζυμάρι, που έχουν σχήμα φρατζόλας, παράλληλα και συμμετρικά. Καμιά φορά βάνουν πάνω από αυτούς τους λούρους, κι άλλους τρεις, κάθετους και τρεις οριζόντιους. Μετά αρχίζει η διακόσμηση, το στόλισμα. Άλλοτε με “μήλα”,  κομμάτια ζύμης δηλ.  που τα τοποθετεί εδώ κι εκεί πάνω στους λούρους και με ένα μαχαιράκι τους δίνει το σχήμα μαργαρίτας με μίσχο και φύλλα. Έπειτα περιζώνει το Χριστόψωμο με ένα στεφάνι ζυμαρένιο, που το στολίζει με μύγδαλα ξεφλουδισμένα που τα μπήγει στην επιφάνεια του. Βάνει και ολόκληρα αμύγδαλα ή καρύδια. Στη μέση του μεγάλου Χριστόψωμου των Χριστουγέννων μερικές φορές  έπλαθαν με ζυμάρι το θείο βρέφος. Όλα τα ψωμιά, τα σφράγιζαν με την σπιτική σφραγίδα, που δεν έλειπε ποτέ από κανένα χωριατόσπιτο και την είχαν ολοχρονίς κρεμασμένη στα εικονίσματα και πρώτα από όλα (αυτή έπαλαθαν πρώτα)  τη λειτουργιά (το ύψωμα).
Το πιο συνηθισμένο από τα Χριστὀψωμα στη Λευκάδα ήταν αυτό του ζευγολάτη που πάνω του η νοικοκυρά φκιάνει ένα ζευγάρι βόδια με το αλέτρι και το ζευγολάτη. Από αυτά τα ευλογημένα ψωμιά δεν έκανε να τα δίνουν στα ζώα, “είναι αμαρτία” σου έλεγαν. Γι΄ αυτό έπλαθαν ξεχωριστά Χριστόψωμα. Του αρνιού το έλεγαν “αρνοκούλουρα“.
Άλλο συνηθισμένο σχήμα Χριστόψωμου ήταν και το “σταυρωτό με τις βλαχούλες“. Πάνω από τη πρώτη στρώση του ζυμαριού η νοικοκυρά βάζει πολύ ζυμάρι σε σχήμα σταυρού και τοποθετεί στρογγυλά κομμάτια ζυμάρι (καρβελάκια). Ύστερα αφού βάνει το στεφάνι, φκιάνει οχτώ βλαχούλες και βάνει από μια σε κάθε καρβελάκι και σε κάθε άκρη του σταυρού, με το κεφάλι προς τα μέσα. Εδώ για το στόλισμα χρησιμοποιεί πηρούνι, μαχαίρι και καρύδια.  Πολλές φορές αντί για βλαχούλες φκιάνει άνθη με το κοτσάνι τους και σε κάθε άνθος μπήγει κι ένα καρύδι. Στη μέση του σταυρού θα σχεδιάσει το Χριστό.
Σαν Χριστόψωμα γενικά λογαριάζονται μια σειρά από οικογένεια ψωμιών που γίνοταν όπως είπαμε με ειδική φροντίδα και σε ειδικό σχήμα το καθένα.
  • λειτουργιά (ύψωμα) πανηγυριού
  • Σταυρός
  • το Χριστόψωμο για τη μέρα των Χριστουγέννων, σε μεγάλο ταψί
  • δεύτερο μεγάλο Χριστόψωμο, που θα το ΄κοβαν στο Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι
  • οι βλάχες, οι σταυροί και οι κουλούρες για τα παιδιά τα δικά τους, των συγγενών, κουμπάρων ή και για τα φτωχά και ορφανά
  • τα Φωτόψωμα
Χριστόψωμα έφκιαναν όλοι εκτός από τους λυπημένους. Αυτοί κι αν έφκιαναν δεν επιτρεπόταν να τα σφραγίσουν.
Αν το σπίτι είχε αρραβωνιασμένη κοπέλα θα περίμενε το “Χριστοκούλουρο της αρραβωνιασμένης” που θα το πήγαινε το γαμπρός τα Χριστούγεννα. Η μέλλουσα νύφη, πάλι, θα πήγαινε στον γαμπρό το δικό της Χριστόψωμο την ημέρα των Φώτων.
Τα Χριστοκούλουρα που – τα ΄βαναν πάντα σε ταψιά ή νταβάδες, εκτός από τα μικρά των παιδιών που – όταν τα ‘παιρναν από το φούρνο τα απίθωναν στην πολίτσα, δηλ. σε μια σανίδα -υποτυπώδες ράφι- που ήταν αρμοσμένη οριζόντια στον τοίχο της κουζίνας. Τα παιδιά. όμως, τα δικά τους τα ΄παιρναν προλαβόν από το φούρνο, κι έτρεχαν με ξεφωνητά στους δρόμους της γειτονιάς. Κάπου σε μια πλατωσιά, θα σταματούσαν και θα ΄ρχιζαν να παινεύουν τις βλάχες (ή μπαλούμπες) τους τα κορίτσια και το σταυρό τους τα αγόρια. Πριν ξεκινήσουν να το τρώνε και να χορτάσουν “καλό ψωμί”.
Το έθιμο, αν ρωτήσεις και στα χωριά και την πόλη θα σου πουν ότι είναι “παλαιό” κι “έτσι το βρήκαν”. Κι έχουν δίκιο, γιατί τόσο οι αρχαίοι Έλληνες, όσο και οι Βυζαντινοί ζύμωναν και στόλιζαν τα ψωμιά με θρησκευτική σημασία. Έχει σχέση με την “ευφορίαν των καρπών της γης” και ίσως δείχνει τον ιερό δεσμό του αγρότη με τη Μάνα Γη, που τον τρέφει με την ευλογία της. Ίσως όμως και να ξεκινά από την ανάγκη των ταλαιπωρημένων ανθρώπων να γευτούν καλύτερο ψωμί αυτές τις άγιες Ημέρες, ψωμί καλοζυμωμένο, αφράτο και καλοστολισμένο.
Έλεγαν: “Κάθε Χριστού καλό ψωμί
                κάθε Λαμπρή κριάσι (=κρέας)”

Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

Έτσι λοιπόν στα Χριστόψωμα, ανήκαν και οι βλάχες (το καλό ψωμί των κοριτσιών), που λέγονταν και παλούμπες ή μπαλούμπες ή πλαούνες


βλάχα (η)
χριστόψωμα σε σχήμα γυναίκας βλάχας, που δίνονται στα παιδιά (τα κορίτσια)  τα Χριστούγεννα. Περιέχουν μπαχαρικά, σταφίδες, μάραθο και κόλιαντρο. Που και που βάζουν και κάνα μύγδαλο ή καρύδι. Σπάνια τις ψήνουν σε ταψί ή νταβά. Τις απλώνουν στο μεσάλι και έπειτα τις βάζουν στο πλαστήρι και με αυτό τις πάνε για ψήσιμο.
Η νοικοκυρά παίρνει ένα κομμάτι ζύμης, το κάνει μακρουλό και ύστερα διασταυρώνει τις άκρες του. Έτσι σχηματίζεται ένας απροσδιόριστης μορφής άρτος που έχει περίπου το σχήμα γ. Ουσιαστικά είναι το κεφάλι και τα πόδια. Στο κεφάλι, με σταφίδες κάνει τα μάτια, τη μύτη, το στόμα. Στα πόδια κάνει δάχτυλα με μαχαίρι Έτσι κάνουν τις λεγόμενες “σκέτες” βλάχες.
Γιατί υπάρχουν και οι “καλές”, με ωραίο κεφάλι, με χέρια και πόδια. Τις κεντούν όμορφα με το πηρούνι και τις σφραγίζουν. Καμιά φορά η νοικοκυρά τα χέρια και τα πόδια της βλάχας τα πλάθει με ξεχωριστό ζυμάρι. Σε αυτή την περίπτωση στο κεφάλι βάνει κι ένα αυγό. Σπάνια τα μάτια και τη μύτη της βλάχας τα κάνουν με ζαχαρωτά.
Λέγεται και μπαλούμπα ή  παλούμπα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Βλάχα /ἡ/ (Σλ. βλάχ) = γυνὴ σκηνῖτις, οἰκιακὸν Χριστουγεννιάτικον ἀρτοσκεύασμα εἰς σχῆμα πλαγγόνος, πλαγγὼν ἄρτου, πλαούνα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης



παλούμπα (η)
είδος Χριστόψωμου μικρού μεγέθους, άλλως βλάχα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Παλούμπα = ἐπίμηκες ἀρτοσκεύασμα μέ διάφορα σχέδια ἐκ ζύμης πού φτιάχνουν τά Χριστούγεννα γιά τά κορίτσια.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

  1. ψωμί σε σχήμα κακοφτιαγμένης, άγαρμπης φρατζόλας.
  2. Χριστόψωμο με το όνομα “Βλάχα” προορισμένο για μικρά παιδιά. Τις Βλάχες τις έλεγαν σε μερικά χωριά και μπαλούμπες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Μπαλοῦμπα /ἡ/ (παλύνω, Ἰ. polpa;) = ἐπίμηκες ἀρτοσκεύασμα, φρατζόλα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Μπαλούμπες, οι: μπάλες ζύμης μορφοποιημένες σε Κόρες-Κούρους, για φίλεμα των παιδιών κατά τις ημέρες του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Επρόκειτο δηλ. για φαγώσιμα ζαχαρωμένα ψωμάκια, με κολλημένα μέλη και στολισμένα με σταφίδες ως μάτια και αμύγδαλα για στόμα.

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα


πλαούνα
Πλαούνα /ὴ/ (πλαγγὼν) = ἀρτοσκεύασμα, πλακούντιον ἐν σχήματι ἀνθρώπου παρασκευαζόμενον τὴν παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων διὰ τὰ παιδιά, ζύμη ἰσοπεδουμένη μὲ τὸν πλάστην διὰ τηγάνισμα ἐν ἐλλείψει ἄρτου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Επίσης οι σταυροί (το ψωμί της παραμονής ή το καλό ψωμί των αγοριών) και οι κουλούρες 

σταυρός (ο) / Σταυρός
  • είδος Χριστόψωμου, που γίνεται από το ίδιο ζυμάρι και αποτελεί το ιεροπρεπέστερο Χριστοκούλουρο αφού συνδέεται συμβολικά με το Θείο Πάθος. Συνήθως η νοικοκυρά πρώτα πλάθει το Σταυρό και μετά τα άλλα κομμάτια. Στο ταψί δεν θα βάλει στρώση από ζυμάρι. Το αλείφει μόνο καλά με λάδι και τοποθετεί το ζυμάρι σε σχήμα σταυρού. Τις τέσσαρες άκρες του σταυρού τις αφήνει σκέτες ή τις διακοσμεί, κάνοντας σχηματικά δάχτυλα ποδιών και χεριών, δίνοντας μορφή κεφαλιού στην κορυφή του. Γι΄ αυτή τη δουλειά χρησιμοποεί το παγκομάχαιρο. Άλλοτε πάλι τα άκρα του Σταυρού τα χωρίζει στα δύο και τα καμπυλώνει δεξιά και αριστερά. Οι διακοσμήσεις στον Σταυρό γενικά είναι περίτεχνες και προσεγμένες. Η νοικοκυρά βάζει όλη της την τέχνη και χρησιμοποιεί όλα τα υλικά (σταφίδες, μύγδαλα, καρυδια κ.λπ) σε αφθονία.Τον κόβουν την παραμονή των Χριστουγέννων.
  • (μικρός) σταυρός. Ο σταυροί είναι μικρά ψωμάκια για τα αγόρια του σπιτιού. Τους φκιάνουν χωρίς πολλές διακοσμήσεις και τους ψήνουν σε τηγάνια ή νταβάδες. Έναν τέτοιο σταυρό μικρό κρεμάνε στα εικονίσματα του σπιτιού και μένει εκεί όλο τον χρόνο “για το καλό” και ποτέ δε μουχλιάζει.Τα αγόρια, μικρά παιδιά, παίρνουν το σταυρό τους μόλις βγει από το φούρνο και βγαίνουν στους δρόμους από την παραμονή των Χριστουγέννων και παινεύονται Λέμε ποιοανού ο σταυρός ή η βλάχα (τα κορίτσια) είναι η μεγαλύτερη, με τα περισσότερα στολίδια κ.λπ. Είναι το δικό τους “καλό ψωμάκι”. Σιγά σιγά, αφού τελειώσουν τα παιχνίδια και τα παινέματα το τρώνε κομμάτι κομμάτι. Βγάζουν τις σταφίδες, τα μύγδαλα, τα καρύδια, τα (τυχόν) ζαχαρωτά και ύστερα κομμάτι κομμάτι το ψωμί. Άλλωστε περιμένουν τέτοιες μέρες κι άλλα δώρα τέτοια που θα τους δώσουν την επόμενη ημέρα, ανήμερα τα Χριστουγεννα συγγενείς και κουμπάροι.Τα πιο πολλά τα μαζεύουν τα ορφανά και τα φτωχά παιδιά του χωριού, που τους προσφέρουν όλοι.Τέλος να προσθέσουμε ότι έναν καλό σταυρό δίνουν και στη φουρνάρισσα.
Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη


κουλούρες Μικρά ψωμάκια που τα βάνουν μέσα σε μικρά ταψάκια, νταβάδες ή τηγάνια.
Τις στολίζουν με ανθάκια και τις κεντάνε με γούστο, πλουμίζοντάς τες με μύγδαλα, καρύδια και σταφίδες. Αυτές τις δίνουν σε παιδάκια γειτονόπουλα ή συγγενικά που δεν έχουν χρονιάσει Είναι στρογγυλές, όπως το καρβέλι του νταβά, χωρίς κανένα χαρακτηριστικό σχήμα.
Τις δίνουν στα αγόρια τα Χριστούγεννα και τα κορίτσια την Πρωτοχρονιά.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Η αρνοκουλούρα, για τα ζώα, καθώς η πλειοψηφια των ανθρώπων στα χωριά ήταν κτηνοτρόφοι και τιμούσαν έτσι το βιος τους:

αρνοκουλούρα Ειδικό “Χριστόψωμο” που το έφκιαναν όσοι είχαν πρόβατα και σχημάτιζαν με ζυμάρι στην επιφάνεια του εναν βοσκό με τα πρόβατα του. Το έψηναν σε τηγάνι ή νταβοπούλα και το έστελναν στο μαντρί την ημέρα των Χριστουγέννων, και ήταν πιο μικρό από τα άλλα Χριστόψωμα του σπιτιού.
Έφτιαναν όμως και σεκέτο χωρίς το τσοπάνο και τα πρόβατα, αλλά στολισμένο με συμβολικα σχήματα. Γύρω γύρω έβαναν μια “κουδέλα” (=στεφάνι) αλλά δεν ενώνουν τις άκρες του για να συμβολίζει την “μπούκα” του μαντριού. τα πρόβατα τα συμβόλιζαν με μικρούς  κύκλους που κάνουν στην επιφάνεια του ζυμαριού με ένα “μασούρι” του αργαλειού. Ο τσοπάνος ένα μέρος αυτής της κουλούρας θα την μοιράσει στα ζώα του. Και μάλιστα όποιο αρνί τρέξει πρώτο στην πόρτα του μαντριού να πάρει το μετρικό του, του την χαρίζει το αφεντικό του.

Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

Και τέλος τα Φωτόψωμα, το καλό ψωμί για το γιορτινό τραπέζι των Φώτων:

Φωτόψωμα Τα ψωμιά που έκοβαν στο γιορτινό τραπέζι την ημέρα των Φώτων. Το ετοίμαζαν την παραμονή της γιορτής των Φώτων.
Στα χωριά που φτιάνουν Χριστόψωμο για το ζευγολάτη, φτιάνουν κι ένα αντίστοιχο Φωτόψωμο. Κι επειδή είναι αφιέρωμα στο ζευγάρι και στην ευφορία των καρπών, για τούτο το κόψιμο τους γίνεται τελετουργικά ως εξης: παίρνουν τα Φωτόψωμο με πανηγυρική συνοδεία, μπροστά ο νοικοκύρης, μετά η νοικοκυρά με τ΄ αρσενικά παιδιά κι έπειτα τελευταίες οι κοπέλες και πηγαίνουν εκεί που έχουν τα βόδια, στο κατὠγι ή στο αχούρι. Εκεί ο οικοδεσπότης, αφού το κόψει σταυρωτά, το βάζει πάνω στα κέρατα του βοδιού. Σταυροκοπιούνται όλοι, όρθιοι και πιάνουν με το δεξί τους χέρι το Φωτόψωμο λέγοντας: “και του χρόνου, να ΄μαστε καλά” κ.λπ. Έπειτα κόβει ο νοικοκύρης ένα κομμάτι και το δίνει να το φάνε τα βόδια, εκεί μπροστά σε όλους.

Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

Άλλα εδέσματα των γιορτών (αν μπορούν να χαρακτηριστούν τα Χριστόψωμα που περιγράψαμε ως εδέσματα φυσικά) είναι:

φκιάχνονταν με πεκιμέζι κι αλεύρι.
Δουλεύουν καλά το μείγμα κι ύστερα το κόβουν σε μικρά κομμάτια σε μέγεθος μικρού αυγού. Τα κομμάτια αυτά τα πιέζουν ένα ένα πάνω στη συράτινη επιφάνεια ενός κόσκινου, για να διακοσμηθούν έτσι από τις ραβδώσεις των συρμάτων του. Όταν βγάλουν έτσι τις κουρμάδες από το φούρνο, τις ποτίζουν με πεκιμέζι. Όσοι έχουν, τις περιχύνουν με μέλι. Από πάνω πασπαλίζουν με τριμμένα καρύδια, μύγδαλα και σουσάμι.
Τις ζύμωναν τις γιορτές του δωδεκαημέρου για το καλό.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

μικρά κυλινδρικά πρωτοχρονιάτικα γλυκίσματα, καμωμένα από την ίδια, αλλά πιο συμπαγή, ζύμη της χουσμερής, ψημένα στο φούρνο, βουτηγμένα σε μέλι και σουσάμι.
Αλλού τα λένε φοινίκια (παραλλαγή των μελομακάρονων)
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

φ(ι)νίκι (το)
Φ(ι)νίκ(ι) /τὸ/ (Ἰ. finire;)  μελομακάρουνο τῶν Χριστουγέννων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Φυσικά η γνωστή μας λαδόπιτα ή χουσμέρη 


λαδόπιτα ή βασιλόπιτα ή χουσμερή. Δεν είναι ένα απλό γλύκισμα. Πρόκειται για ένα παρασκεύασμα εθιμικό, εορταστικό, που ικανοποιεί ανάγκες θρησκευτικές, μεταφυσικές, πνευματικές, αφού γίνεται με τρόπο τελετουργικό.
Την έφτιαχναν:

  • την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και τότε την έλεγαν Αϊβασιλόπιτα
  • σε γάμους και βαφτίσια και την έλεγαν απλά πίτα ή λαδόπιτα
  • σε κηδείες, που την αποκαλούσαν σχώριο.
Ανάλογα με το γλυκαντικό υλικό που έβαζαν μέσα, λέγονταν μελόπιτα (μέλι), ζαχαρόπιτα (ζάχαρη), πεκιμεζόπιτα (πεκιμέζι)
Πώς τη φκιάνουν: Πρώτα βράζουν το πεκιμέζι, το μέλι ή τη ζάχαρη με νερό, μια ώρα περίπου, για να γίνει σιρόπι. Ύστερα κατεβάζουν το γλυκό μείγμα και βάζουν στη φωτιά μια τσέντζερη με λάδι να βράσει. Μόλις αρχίζεει να τσιτσυρίζει, ρίχνουν λίγο – λίγο αλεύρι καθάριο, ανακατώνοντας το καλά με ξύλινη κουτάλα για να μη κάνει το αλεύρι κουλουμπάρια. Μόλις ψηθεί το αλεύρι, αρχίζουν να ρίχνουν μέσα, λίγο, λίγο αό το σιρόπι, που το λένε γλυκό, μέχρι να σωθεί. Κι αν ο χυλός δεν κολλάει στην κουτάλα, συμπεραίνουν πως είναι πια έτοιμος χαλβάς. Ύστερα κοσκινίζουν τα τεψιά με σουσάμι και ρίχνουν τον χαλβά μέσα με ένα κουτάλι μέχρι να γεμίσουν. Το μείγμα το ισιάζουν μ΄ ένα λαδόχαρτο που το στρώνουν με την παλάμη τους. Το κοσκινίζουν ύστερα κι από πάνω με σουσάμι και το κόβουν σε ρομβοειδή φελιά. Σε κάθε φελί βάνουν από μια σφήνα ξεφλουδισμένο μύγδαλο, και το πάνε στο φούρνο.
Η αναλογία κατασκευής:
  • για τη μελόπιτα: 3 ποτήρια μέλι, 3 νερό, 9 λάδι και 1 ζάχαρη, και το ανάλογο αλεύρι με υπολογισμό
  • για τη ζαχαρόπιτα: 4 ποτήρια ζάχαρη, 7 νερό και 6 λάδι και αλεύρι ανάλογο με το υπόλοιπο για να δέσει
  • για την πεκιμεζόπιτα: 8 ποτήρια πεκιμέζι, 5 νερό, 8 λάδι 1 ζάχαρη και το ανάλογο αλεύρι
Ιδιάιτερη αγάπη έδειχνα μικροί και μεγάλοι και στον χαλβά, το άψητο δηλ.  μείγμα.
Βασιλόπιτα φκιάνουν και στους γάμους, και κατά προτίμηση μελόπιτα. Τη φκιάνουν τη Δευτέρα το πρωί. Τότε οι συμπέθεροι από τη μεριά της νύφης και του γαμπρού ανταλλάζουν μεταξύ τους πίτες.
Το ίδιο και στα βαφτίσια, η πίτα ήταν το απαραίτητο και μοναδικό κέρασμα και γλύκισμα.
Μα και στη λύπη, μετά τη νεκρώσιμη ακουλουθία στην εκκλησιά, στέκοταν στην πόρτα κάποιος συγγενής με μια κοφοπούλα με την πίτα, που για την περίσταση την έλεγαν σχώριο. Με το σχώριο πρόσφεραν και ρακί, μέσα σε μια τσίτα κι αργότερα μέντα ή κάτι ανάλογο. Μάλιστα καμιά φορά αστιεύονταν με το μακάβριο θέμα κι έλεγαν “που θα μου πας; θα σου φάω την πίτα”.
Τις ημέρες του Δωδεκαημέρου οι νοικοκυρές βάνουν βασιλόπιτα ή μουστόπιτα, πάνω στα κεραμίδια για να τις τρώνε οι καλικάντζαροι και να μην μπαίνουν στα σπίτια να τα κάνουν άνω κάτω.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

χουσμερή
τοπικό γλύκισμα φούρνου
πίττα από αλεύρι, λάδι και ζάχαρη
Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

Ενώ για το γιορτινό φαγητό έτρεφαν όλο το χρόνο ένα καπώ/όνι:


καπόνι (το) και καπώνι κόκορας ευνουχισμένος.
Πολλοί ευνούχιζαν 2-3 κοκόρους, που τους πάχαιναν και τους μαγείρευαν τα Χριστούγεννα ή σε πανηγύρια.
μτφ. : “Σε θρέφω σαν καπόνι” για τους καλοθρεμμένους και τεμπέληδες.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Καπόνι /τὸ/ (Ἰ. cappone, Ἀλ. καπόν-ι, Σ. καποὺν) = εὐνουχισμένος πετεινός, κάπων, καπόνι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Καπώνι = εὐνουχισμένος κόκορας (ὁ φαλακρός).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Φυσικά γιορτές Δωδεκαημέρου χωρίς κάλαντα δεν υπάρχουν. Παραμονές των τριὠν μεγάλων γιορτών ξεχύνονταν (και συνεχίζουν, όσα έχουν απομείνει φυσικά στα χωριά) τα μικροπαίδια στα σοκάκια των χωριών και της πόλης (στην πόλη έχουν την τιμητική τους και τα κάλαντα της Φιλαρμονικής και άλλων συλλόγων) και λένε το "Καλήν εσπέραν", το "Αρχιμηνιά", το "Σήμερα τα Φώτα" και γεμίζει παιδικές φωνές η ατμόσφαιρα. 

Δημοτικά ευχητικά και εγωμιαστικά τραγούδια που έψελναν συνήθως παιδιά τις παραμονές μεγάλων θρησκευτικών εορτών όπως Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, του Λαζάρου κ.λπ.
Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στα χωριά της Λευκάδας τα έψαλαν τα παιδιά το πρωί της Πρωτοχρονιάς και οι νοικοκυρές τους έδιναν για το καλό χρήματα, πίτα κ.ά. φιλέματα.
Στην χώρα έβγαιναν την παραμονή και όχι μόνο παιδιά, αλλά και μεγάλοι. Έτσι οι ψαράδες των παραλιακών συνοικιών έφκιαναν μια μικρή βάρκα, τη φώτιζαν, τη στόλιζαν όμορφα και κρατώντας την στα χέρια έψαλναν τα κάλαντα. Μπροστά πήγαινε ο αρχηγός των καλαντάρηδων μ΄ ένα πορτοκάλι στα χέρια, που συνήθως το τοποθετούσαν μέσα σε πιατέλο στρωμένο με κεντητό πετσετάκι. Μαζί τους είχαν κι έναν φωνόγραφο “για να τα λέει μελωδικά”. Χτυπούσαν τις πόρτες κι έλεγαν: “Να τα πούμε;” – “Πέστε τα, ψχούλα μ'” ακουόταν από μέσα.
Όταν στο δρόμο μια παρέα παιδιών διασταυρωνόταν με άλλη, έκαναν “λἰγκρι“, δηλ. παινόνταν πως μάζεψαν περισσότερα. Πολλές φορές κατέληγαν σε πετροπόλεμο σε μέρα που όριζαν γιατί δεν πειτρεπόταν αυτή την άγια μέρα.
Σε μερικά χωριά έλεγαν και παινέματα για τον αφέντη και την κυρά του σπιτιού, για το μοναχογιό, για τον παπά κ.λπ. Τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει να ψάλλουν τα πανελλήνια κάλαντα.
Εδώ παρουσιάζουμε παραδοσιακά Λευκαδίτικα κάλαντα από την Κρυσταλία Γράψα, έτος γεννήσεως 1929, Εξάνθεια Λευκάδας, σε καταγραφή της κας Ελένης Γράψα
Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει
Βασίλη μ΄ πούθεν  έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις
Από το σπίτι μ΄ έρχομαι και στο σκολειό παγαίνω
Βασίλη μ΄  ξέρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα
Και στο ραβδί του ακούμπησε να πει την αλφαβήτα
Και το ραβδί  τ΄  ήταν χλωρό, χλωρούς βλαστούς πετάει
Και πάνω στους  χλωρούς βλαστούς περδίκια κελαηδούσαν
Όχι περδίκια μοναχά αλλά και περιστέρια
Στον πάτο στη ριζούλα του κρύα βρυσούλα τρέχει
Και  παν΄ οι πέρδικες να πιούν και λούζουν τα φτερά τους
Και λούζουν τον αφέντη τους και λούζουν την κυρά τους
Κυρά χρυσή, κυρά αργυρή, κυρά μαλαματένια
Κυρά μου  τα παιδάκια σου τα μοσχαναθρεμένα
Λούζου τα και χτενίζου τα και στο σχολειό τα στέλνεις
Για να τα δέρνει ο δάσκαλος με μια χρυσή βεργούλα
Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους τους στα παιγνίδια.
Κι από χρόνους και πολλούς και κατσίκια και λαγούς.
Από τη σειρά βιβλίων “Λαογραφικά της Λευκάδας” του Πανταζή Κοντομίχη
Τα κάλαντα είναι ευγενική προσθήκη στο λεξικό από την κα Ελένη Γράψα
Και φυσικά τα κάλαντα στην πόλη κυρίως έφερναν στα παιδιά μια αναστάτωση οπως το λίγκρι (δες παραπάνω στα "κάλαντα") και τα φουρκίσματα:


φουρκίσματα Σχετικά ανώδυνα αλληλοπειράγματα των παιδιών τις παραμονές τα Χριστούγεννα και της Πρωτοχρονιάς, μετά τα κάλαντα στην πόλη της Λευκάδας.
Όποιος ήθελε να πειράξει ή καλύτερα να “φουρκίσει” τον άλλον, του έλεγε δηκτικά και με πείσμα: “Φούρκααααα, φούρκαααα, εμάσαμε περ΄σσότερα, φούρκαααα, φούρκαααα….”, συνοδεύοντας το φούρκισμά του με ανάλογες χειρονομίες.
Πολλές φορές βέβαια τα φουρκίσματα, όπως και το “λίγκρι“, κατέληγαν κι αυτά σε ξυλοφόρτωμα ανάμεσα στις παρέες και στην ερώτηση: “Γιατί τον έδειρες;” η απάντηση ήταν: “Αφού με φούρκισε ως το λαιμό, τι να ΄καμα;’
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Τα Χριστούγεννα είχαν και το λουλούδι τους. Το λέγανε Χριστίνα:

Χριστίνα (η)
το βολβοειδές φυτό υάκινθος, κοινώς ζουμπούλι.

Λέγεται Χριστίνα γιατί ανθίζει τα Χριστούγεννα. Τα άνθη της είναι ποκιλόχρωμα και έχουν μορφή τσαμπιού.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Χριστίνα = ζουμπούλι, ὀνομάζεται ἔτσι γιατί ἀνθίζει τά Χριστούγεννα (ὑάκινθος).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής


Σε σχέση με την Πρωτοχρονιά κυρίως, σχετίζονται ορισμένα έθιμα (συνήθειες γενικότερα) όπως για παράδειγμα η Διάνα, που πλέον δεν υφίσταται, αλλά προκάλούσε τον πανικό της τα παλιότερα χρόνια:


διάνα (η) εθιμική εκδήλωση στη Χώρα για την υποδοχή του νέου χρόνου.
Ξημερώματα. Ηγείται η Φιλαρμονική και ακολουθούν ατακτούντες και φωνάζοντες πολλοί άνδρες, γυναίκες, παιδιά “εν χορδαίς και οργάνοις”.
Διάνα θα πει “εωθινός, εωθινός ύμνος, τραγούδι, προσευχή κ.λπ”.
“Στη Λευκάδα (πόλη)”, σημειώνει ο Αντώνης Φίλιππας (Ιστορία της Φιλαρμονικής Λευκάδας) “την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, μόλις νυχτώσει, κι ανήμερα την Πρωτοχρονιά, πολύ πριν ξημερώσει (από τον όρθρο) η Φιλαρμονική τριγυρίζει στην πόλη παίζοντας χαρμόσυνα κομμάτια και τον “Εωθινό”, σταματώντας έξω από τα σπίτια, για το καλό του χρόνου. Δεν έπαιζε μόνο σε εκείνα τα σπίτια που πενθούσαν“
Οι μουσικοί της μπάντας συγκροτημένοι σε σώμα με επικεφαλής τον αρχιμουσικό της και με τη συνοδεία μελών του Δ.Σ. γυρίζουν στους πιο κεντρικούς δρόμους της πόλης ψάλλοντας με πολύ ενθουσιασμό και ζωηρό τόνο τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Είναι οι Εωθινές ευχές που συνήθιζε να δίνει μ΄ αυτόν τον τρόπο στους Λευκαδίτες από την εποχή που ιδρύθηκε.
Η διάνα είναι πιθανότατα κατάλοιπο από την εποχή της Βενετοκρατίας και Αγγλοκρατίας. Η μουσική έξοδος γινόταν παλαιότερα στις 5 το πρωί.
Σήμερα (την εποχή του Κοντομίχη) συντελείται λίγο αργότερα, στις 6-7 το πρωί. Την μπάντα ακολουθούν πολλοί από τους κατοίκους της πόεως, μικροί και μεγάλοθ, άνδρες και γυναίκες, κυρίως όμως νέοι. Και την ακολουθούν “αλαλάζοντας και θορυβούντες ατάκτως και εν πλήρει ελευθερία” – Φωνές, τραγούδια, σφυρίχτες, καραμούζες κά παρόμοια. Γίνεται πανδαιμόνιο. Σωστο όργιο μπορεί κανείς να πει, που, μάλιστα, δεν περιορίζεται πάντα σε αβλαβείς εκδηλώσεις. Στο διάβα τους κάνουν τα πιο απίθανα χοντροαστεία: Παιρνουν π.χ. βάρκες και μικρά πλεούμενα από την παραλία και τα μεταφέρουν στην πλατεία. Αναποδογυρίζουν βαρέλια με ασβέστη και τα κυλάνε στους δρόμους. Τσακίζουν τις στάμνες των κοριτσιών, αν τύχει και βρεθούν στο πέρασμα τους, να πάρουν το “αμίλητο νερό”, κλωτσάνε τενεκέδες, σπάζουν δοχεία, ράζουν δρομους με δικάρια κ.λπ. Πολλοί θεωρούν το έθιμο βάρβαρο.
Στις μέρες μας έχει σταματήσει και η Φιλαρμονική απλά παιανίζει τα κάλαντα.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Αλλά και το αμίλητο νερό:

αμίλητο νερό (το)

γνωστή στο πανελλήνιο μαγγανευτική συνήθεια.
Σημειώνουμε τις ιδιαιτερότητες του εθίμου στη Λευκάδα:
Πρωτοχρονιάτικο έθιμο στην πόλη, στα χωριά πολύ σπάνια. Το νερό το παίρνουν από τη βρύση τη στιγμή που η Φιλαρμονική βγαίνει χαράματα και παίζει τη “Διάνα” (εωθινόν εμβατήριο). Από το νερό αυτό οι νοικοκυρές έβαναν στο καντήλι τους, ράντιζαν το σπίτι, λέγοντας ξόρκια, στις τέσσερις γωνίες του και σ΄ όλο το νοικοκυριό τους. Το νερό μεταφέρεται αμίλητα, αλλιώς δεν πιάνει.

Το αμίλητο νερό το χρησιμοποιούν και για τον κλήδονα.
Άγγ. Σικελ. 845: “Κι απ΄ τα θάμνα, / μεγαλομάτα, για το αμίλητο νερό, / και η στάμνα πλατιά, αλαφρή, κοιλάτη, εσειόντανε.”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Πολύ σημαντικό για την πορεία της νέας χρονιάς ήταν το ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι. Ποιος θα μπει πρώτος με τη νέα χρονιά, ποιος θα πατήσει με το δεξί το κατώφλι του σπιτιού. Κι αλίμονο αν η χρονιά δεν πήγαινε καλά! Έφταιγε αυτός ο κακορίζικος που έκανε ποδαρικό. Το ποδαρικό το συναντάμε και σαν μποδιακό. Γενικά έδιναν μεγάη σημασία στο γούρι.


ποδαρ(ι)κὸ Μερικοί άνθρωποι όταν μπαίνουν στο σπίτι μας πρωτοχρονιά ή πρωτομηνιά κουβαλάνε μαζί τους την καλή ή την κακή τύχη που τους ακολουθάει. Όταν πάει καλά το σπίτι λέμε “αυτός έχει καλό ποδαρικό” και το αντίθετο.
Μάλιστα υπάρχει πρόληψη για τις γυναίκες, ότι δεν πρέπει να κάνουν αυτές ποδαρικό γιατί παθαίνουνε τα ξένα σπίτια ζημιές και αρρώστιες.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

Ποδαρικὸ /τὸ/ (ποῦς) = ὑποστήριγμα (πόδι) ἐπίπλου, ἡ τύχη ἥτις συνακολουθεῖ τὴν ἄφιξιν προσώπου διὰ τοὺς δεχομένους κατὰ τὴν σχετικὴν λαϊκὴν πρόληψιν.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


μποδιακό (το) το ποδαρικό. Σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, μερικοί άνθρωποι που μπαίνουν στα σπίτια μας κάθε πρώτη του μήνα ή την Πρωτοχρονιά, έχουν καλό ποδαρικό και πάμε καλά. Αντίθετα με άλλους που είναι ανάποδοι και γρουσούζηδες και που αποφεύγουμε να τους δεχόμαστε πρωτομηνιά, γιατί κακοπαθαίνουμε. Μερικοί περισσότερο προληπτικοί προσέχουν ακόμα και ποιος θα μπει σπίτι τους πρωί πρωί.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Μποδιακὸ /τὸ/ (ἐν-ποῦς, ἐμποδικὸν) = ἡ τύχη τὴν ὁποίαν φέρει τὸ πρῶτον ἄτομον ποὺ εἰσέρχεται εἰς ξένην οἰκίαν τὸ πρωῒ καὶ ἰδίᾳ τὴν πρώτην τοῦ μηνός, τὸ ποδαρικό.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


αγούρι ή γούρι (το) το ποδαρικό, η τύχη, καλοσημαδιά. “στο φυλάω για γούρι”,  “μου φέρνει γούρι”, “έχει καλό γούρι”. Το προσέχουν σε κάθε περίσταση, ιδίως κάθε πρώτη του μήνα και πρωτοχρονιά.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
 Ενώ μια απο τις ευχές που έλεγε η νοικοκυρά το πρωινό της Πρωτοχρονιάς ήταν τη εξής:

“Καλημέρα σας, βουνά, και καλή Πρωτοχρονιά. Σίδερο το κεφάλι μου και κλούβιο το δικό σας”.

Το πάντρεμα της φωτιάς επίσης συνηθίζοταν στα χωριά κυρίως:


πάντρεμα (της φωτιάς) παντρεύομε τη φωτιά = βάνομε στη φωτιά ποικιλία ξύλων, κατ΄ επιλογήν, σύμφωνα με τα έθιμα. Αυτό γίνεται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ή των Χριστουγέννων, το βράδυ και τελείται επίσημα και τελετουργικά. Ποστιάζουν στη γωνιά ξύλα διαφόρων δέντρων, φυτών, θάμνων, όπως της ελιάς, της συκιάς, του πουρναριού, του σκοίνου, αμπελόβεργες κ.ά. Ύστερα τα ραντίζουν με κρασί, λάδι και ξίδι και τους βάνουν φωτιά, κάνοντας το σταυρό τους όλοι ευχόμενοι “και του χρόνου”.
Γινόταν και με άλλο τρόπο:Ο νοικοκύρης έπαιρνε ένα ίσιο και χοντρό ξύλο – αρσενικό αυτό – και ένα άλλο με παρακλάδια κοντόχοντρο -θηλυκό – κι αφού τα πόστιαζε στη γωνιά ζευγαρωμένα, το ΄να δίπλα στ΄ άλλο δηλαδή, τα ράντιζε με λάδι και κραί, για να φύγουν τα παγανά.
Σε μερικά χωριά, όπως το Μανάσι, το πάντρεμα της φωτιάς γινόταν την παραμονή των Φώτων. Στα άλλα και στην πόλη συνήθως την παρααμονή των Χριστουγέννων. Σ΄ αυτή την περίπτωση ράντιζαν τα ξύλα στην όποιοα μορφή τους με κρασί και πάνω του έκοβαν τον Σταυρό.
Το έθιμο μας το παρουσάζει και ποιητικά ο Αρ. Βαλαωρίτης, στο “Φωτεινό” (Άσμα Β΄,  στ. 180-182)
…Βλέπεις φωτιά πατέρα;
ούτε Χριστουγεννιάτικη! Την πάντρεψες ο ίδιος
το βράδυ την παραμονή, την πότισες με λάδι,
τη ράντισες κρασί παλιό
Και σε σχετική σημείωση του ο ποιητής εξηγώντας τούτο το έθιμο αναφέρει: “Έθιμον τελούμενον κατά την Παραμονήν των Χριστουγέννων, εκ των πολλών λειψανων της αρχαίας θρησκείας και εκ των παρά αρχαίοις σπονδών” (Βίο και Έργα Γ΄ σελ. 409)
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Και φυσικά το καλύτερο, που περίμεναν με μεγάλη αγωνία οι μικροί κυρίως, (εγώ να πω την αλήθεια στις παλιες καλές εποχές, το περίμενα και λιγο πιο μεγάλη .... ) είναι η στρούνα  ή ο σερδενές. (Ωραίες εποχές!!!)

στρούνα (η) 
** Πατήστε το σύνδεσμο για να ακούσετε και το ηχητικό

παλιό έθιμο της Πρωτοχρονιάς, σύμφωνα με το οποίο δίνουν χρήματα και δώρα στα παιδιά.

στρούνα=μπουναμάς
Στρούνα, εκτός από τους γονείς, έκανε κι ο νουνός και ο κουμπάρος που στεφάνωσε τους γονείς και άλλα συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα. Η στρούνα θεωρείται κατά τα έθιμα ανταποδοτική πράξη.
Η λέξη είναι από το λατινικό strena = δώρον, του νέου έτους ή επ΄ ευκαιρία άλλης γιορτής. Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση τα δώρα αυτά δεν ήταν αρχικά παρά τρυφεροί βλαστοί από το άλσος της θεάς Stenia, συχνά αλειμμένοι με μέλι (Αθηναίος: “Την υπό των Ρωμαίων καλουμένην στρήναν”).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Στροῦνα /ἡ/ (Ἰ. strena) = ἐθιμοτυπικὸν φιλοδώρημα τῆς πρωτοχρονιᾶς, μπουναμᾶς.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Στρούνα καί στούρνα = ὑποχρεωτικό φιλοδώρημα τήν ἡμέρα τῆς πρωτοχρονιᾶς στά παιδιά· ἀπ᾿ τούς συγγενεῖς καί φίλους, πού πρέπει νά περάσουν ἀπ᾿ ὅλα τά σπίτια γιά νά ποῦν χρόνια πολλά.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Έθιμο της Πρωτοχρονιάς. Στρούνα ή μπο(υ)ναμάς.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, μετά το φαγητό, συνήθως έρχονταν στο σπίτι συγγενείς για τα “χρόνια πολλά” και τη στρούνα στα παιδιά. Πρόκειται για νόμισμα – σπάνια χαρτονόμισμα – που έδιναν οι συγγενείς στα παιδιά. Το συνηθέστερο ήταν ο “Ποσειδώνας” (εικοσάρικο), που λέγοταν έτσι γιατί στη μία από τις δυο όψεις του, είχε χαραγμένη τη μορφή του Ποσειδώνα. Αν τα παιδιά ήταν περισσότερα από ένα, κι αν ο συγγενής δεν διέθετε για όλα στρούνα, τότε τα μοιραζίτανε. Η μέρα της στρούνας ήταν η πιο χαρούμενη για τα παιδιά της τότε εποχής.
Ως προς την προέλευση του εθίμου, στον β΄τόμο του έργου “Βυζαντινών βίος” του Φ Κουκουλέ, λέγει χαρακτηριστικά ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ότι οι Βυζαντινοί “και πόρους επιτήδευον”, δηλ. φρόντιζανε και για την εξεύρεση χρηματικού ποσού, για την αγορά δώρων και χαρτζιλίκι στα παιδιά. Αυτό ήταν συνηθέστατο στους Ρωμαίους.
Με ιδιαίτερη αγωνία, περιμένανε αυτή τη μέρα τα παιδιά, τα οποία, αφού έκαναν τις κατάλληλες ευχές και φιλούσαν γονείς και συγγενείς, πέρνανε από αυτούς ως αμοιβή ένα νόμισμα. Ακόμα τα παιδιά περνούσαν από σπίτι σε σπίτι και αφού προσφέρανε φρούτα με ένα νόμισμα μπηγμένο μέσα, πέρνανε ως αντίδωρο διπλάσιο ποσό. Αυτό ήταν ρωμαϊκή συνήθεια που στη συνέχεια πέρασε στον Πόντο. Εκεί κατά τα κάλαντα, οι νεώτεροι φιλούσαν το χέρι των μεγαλύτερων συγγενών, και αφού τελείωνε η λειτουργία έτρεχαν στα σπίτια των ευπορότερων κατοίκων. Εκεί τους πρότειναν μήλο ή πορτοκάλι λέγοντας “θείο κάλαντα” Και η αμοιβή ήταν ένα νόμισμα μπιγμένο μέσα σε ένα οπωρικό.
Οι βυζαντινοί το κατά τις Καλένδες, τα κάλαντα, διδόμενο νόμισμα, τα λέγανε ευαρχισμό ή στρήνα (strena). Η πρώτη, αρχαιοελληνική, ευαρχισμός, σημαίνει αίσιος οιωνός. Από το strena, ai λατινικό, εξελληνισμένα, στρήνα, βγαίνει το στρούνα (παρ΄ημίν) κατά τους φωνητικούς νόμους.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Στρούνα, η: ο πρωτοχρονιάτικος μποναμάς των παιδιών. Στρούμπα-ος ελέγετο η σβούρα, το πλέον σύνηθες άλλοτε πρωτοχρονιάτικο παιγνίδι, (αρχ. στρόμβος)
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

σερδενές (ο)

  1. ο μπουναμάς, το μικρό φιλοδώρημα.
    “Έπιασα από σαρδενέδες την πρωτοχρονιά 500 δρχ.” – “Έδωσες σερδενέ του παιδιού που σου έφερε το κουστούμι στο σπίτι;”
  2. ξυλοδαρμός.
    φράση: “Έφαγες κι εσύ το σερδενέ σου από το δάσκαλο;”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
 Την Πρωτοχρονιά συνηθίζονται και τα παιχνίδια της τύχης και ένα λευκαδίτικο ήταν και το ...κόσκινο.

κόσκινο
Παιχνίδι που συνήθιζαν στην πόλη προπολεμικά, την ημέρα των Χριστουγέννων. Είχαν ένα ειδικό κόσκινο, μεγαλύτερο από τα συνηθισμένα. Ο πυθμένας του ήταν χωρισμένος σε πυραμοειδή φελιά διαφόρων χρωματισμών και πάνω σε αυτά και ενώ το κόσκινο έμενε ακίνητο, κινούταν μια μπίλια, σα μικρή μπάλα μπιλιάρδου, που περιστρεφόταν γύρω σ΄ ένα περιφερειακό αυλάκι του κόσκινου.
Όποιος ήθελε να παίξει έβαζε χρήματα στο φελί στο χρώμα της αρεσκείας του. Κι αν η μπίλια σταματούσε εκεί, κέρδιζε. Αφεντικό του παιχνιδιού ήταν ο ιδιοκτήτης του κόσκινου και έπαιζαν ένας δύο, το πολύ. Το κόσκινο στηνόταν ένα σημείο της αγοράς. Και γύρω γύρω έστεκαν αρκετοί περίεργοι και όσοι ήθελαν να παίξουν. Ο κάτοχος του κόσκινου λεγόταν κοσκινατζής.
Καποτε έτυχε να ονομάζεται Κουγιωγιού, και ήταν γυναίκα και γι΄ αυτό το κόσκινο το αφέντευε κάποιος πληρεξούσιος ή συνέταιρος της. Κι έλεγαν εν χορώ, ή κατά μονας, μικροί και μεγάλοι συμπαίκτες διακεδάζοντας, αλλά και διαλαλώντας για το κόσκινο:
“Άσπρο, μαύρο, κόκκινο
τσ΄ Κουγιωγιούς το κόσκινο
Τούρλουλας … δαιμόνιο”


Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

 Η ημέρα των Φώτων, που δηλώνει και το τέλος των γιορτών, είναι επίσης ιδιάιτερη ημέρα για τους Λευκαδίτες.

Η ημέρα αυτή έχει το δικό της "καλό ψωμι", το Φωτόψωμο:


Φωτόψωμα Τα ψωμιά που έκοβαν στο γιορτινό τραπέζι την ημέρα των Φώτων. Το ετοίμαζαν την παραμονή της γιορτής των Φώτων.
Στα χωριά που φτιάνουν Χριστόψωμο για το ζευγολάτη, φτιάνουν κι ένα αντίστοιχο Φωτόψωμο. Κι επειδή είναι αφιέρωμα στο ζευγάρι και στην ευφορία των καρπών, για τούτο το κόψιμο τους γίνεται τελετουργικά ως εξης: παίρνουν τα Φωτόψωμο με πανηγυρική συνοδεία, μπροστά ο νοικοκύρης, μετά η νοικοκυρά με τ΄ αρσενικά παιδιά κι έπειτα τελευταίες οι κοπέλες και πηγαίνουν εκεί που έχουν τα βόδια, στο κατὠγι ή στο αχούρι. Εκεί ο οικοδεσπότης, αφού το κόψει σταυρωτά, το βάζει πάνω στα κέρατα του βοδιού. Σταυροκοπιούνται όλοι, όρθιοι και πιάνουν με το δεξί τους χέρι το Φωτόψωμο λέγοντας: “και του χρόνου, να ΄μαστε καλά” κ.λπ. Έπειτα κόβει ο νοικοκύρης ένα κομμάτι και το δίνει να το φάνε τα βόδια, εκεί μπροστά σε όλους.

Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

Ενώ ένα μοναδικό στην Ελλάδα έθιμο έχει την τιμητική του, το βάπτισμα των πορτοκαλιών, έθιμο από τα χρόνια της Ενετοκρατίας στο νησί και της ευφορίας των περίφημων περιβολιών που έδιναν χρώμα και άρωμα στην πόλη της Λευκάδας.

(βάπτισμα) πορτοκαλιών

Έθιμο των Φώτων.
Αμέσως μετά τον αγιασμό των υδάτων στην προκυμαία της πόλης, οι κάτοικοι που κρατούν, αλά παλαιά, ένα μάτσο πορτοκάλια με το κλαδί του κρεμασμένα σε σχοινάκι. Κι όταν έπεφτε ο σταυρός στη θάλασσα, βουτούν τρεις φορες τα πορτοκάλια στη θάλασσα, ενώ οι σειρήνες των καραβιών σφυρίζουν επίμονα δίνοντας ένα χαρούμενο και πανηγυρικό τόνο. Αυτά τα πορτοκάλια κατόπιν τα τα κρεμούν στο εικόνισμα του σπιτιού τους, πετώντας ταυτόχρονα εκείνα της περσινής χρονιάς, που, ω του θαύματος, διατηρούνται πάντα αναλλοίωτα ολάκερο το χρόνο.
Λένε πως σ΄ αυτό συντελεί και η αρμύρα του θαλασσινού νερού που τα περιέλουσε αγιαστικά. Πολλοί μάλιστα έχουν τη συνήθεια να πετούν στη θάλασσα κατά την ώρα του αγιασμού τα παλιά πορτοκάλια, που όντας ελαφρότερα, επιπλέουν στο νερό, ώσπου να παρασυρθούν απ΄ το “βγάλσιμο” των νερών του λιμανιού.
Το έθιμο αυτό είναι της πόλης της Λευκάδας. Το πότε ακριβώς και το γιατί ξεκίνησε αυτό το έθιμο κανείς δεν το γνωρίζει. Οπωσδήποτε έχει σχέση με την παραγωγή των πορτοκαλιών στην περιοχή της Χώρας. Ο Κοντομάχης εικάζει πώς το έθιμο πρέπει να καθιερώθηκε μετά την κατάληψη του νησιού από τους Ενετούς (1684) και τη δημιουργία στο νησί της τάξης των αρχόντων οιυ είχαν προνομιακά και τα μεγαλύτερα περιβόλια σην περιοχή του κάμπου και κοντά στην πόλη. Αυτοί μάλλον ξεκίνησαν το έθιμο για την ευλογία αλλα και τη ξόδεψη των πορτοκαλιών τους, και μάλιστα απ΄ τα μισά του 18ου αιώνα.
Μια παράδοση τοπική λέει πως κάποτε έπεσε ασθένεια στις πορτοκαλιές και σέπονταν τα προρτοκάλια. Έτσι κάποιος ευσεβής παραγωγός στοχάστηκε να βουτήξει συμβολικά μια τούφα πορτοκάλια στη θάλασσα, κατά την ώρα του αγιασμού των Φώτων. Από τότε επικράτησε το έθιμο. (Τ.Λ.Μ. εφημ. Λευκάς. φ. 230/1984)
Πριν το 1900 -σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες – ο αγιασμός και η ρίψη του Σταυρού στα “ύδατα” τελούνταν στη Μεγάλη Βρύση, λίγο πιο κάτω από το εκκλησάκι της Παναγιάς, πάνω από τις πηγές του Υδραγωγείου. Εκεί υπήρχε μια εξέδρα εν είδει βωμού και μπροστά μια δεξαμενούλα. Μετά την εκφώνηση του Ἑν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριες …. “οι παριστάμενοι βουτούσαν πορτοκάλια στο νερό. Σημειώνουμε πως σ΄ αυτή την περιοχή υπήρχααν και αργότερα τα μεγαλύτερα περιβόλια της Χώρας, στα οποία οι πορτοκαλιές καλλιεργούνταν κατά προτεραιότητα. Πιθανόν λοιπόν οι ευγενείς οικογένειες που έπαιρναν θέση διπλα στον Δεσπότη, να καθιέρωσαν το έθιμο.
Ο αγιασμος γίνοταν στην Μεγάλη Βρύση γιατί τότε δεν υπήρχε διαμορφωμένη παραλία, καθώς η θάλασσα έφτανε μέχρι το σημερινό “Μποσκέτο”.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
Τα παραπάνω πορτοκάλια ωστόσο είχαν μεγάλη δύναμη και συνήθιζαν να τα πετούν στη θάλασσα στις μεγάλες φουρτούνες για να κατακαθήνει η θάλασσα.


κατακαθήνω καταλαγιάζω, κατακάθομαι, ησυχάζω.

Εθιμικό: την ημέρα των Φώτων στην πόλη της Λευκάδας κατέβαιναν οι κάτοικοι στην παραλία και κατά τη διάρκεια του αγιασμού , βουτούν πορτοκάλια στη θάλασσα. Αυτά κατόπιν τα κρεμούν στα κονίσματα ως τον επόμενο αγιασμό. Όταν όμως ξεσπάσουν φουρτούνες ανοιχτά, πετούν απ΄ αυτά τα πορτοκάλια στη θάλασσα για να κατακαθήνουνε (=ηρεμούν) οι φουρτούνες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Και το αφιέρωμά μας φτάνει στο τέλος με τους πρωταγωνιστές των ημερών, τα παγανά, τα κρκαντζέλια, τα πλάσματα του Κάτω κόσμου που τέτοιες μέρες κυκλοφορούν στα μέρη μας και μαγαρίζουν ό,τι βρουν μπροστά τους.

καρκάντζελο – καρκαντζέλια

οι καλικάντζαροι τα παγανά
.
Κατά τη λαϊκή αντίληψη τα παγανά ανεβαίνουν στον επάνω κόσμο τα Χριστούγεννα και φεύγουν με την “Πρωτάγιαση” των Φώτων (Δωδεκαήμερο). (Λαογραφικά Σύμμεικτα Λευκάδας).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Καρκάντζελο /τὸ/ (Σ. καρκαντζίλα) = καλλικάντζαρος, παγανό, φάντασμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


παγανό (το)
τα παγανά είναι πονηρά πνεύματα, που ανεβαίνουν στη γη την ημέρα των Χριστουγέννων και επιστρέφουν την ημέρα των Θεοφανίων, με την πρωτάγιαση, στον κάτω κόσμο, όπου αρχίζουν να πελεκάνε με τσεκούρια τον πελώριο πλατανίσιο κορμό που κρατάει τη γη. Μα όταν φτάσουν στο σημείο να τον κόψουν, να σου και τους δίνεται η άδεια να ανέβουν στον απάνω κόσμο. Όταν θα κατέβουν πάλι, αρχίζουν απ΄ την αρχή το ατελείωτο πελέκημα.
Ειστρέφουν στον κάτω κόσμο την παραμονή των Φώτων, απ΄ τη στιγμή που ξεκινά ο παπάς με την αγιαστούρα στο χέρι ν΄ αγιάσει τα σπίτια
Φεύγετε να φεύγουμε
κι έρχεται ο ζουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του
Είναι κακομούτσουνα και σημαδεμένα και σιχαμερά. Όταν ανεβαίνουν στον Απάνω κόσμο μαγαρίζουν τα αγγειά των σπιτιών, όσα βρίσκουν ξεκούπωτα, μπαίνουν στ αβαγένια, τρυπώνουν στους φούρνους, στις καπνοδόχους, κάθονται πάνω στα κεραμίδια και περιάζουν τους ανθρώπους. Κυκλοφορούν μετά το σούρουπο γιατί την ημέρα φοβούνται.
Τα παγανά είναι ευρύτερα γνωστά ως καλικάντζαροι.
Υπάρχουν μια σειρά προλήψεων σχετικά με τα παγανά:
  • όταν ερθουν τα παγανά οι άνθρωποι δεν τρώνε όσπρια γιατί βγάνουν σπυριά
  • το βράδυ που φεύγουν τα παγανά, οι γυναίκες δεν αφήνουν τα αδράχτια τους αφκέρωτα και τις ρόκες τους αλεκάτιστες γιατί τις παίρνουν τα παγανά
  • κάτω από τις συκιές δεν πρέπει να καθόμαστε, γιατί εκεί μαζεύονται τα παγανά και παθαίνουμε κακό
  • τις ημέρες του δωδεκημέρου, αν οι γυναίκες δεν σταυρώνουν καθημερινά τον αργαλειό τους, μπαίνουν τα παγανά να υφάνουν και μπερδεύουν τις κλωστές.
  • πρέπει να βάνουμε πίσω από την πόρτα του σπιτιού μας λιβάνι και μια σκούπα όρθια για να μη μπαίνουν τα παγανά. Το λιβάνι τα σκιάζει πως έρχεται παπάς και η σκούπα τα σαρώνει. Αλλιώς μαγαρίζουν τ΄ αγγειά, τα βαρέλια, τις καπάσες και ό,τι βρουν.
  • για να φύγουν πιο γρήγορα σκορπίζουν παγανόσταχτη στις αυλές και τις γωνίες των σπιτιών ή καίνε κανένα παλιοπάπουτσο
  • αν χτυπούσε κανείς την πόρτα του σπιτιού βράδυ, έτρεχε η νοικοκυρά κι έβανε στο κατώφλι αναμένα κάρβουνα για να τα δρασκελίσει ο επισκέπτης και να μην τον ακολουθήσουν μέσα στο σπίτι τα παγανά
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης / Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη


Παγανὸ /τὸ/ (Ἰ. pagano) = ἀόρατον πονηρὸν πνεῦμα τῆς ἐποχῆς τῶν Χριστουγέννων, καλλικάντζαρος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Βέβαια με λίγη παγανοστάχτη όλα γιάνουν και τα παγανά φεύγουν για τον κάτω Κόσμο να συνεχίσουν το έργο τους, που τελειωμό δεν έχει ....


παγανοστάχτη η στάχτη που κρατούσαν από την φωτιά των Χριστουγέννων και μαζί με απομεινάρια του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού (ψίχουλα, τσόφλια από μύγδαλα και καρύδια, κόκκαλα κ.λπ, τα πήγαιναν στα πλησιέστερα αμπέλια τους, το απόγευμα των Φώτων και τα σκορπούσαν σταυρωτά, διώχνοντας έτσι τα ζιζάνια.
Καθώς το σκορπίζουν λένε: “Φευγάτε σκαθάρια, γιατί σας κυνηγάει η παγανόσταχτη”.
Κάνουν, όπως λένε, το “σταύρωμα των αμπελιών”
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

 Με αυτό το μικρό αφιέρωμα θα ήθελα να ευχηθώ σε όλους τους Λευκαδίτες, όπου κι αν βρίσκονται στη γη

Χρόνια Πολλά
Καλή χρονιά με υγεία
και επιστροφή στον νησί τους μόνο για το καλό!


Πηγή:
lexikolefkadas.gr

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου