ΤΟ ΒΡΩΜΟΞΥΛΟ ΤΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΤΣΑΧΑΛΟ

 Του Κώστα Χαλικιά

Βρισκόμαστε στο έτος 1956 όπου τότε πήγαινα στην πέμπτη δημοτικού στο συνοικισμό Μούλκι του Αλιάρτου. Πριν μερικούς μήνες είχαμε μετακομίσει από τη Λευκάδα στον Αλίαρτο όπου εκεί εργάζονταν ο πατέρας μου. Το χαρακτηριστικό μου την περίοδο αυτή είναι πως διατηρούσα την Λευκαδίτικη προφορά και τους Λευκαδίτικους ιδιωματισμούς στην ομιλία μου όπου πολλές φορές τα παιδιά του Αλιάρτου γελούσαν με καμιά παράξενη επτανησιακή λέξη που έλεγα όταν παίζαμε. Αυτό που με δυσκόλευε τότε ήταν οι μονάδες βάρους, εμείς στη Λευκάδα χρησιμοποιούσαμε τις λίτρες και τις ουγγιές ενώ στον Αλίαρτο χρησιμοποιούσαν τις Οκάδες και τα δράμια, έτσι μια φορά με έστειλε η μάνα μου να αγοράσω πιπέρι και ο πωλητής του συνεταιρισμού εργαζομένων στον Οργανισμό Κωπαΐδας με ερώτησε πόσο πιπέρι θέλεις και εγώ χωρίς να γνωρίζω αγόρασα 300 δράμια. Η μάνα μου τότε είχε πιπέρι για τρία χρόνια..
 Ένα ηλιόλουστο Κυριακάτικο πρωινό του Νοεμβρίου πήρα το ποδήλατο του πατέρα μου, ένα βαρύ γερμανικό ποδήλατο Μπίσμαρκ και βγήκα βόλτα. Ήδη ο φίλος μου ο Σπύρος που γνώριζε καλά ποδήλατο με είχε βοηθήσει να μάθω και εγώ χωρίς να έχω φάει πολλές τούμπες μέχρι να μάθω. Κοντά στη διασταύρωση της παλιά τότε Εθνικής οδού που ήταν τότε ασφαλτοστρωμένη, και του χωματόδρομου Παλιοπαναγιάς - Μουλκίου συναντήθηκα και με άλλα παιδιά της τάξης μου με τα ποδήλατά τους και πήγαμε βόλτα στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο μέχρι τον Πύργο του Αλιάρτου . Ήμουν εγώ, ο Νίκος ο Παπαϊωάννου, ο Τοσούνης, ο Κώστας ο Οικονόμου ή Αναρχουλής ,ο Νίκας της Νικολούς και ακόμη δύο τρία παιδιά που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Φθάνοντας στον Πύργο θέλαμε να μπούμε σε μια σπηλιά που είναι μέσα στα βράχια του βουνού κάτω από τον Πύργο όπου ένας τσοπάνης έβαζε τα πρόβατά του μέσα, αλλά φοβόμαστε να μπούμε γιατί τη σπηλιά τη φύλαγε ένα τσοπανόσκυλο και μόλις πηγαίναμε κοντά μας γάβγιζε και ερχόταν καταπάνω μας. Το μόνο που κάναμε είναι να φάει ο σκύλος καμιά δεκαριά πέτρες.
 Γυρίζοντας από τη βόλτα μας στον Πύργο βλέπουμε μέσα στα χωράφια σε απόσταση καμιά διακοσαριά μέτρα από την άσφαλτο καμιά δεκαριά κοπέλες, ήταν της τάξης μας, οι δάσκαλοι είχαν βάλει τα κορίτσια να μαζέψουν χόρτα και να τους τα πάνε στα σπίτια τους. Μόλις αντιληφθήκαμε τα κορίτσια στρίβουμε δεξιά σε κάποιο μονοπάτι μέσα στα χωράφια και πηγαίναμε κατευθείαν στα κορίτσια κάνοντας φασαρία και κτυπώντας συνεχόμενα τα κουδούνια των ποδηλάτων μας. Όταν φθάσαμε τα κορίτσια εγώ συνέχιζα να κτυπώ το κουδούνι και έκλεινα το μάτι στα κορίτσια, ο Νίκος φώναξε στα κορίτσια "κορίτσια πάμε για . . . . . ." και κουνούσε τη δεξιά παλάμη του δεξιά - αριστερά με το μεσαίο δάκτυλο του λυγισμένο προς τα μέσα, ο Τοσούνης είπε κάποιο αισχρόλογο τελικά όλοι είπαμε κάτι στα κορίτσια που έχουν σχέση με κάποια σεξουαλική επιθυμία. Αφού ακούσαμε το σχετικό βρίσιμο από τα κορίτσια γυρίσαμε στο χωριό, ήδη η ώρα είχε περάσει και πήγαμε σπίτια μας να φάμε την μακαρονάδα μας με τον κοκκινιστό κόκορα, βλέπεις ήταν Κυριακή μεσημέρι.


Την άλλη μέρα το πρωί πήγαμε σχολείο, αφού κάναμε την προσευχή ο Διευθυντής του σχολείου ένας μεσόκοπος Κερκυραίος δάσκαλος μας είπε: Kάθε πρωί που θα έρχεστε σχολείο να φέρνετε από το σπίτι σας από ένα ξύλο για τη σόμπα διότι άρχισαν τα κρύα και θα ξεπαγιάσουμε αυτή τη χρονιά δίχως θέρμανση στην τάξη. Πριν αρχίσουμε να μπαίνουμε στην τάξη βλέπουμε τον Ζερβακάκη να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια της εισόδου και να κρατάει στο χέρι του επτά βέργες που τον είχε βάλει πριν ο δάσκαλος να κόψει από την μουριά που ήταν στον περίβολο του σχολείου. Οι βέργες που κρατούσε δεν ήταν βέργες αλλά παλούκια που βάζουν για να στηρίξουν τις ντοματιές, σωστά παλούκια. Με τον Ζερβακάκη πηγαίναμε στην ίδια τάξη, αυτός ήταν όμως τρία με τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος από εμάς αλλά έμενε στην ίδια τάξη. Πάντοτε καθόταν στο τελευταίο θρανίο διότι στο μάθημα έβγαζε τα παπούτσια του και βρωμάγατε τα πόδια του και εμείς διαμαρτυρόμαστε. Μόλις μπήκαμε στην τάξη μας έρχεται ο δάσκαλος μας, μαζί και μια δασκάλα άλλης τάξης ήταν η Κυρά Τασούλα, και ένας άλλος δάσκαλος που έκανε μάθημα σε απογευματινές τάξεις και δεν θυμάμαι το όνομα του. Ο δικός μας δάσκαλος ονομάζονταν Ηλιόπουλος, ήταν κοντός παχουλός με πεταχτά κωλαράκια κα μεγάλα βυζιά που φούσκωναν το πουκάμισο που φορούσε, ήταν δε ημιφαλακρός και είχε φουσκωμένα μάγουλα. Ο Ηλιόπουλος αμέσως μας βγάζει από τα θρανία μας βάζει μπροστά στον πίνακα δίπλα στην έδρα σε μια σειρά όπως: Νίκος Παπαϊωάννου, Τοσούνης, , Χαλικιάς (εγώ) , Οικονόμου, Νίκας, και τα άλλα δύο παιδιά. Μετά βάζει στη σειρά σε σχήμα κάθετο με εμάς, τα κορίτσια που ήταν στα χωράφια για χόρτα. Τα άτιμα τα θηλυκά την Κυριακή το απόγευμα πήγαν στα σπίτια των δασκάλων και εξιστόρησαν ότι έγινε το πρωί. Πρώτα ρωτάει τι έκανε ο Νίκος, πετάγεται η Καρβουνιάρη και λέει, μας έλεγε αισχρόλογα κύριε, μας έκανε χειρονομίες, μας ζήτησε να κάνουμε άσεμνες πράξεις και ξαφνικά σηκώνει τη φούστα της και δείχνει ένα μαύρο σημάδι και λέει πως έφαγε τσιμπιά από τον Νίκο και μαύρισε το μπούτι της. Μετά ρώτησε μια άλλη κοπέλα που αυτή είπε μόνο, «αλήθεια λέει η Καρβουνιάρη κύριε. Μετά ρωτάει την Καρανάσου μια κοπέλα που έτρεχε πολύ και στις γυμναστικές επιδείξεις είχε πηδήξει απλούν 4,80 μέτρα, αυτή λέει δεν μπορώ να πω τίποτα κύριε. Μετά ρωτάει την Μαρία Μπεργελέ, αυτή ήταν η καλύτερη μαθήτρια της τάξης και ήταν η κόρη του σταθμάρχη του σταθμού των τραίνων στον Αλίαρτο. Η Μαρία λέει, εγώ κύριε δεν είδα ούτε άκουσα τίποτα. Μετά ο δάσκαλος ρώτησε και τις υπόλοιπες κοπέλες. Στο τέλος παίρνει μια βέργα και αρχίζει τον κακομοίρη τον Νίκο στο ξύλο, όλο το κορμί του Νίκου ήταν κατακόκκινο από τις ξυλιές, ο Νίκος έπεσε κάτω κουλουριασμένος και έκλεγε ο δε Ηλιόπουλος έσπασε τρείς βέργες στα πόδια του, την πλάτη του και το κεφάλι του. Ο Νίκος σύρθηκε στο δάπεδο κουλουριασμένος και μπήκε πίσω από την ξυλόσομπα της τάξης. Τα κορίτσια που κάθονταν στα θρανία βλέποντας αυτόν τον βάρβαρο ξυλοδαρμό από τον ψυχοπαθή δάσκαλο άρχισαν να κλαίνε και να σκεπάζουν τα μάτια τους με τα χέρια τους για να μη βλέπουν. Μετά έρχεται η σειρά του Τοσούνη, και αυτός έφαγε πολύ ξύλο, δύο βέργες έσπασαν στα πόδια του και την πλάτη του, όχι όμως τόσο πολύ όσο ο Νίκος. Πιθανόν να γλύτωσε το πάρα πολύ ξύλο διότι είχε πολύ δυνατή φωνή και έκλεγε πολύ δυνατά. Μετά έρχεται η σειρά μου και χωρίς να ρωτήσει τα κορίτσια τι έκανα εγώ άρχισε να με κτυπάει, ξαφνικά σταματάει να με δέρνει και ρωτάει τα κορίτσια τι έκανε αυτός; Τα κορίτσια είπαν πως εγώ κτυπούσα το κουδούνι του ποδηλάτου και τις έκλεινα το μάτι και πως έλεγα κάτι αλλά δεν άκουσαν καθαρά τι έλεγα. Με ρωτάει ο Δάσκαλος γιατί κτυπούσες το κουδούνι του ποδηλάτου? Εγώ απαντάω πως ήταν κάτι άνθρωποι μπροστά στο ποδήλατο για να μην τους κόψω, μετά μου λέει, γιατί έκλεινες το μάτι στα κορίτσια, εγώ απαντάω, κύριε είχε μπει ένα ΤΣΑΧΑΛΟ στο μάτι μου. Μόλις η τάξη άκουσε τη λέξη «τσάχαλο» άρχισε να γελάει πολύ δυνατά. Πρώτη φορά άκουγαν τα παιδιά τη λέξη τσάχαλο που χρησιμοποιούμε εμείς στη Λευκάδα και παραξενεύτηκαν. Εν τω μεταξύ ο Κερκυραίος Διευθυντής του σχολείου έκανε μάθημα στην απέναντι τάξη, ακούγοντας τα κλάματα του Νίκου και του Τοσούνη είχε έλθει και παρακολουθούσε τα γεγονότα όρθιος στη πόρτα της αίθουσας. Μόλις ο Ηλιόπουλος ήταν έτοιμος να ξαναρχίσει να με κτυπάει μπαίνει ο Κερκυραίος στην αίθουσα , πιάνει τον Ηλιόπουλο από τον ώμο του και του λέει σταμάτα τώρα, άστα τα παιδιά θα τα σκοτώσεις. Έτσι σταμάτησαν οι ξυλοδαρμοί. Τα υπόλοιπα παιδιά δεν φάγανε ούτε μία ξυλιά. Ο Ηλιόπουλος αμέσως λέει, βγείτε όλοι έξω έχει διάλειμμα, βγαίνοντας εγώ έξω γυρίζω και με μίσος του φωνάζω δυνατά, «Άντε μωρέ ΚΩΛΟΘΡΟΥΜΠΑ» έτσι έμεινε αυτό σαν παρατσούκλι στον Ηλιόπουλο και όλα τα παιδιά τον αποκαλούσαν έτσι. Αυτή τη λέξη «κωλοθρούμπας» την είχα μάθει στη Λευκάδα όταν κάνανε προξενιό σε μία κοπέλα που είχε έλθει στο σπίτι μας που ήταν στην αγορά και από το παράθυρο μπορούσες να δεις αυτούς που περνούσαν από το δρόμο της αγοράς. Η κοπέλα μόλις είδε τον υποψήφιο γαμπρό που έμοιαζε πολύ με τον δάσκαλο τον Ηλιόπουλο είπε « αυτόν δεν τον θέλω είναι σαν κωλοθρούμπας. Μετά από λίγες μέρες ήμουν σε διάλειμμα στο προαύλιο του σχολείου, έρχεται κοντά μου ο Κερκυραίος Διευθυντής και με ρωτάει, Είσαι από την Λευκάδα Χαλκιά, εγώ δεν του απάντησα, μου λες Χαλκιά γιατί δεν απαντάς, λέγε μου Χαλκιά. Εγώ του λέω δεν είμαι Χαλκιάς, είμαι Χαλικιάς, το όνομα μου έχει και το γιώτα, οι Χαλκιάδες είναι γύφτοι ενώ οι Χαλικιάδες είναι επτανήσιοι. Που το ξέρεις εσύ με ρωτάει και εγώ του απαντάω, μου το είπε η νόνα μου η μάνα του πατέρα μου.

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου