Ο Διαμάντης

Του Hλία Τσάκαλου.




Είναι  πολλοί  που μου ζητούν να τους διηγηθώ  την ιστορία με τον Διαμάντη. Εγώ βέβαια τους παραπέμπω στην διήγηση του  Πανάγου . Όμως η επιμονή ορισμένων  με ανάγκασε  να ξαναδιαβάσω την διήγηση του Πανάγου και να δω πως αυτοί που μου το ζήτησαν  είχαν  απόλυτο δίκιο . Ο Πανάγος  δεν μπόρεσε  από καθαρά αντικειμενικούς λόγους  να αποδώσει  τον πραγματικό χαρακτήρα του Διαμάντη ,τον τρόπο  που σκέπτονταν  και αντιδρούσε  και  γενικά το βαθύτερο νόημα  του περιστατικού  και  την διδαχή του Διαμάντη στον  καθένα εξυπνάκια ,όποιος κι αν ήταν ,ότι κι αν ήταν  και επί πλέον να μάθει σε  όλους  μας ότι  υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο χωρατό και  τη  ζωή .
                        
Ας πάμε σε κείνα τα χρόνια με δάσκαλο τον Διαμάντη .
 Ο Διαμάντης  δεν ήτανε κανένας παρακατιανός . Νοικοκύρης  ήτανε   με περιουσία  μεγάλη που έφτανε μέχρι  το Μεγανήσι , την Εγκλουβή ,το Καλαμίτσι, τα Χορτάτα, τον  Άγιο Νικήτα ,τον Κάμπο της Λευκάδας .Για εκείνα τα χρόνια  ο Διαμάντης είχε  ψωμί  δικό του ολοχρονικίς   και  λάδι. Ψωμί και λάδι στα χωριά μας λίγοι είχανε . Δεν ήτανε γραμμένος  στο τεφτέρι κανενός και δεν  είχε βάλει σημάδι (υποθήκη) σε κανένα από τα ακίνητά του στις  μεγαλόσχημες οικογένειες μεγαλεμπόρων όπως αυτές  του   Βαλαωρίτη, Σταματόπουλου κλπ που δάνειζαν συστηματικά με υποθήκες . Για όλα τα άλλα τα καθημερινά τα βόλευε  μια χαρά γιατί  και  στο κάμπο της Εγκλουβής είχε  χωράφια και  έβανε  φακή , λαθύρια,  μπίζα, ρεβύθια, κουκιά   και  ένα σωρό  χωράφια είχε γύρω –γύρω στο χωριό και κήπους είχε στην Στέρνα και το ΄Μα το Χωράφι  και  κονόμαγε τα λάχανά του  ,τα σκόρδα του και τα κρεμμύδια του  και λόγγους  για  βόσκουνε τα  ζωντανά του και νάχει το κρέας  του  και γενικά  ήτανε  για εκείνα τα δεδομένα καλοκανταντημένος .
Όλα αυτά για  τον Διαμάντη  μεταφραζόντανε  σε ελευθερία . Ελευθερία να πει ότι θέλει. Ελευθερία να κάμει ότι  θέλει .Ελευθερία  να σπάσει πλάκα με  όποιον θέλει . Ελευθερία  να ψηφίζει τον Πανάο κόντρα στα αφεντάτα  και να ζητάει για εκείνα τα χρόνια  κοινωνική δικαιοσύνη, αυτός που δεν είχε ανάγκη  για  τίποτε .Αυτός  ήταν  ο Διαμάντης  ένας  χωριάτης  πανέξυπνος ,παμπόνηρος ,υβριστής  των υβριστών  που δεν έβαλε ποτέ  καπέλο σε κανέναν  και  όποιον  έβρισκε μπροστά του  τον κορόϊδευε  φανερά  αρκεί  να  του δινόντανε  η ευκαιρία. και  τον εκδικούνταν  με λόγια και  έργα  για  την  αντίθετη με τις αρχές του  «διαγωή » και  συμπεριφορά  .

Αλλά ας έρθουμε  στην ιστορία μας .


Ο Διαμάντης   έκανε  όλη μέρα χωράφι στα χωράφια  του στου Μόρφη  στο κάμπο της Λευκάδας . Έπρεπε να τα σώσει εκείνη  τη μέρα  γιατί  έμπαινε χειμώνας  κι είχε  πολλές δουλειές  στο χωριό. Κάτι τόνα ,κάτι τ΄ άλλο  πέρασε η ώρα κι απογιομάτισε . Καβάλησε τη Μάρω του και έπιασε  το δρόμο για το χωριό . Ήτανε  κοντά  σούρουπο  όταν πήρε ανάσα στον Καταποτήρα  και αραβάνι η Μάρω τ΄ σε ένα λεπτό  έφτασε  στον Φρυά. Κατέβηκε  στον πλάτανο  μπροστά στην  Άγια Ανάληψη  έδεσε  και πότισε τη Μάρω του , έπιε νερό κι ο ίδιος  από το πηγάδι  και  πήγε  στα μαγαζά του Κοσπέτου  να  δει αν ήτανε κανένας . Στο διάβαινε  απ΄τον Πρεμεντινό  τον είχε πάρει το νερό και λιανόβρεχε  και είπε να κάτσει λίγο στου Κοσπέτου να ξεπιάσει   και  μετά  τράβαγε στο Χωριό .
Μόλις  είδανε την φάτσα του Διαμάντη να προβάλει απ΄ τη πόρτα οι  Ασπρογερακιώτες  αρχίσανε τα μουρμουρητά και τα αμπώματα ο ένας του αλλουνού : Ο Διαμάντης .Ο Διαμάντης . Ο Διαμάντης  !!! σα να λέγανε ήρθε ο άνθρωπος που θα γελάσουμε μαζύ του και θα γίνει της κακομοίρας . Ο Διαμάντης έκανε αυτό που ήξερε καλά να κάνει , τον χαμένονε  τέλια , τον ηλίθιο, τον ψόφιο κοριό .Σκέφτηκε ο παμπόνηρος ο Ξαθείτης : Αυτοίνοι θέλουνε φαραμανητό και τους περνάει απ΄ το μυαλό πως μπορούνε να γελάσουνε  με  τον Διαμάντη . Τσώπα και θα δεις .
Μπήκε  μέσα κι έπιασε  την άκρη  του. Κοιτάει και τι να δει. Ο Γιατρός o Λούκας !!.
-Γεια  σ΄ γιατρέ  ,τού ΄πε κοροϊδευτικά ,τι φκιάνεις εδώ;
-Τι να  κάμνω  φίλτατε .Περνώ τας στιγμάς μου μετά των χωρικών, του απάντησε  στη γλώσσα  που μιλάγανε οι μορφωμένοι., ο γιατρός .
Ακολούθησε σιωπή .Ο Διαμάντης παραμόνευε σαν την οχιά. Παράγγειλε  ένα ούζο και να του  βάλν΄νε  νερό γιατί ήτανε ιδρωμένος  και  δεν έτσαζε.
Ο γιατρός  βλέποντάς τον να  είναι αποκαρωμένος  του είπε ;
- Ως ορώ φίλτατε  Διαμάντη  δεν δύνασθε  να υπάγετε εις τας Άνω Εξανθείας .
Ο Διαμάντης αμέσως σκέφτηκε .Ωρ΄ άει  στο διάλο και παρέκει  κερατά και συ  και το αρχοντολόϊ σου και τη γλώσσα που μιλάτε και δεν την καταλαβαίνει κανένας . Ταυτόχρονα όμως ευγενέστατα και με υπόκλιση  απαντά στον σιόρ γιατρό.
- Γιατρέ μ΄  όλη μέρα έκανα χωράφι και ξεγοφιάστηκα . Τι  λες  ,έχεις  κάνα  δεκότο για τον καψερό τον Διαμάντη.
-Φίλτατε δύνασθε  να  μην υπάγετε εις τας Εξανθείας .
-και πού να πάω ωρέ ;
-Να  διαμείνετε εις τον Φρυάν. Εκ των συγχωριανών μου  άνθρωπός τις αγαθός  δύναται να  σας  φιλοξενήσει  εις τον οίκον του.
Ο Διαμάντης μισόκλεισε τα μάτια  και το μυαλό του  έτρεχε  ,έτρεχε ,έτρεχε με όση ταχύτητα έπαιρνε λες και  κατέβαινε τα ίσα κάτω τ΄ Αγραπιδάκι.
-Ωρέ αυτός εδώ σαν και πολύ  μεταχειρίζεται  αυτά τα σκατά που μιλάνε  οι μορφωμένοι. Κάτι χαλεύει από μένανε .
-Γιατρέ μ΄ του πε  δεν είμαι μοναχός μου έχω και το μουλάρι μου .
-Αλίμονον .Θα αφίσωμεν τον ημίονον   εν τω μέσω της νυκτός .Ουχί φίλτατε . Ημείς  έχομεν παράδοσιν  εις την αγάπην των ζώων.
Ο Διαμάντης  πήγε να σκεφτεί σα σε καλούς ανθρώπους έπεσα εδώ αγαπάνε τα ζώα και δεν θα αγαπήσουν εμένα που  είμαι και άνθρωπος ; Αλλά και  κάτι δεν του πήγαινε καλά με  την γλώσσα   που μιλάνε  αυτοί  που τους μάθαμε γράμματα  για να μας πουλήσουν ,σαν τον γιατρό καλή ώρα .
-Ωρ΄  άει στο διάολο Διαμάντη .Τι χαλεύεις εδώ  τράβα να πας στο χωριό σ΄  κι αν βραχείς ,βράχηκες
Απ΄ την άλλη όμως  τον έτρωγε και ο κώλος του. Άσε να δούμε   που το πάει  ο Λούκας .
Η ώρα είχε προχωρήσει εν τω μεταξύ κι άρχισε να πέφτει νύχτα .Ο καιρός δεν ξέπιανε .Έριχνε νερό με το τσουβάλι. Ξάμωσε κάνα –δυό φορές κατά την πόρτα ,αλλά  το νερό ποτάμι. Έκαμε πίσω και έκατσε απογοητεμένος . Άσε  και βλέπουμε σκέφτηκε. Ο Λούκας  βλέποντας  ότι ο Διαμάντης ήτανε  στο κλουβί ,σηκώνεται απάνω και λέει:
-Φίλτατοι  συντοπίται. Ο δυστυχής  συνάνθρωπος μας  εξ Εξανθείας ορμόμενος  Διαμάντης  δεν έχει εν τω μέσω  αυτής της κακοκαιρίας πού να υπάγει. Λέγω να τον φιλοξενήσωμεν  αυτήν την εσπέραν  εις τον οίκον μας .
Ωρε  τι να χει στο νου του ο κερατάς σκέφτηκε ο Διαμάντης .Αλλά δεν έχασε το θάρρος του .
-Γιατρέ μ ΄ δεν είμαι μοναχός μ΄ , έχω και το μουλάρ΄  μ΄.
- Καλώς ηγαπητέ .Θα φιλοξενήσωμεν και το ζώον σας.
Οι  Ασπρογερακιώτες μπήκαν στο νόημα και άρχισαν τάχα  να μαλώνουν για το ποιος θα έπαιρνε σπίτι του τον Διαμάντη.
-Εγώ.
-όχι εγώ .
-Για κάτσε καλά π΄ θα πάρ΄ ς   εσύ τον Διαμάντη
-Εγώ θα τονε πάρω που  είμαστε  κουμπάροι απ΄ τον κουμπάρο μου.
Έτσι δόθηκε η ευκαιρία στον Λούκα  να πει:
-Μην μαλώνετε  αγαπητοί  θα τον βγάλωμεν  εις τας καρτέλας !!!
Ο Διαμάντης  αμέσως κατάλαβε : Ω ,Το κερατά, το πούστ΄ θα με στείλει νύχτα στ΄ν  Εξάθεια!!
Δεν είπε τίποτε , μόνο κατάφερε να ψελλίσει :
-Ότι  πείτε .
Πήρανε μια παλιοτράπουλα πού χε το μαγαζί  και αρχίσανε να ρίχνουνε τις καρτέλες .
Κάτι γινόντανε  και χαλάγανε τη ριξά. Και πάλε απ΄ την αρχή και πάλε απ΄ την αρχή ,ώσπου  έφτασε η ώρα να κλείσει  ο Κοσπέτος το μαγαζί και να πάει ο καθένας στην ντούφλα του.
Ο Λούκας  φορώντας το ποιο  διαβολικό του χαμόγελο λέει του Διαμάντη
-Ηγαπητέ μου  θλίβομαι από καρδίας , καθ΄ ο δεν ηθέλησε η θεά τύχη να σας χαμογελάσει .Υπάγετε  συνεπώς εις Εξανθείας !! Καληνύχτα σας.
Ο Διαμάντης  σκέφτηκε  να  του τα πει  του κερατά ,αλλά  είπε  πως έτσι δεν βγάνει κανένας τίποτα .Την έφαγε και τσώπασε . Ωστόσο  , είπε , χέρι που δεν μπορείς να το δαγκάσεις σκύψε και φίλα το  κι΄ αύριο βλέπ΄με . Έσκυψε και έκανε στον γιατρό ρεβερέντσες  ίσαμε το πάτωμα.
-Να πας στο καλό γιατρέ μ΄ να σ΄ έχει ο Θέος καλά . Να ζήσουνε οι ανθρώποι σου, είπε  και  μέσα από τα βάθη της ψυχής του  έβγαλε  το καημό του μουρμουρίζοντας  τόσο που να την φωνή του  ίσα  να  την ακούσουνε τα αυτιά του  .
-Εγώ θα  υπάγω  εις Εξανθείας ,αλλά σ’  πω  ‘γώ  κερατά !!



Έπιασε  που λες  ο Διαμάντης  τη Μάρω του  και κίνησε  ψαχουλευτά  να βρει  μέσα στην κακοκαίρια  το μονοπάτι στο Κόντρο  ,να πιάσει τα Μπαμπάκια , το Μακρύ Σκαλί, το Καμπάκι ,  τα’  Κακονύχτι  , τ΄  Αλωνάκι  και χόπ  στο Χωριό. Όλο το δρόμο  σκεφτόντανε : Ο κιαρατάς  μου τόκαμε γιατί είμαι  με το Πανάο . Μην σκιάζεσαι γιατρέ  θα τις πάρουμε τις εκλοές .Θα τους κερδαίσουμε  τους κερατάδες  τους Βαλαωριταίους  ,τους Σκιαδαρεσαίους  και τ΄ς  άλλους .Ωρέ θα τους κερδαίσουμε π΄να μπούνε στο άτρυπο το κολοκύθι !!! Τέλος πάντων έφτασε στο χωριό  είπαμε ,έπιασε  τα πηάδια  του Χωριού  και κατέβηκε κάτω  στα Διαμαντάτα .Δεν έκρινε καμιανού  .Δεν τάβαλε με την νοικοκυρά του  που τόχανε   συνήθειο  να κάνουνε ένα μπελιά πριν  πέσουνε  να πλααίσουνε   κι επήγε και ξεράθηκε .


Πέρναγε  ο καιρός .Ο Διαμάντης ανεβοκατέβαινε  στην Χώρα . Διάβαινε από του Κοσπέτου τα μαγαζά  ρώταγε για το γιατρό το Λούκα .Του άφηνε χαιρετίματα  και τράβαγε για την Εξάνθεια. Μια φορά μάλιστα  πήγε και τον πήρε για να  του δει   τη  νοικοκυρά που ήτανε αλικοτισμένη. Πήγε  με το μουλάρι του στρωμένο με καινόργιο σαμαροσκούτι  ,περιποιημένο με  κατακαίνουργιο σαμάρι  αγορασμένο  από  τα Χάνια στη  Χώρα.
Πέρασε  εκείνη η χρονιά .Ήρτε καλοκαίρι ,χειμώνας ,καλοκαίρι  .Μπήκαμε στην μπ΄ράλλη  χρονιά. Ο Διαμάντης  το βιολί του. Πέρναγε απ΄ του Κοσπέτου ,άφ΄νε χαιρετίματα στον Γιατρό του  και τράβαε στην δουλειά του.
Έτσι φτάσαμε  στο μήνα Φλεβάρη εκεινού του χειμώνα Έκαμε ο καιρός κεραντσάνες  κι αποκοντά το γύρισε στο Μαΐστρο. Καιρός του Πελάου καθαρός .Την άλλη μέρα  παίρνει μια απότομη στροφή και πάει  ο καιρός  στο Γαρμπή  κι άρχισε να γαργαλάει τον Μαΐστρο . Ο Διαμάντης  ήξερε  πως  από ώρα σε ώρα θα κάμει χιονιά του Μαΐστρου. Χιονιάς  του Μαΐστρου θα πει το χιόνι  μέχρι  το γυαλό στο Κάθισμα ,αέρας ,κακό , ανεμοστρόβιλας , κρύο  και  το χιόνι  ίσαμε τα κεραμίδια  από  το Κόντρο  μέχρι  πίσω  στο λαγκάδι του  Λεστή  κι από το πέλαγο  ίσαμε το Μέγα  (ν )  Όρος .

Βλέποντας τον καιρό ο Διαμάντης  λέει της γυναικός του: Βάλε  μου να φάω  απορώς  ,κι ετοίμασε  το μουλάρ΄.
-Πού στο διάολο θα  πας  μπόγια  τέτοιαν ώρα;
- Βάλε μ΄ να φάω και μη θέλεις μπελιά!!
Έκατσε  έφαε τα κ΄κιά του. Πήρε την κάπα του .Ανέβηκε στο μουλάρι  και δρόμο για τον Φρυά. Έπιασε τα Αλώνια ,τ΄ Αλωνάκι, τα’ Κακονύχτι, το Καμπάκι, το Μακρύ Σκαλί, τα Μπαμπάκια  ,το Κόντρο  και κατέβηκε προσεχτικά  στου Κοσπέτου τα Μαγαζά. Μπήκε μέσα  αγκουσεμένος  φυσώντας 
-Ωρέ παιδιά  πού ναι ο Γιατρός ;
-Σπίτι του .
-Τι τονε  θέλεις ;
-Η κυρά μου πολεμάει  να πεθάνει !!Το γιατρό .Το γιατρό.
Μέσα  στον πανικό κανένας δεν σκέφτηκε πως  ο Διαμάντης  δεν πήρε στο Γιατρό το Σούρτζο  στην Εξαθεια ,δεν πήγε στον γιατρό τον Κουκουλιώτη στην Καρυά  και ήρτε  στον Φρυά τέτοια ώρα  για το γιατρό το Λούκα .Κάποιος  τον πήρε  και τον πήγε  στο σπίτι του γιατρού  που  χώριζε από μακριά γιατί ήτανε μεγάλο και δίπατο.
-Γιατρέ μ. σώσε  τη μαύρη τη κυρά μου και λυπήσου με να μείνω χήρος  σε τέτοια ηλικία  που δεν είμαι ούτε νέος να παντρευτώ  ,ούτε γέροντας  να μείνω  έτσι.
Ο Λούκας  σκέφτηκε  λίγο  και του είπε :
-Να υπάγωμεν εις Εξανθείας  ,αλλά  χαλνά ο Θεός τον Κόσμον δυστυχώς  αγαπητέ μου .
Παμπόνηρος  ο Διαμάντης  βάνει τα κλάματα ,σκύφτει  και  του φυλάει τα χέρια  και του λέει:
-Γιατρέ μου  γιαυτό  σ΄ έκαμε ο Θέος Γιατρό και δεν έκαμε εμένα !! Σ΄ έκαμε για  σκύφτουνε οι ανθρώποι να  σου φυλάνε τα χέρια  και να σου ζητάνε  να  τους γλυτώσεις   από το κακό και τον Τέλο (Θάνατο)!!
-Καλά του πε ο γιατρός  αλλά με τι θα  υπάγωμεν  ;
-Τσώπα γιατρέ μου κι έχω τ΄ Μάρω μ , ξέρει το δρόμο !!!
Ανέβηκε ο γιατρός  στο μουλάρι, του ΄ριξε ο Διαμάντης την κάπα του στις πλάτες  κι αρχίνησε  ο δρόμος  για τας Εξανθείας .Ανεβήκανε  τον Κόντρο . Διαβήκανε στα Μπαμπάκια . Κανένας δεν έβγανε μιλιά . Μονάχα  το βουητό του αέρα ακουγόντανε  και  τίποτα άλλο . Μπροστά πήγαινε ο Διαμάντης κρατώντας το φανάρι  και τον κατρουμά  του μουλαριού κι ακολουθούσε το  μουλάρι φορτωμένο με τον Γιατρό  τον Λούκα.
Άξαφνα  ο Διαμάντης λέει του γιατρού.
-π΄ λες   γιατρέ  μ΄  αυτές οι εκλοές είναι δ΄κές μας .
Ο Λούκας  υποψιάστηκε  και δεν έβγαλε τσαξά.
-π΄λες  γιατρέ μ  έχ΄με και μεις δύναμη .Μπορεί οι παλικαράδες , οι ληστάδες  και οι  απολυμένοι απ΄ το Ρίο νάναι με το Βαλαωρίτ΄ αλλά  και μεις  έχουμε ανθρώπους !!! Θα τα βγάλουμε πέρα. Ούλη η  Εξάθεια  και τα χωριά της  είναι με  του  λόυ σου!!!
Τσαξά ο Λούκας .
Κι ο Διαμάντης  αρχίνησε  π΄λες γιατρέ μ., π΄λες Πανάο μ, π΄λες Πανάο μ΄, π΄λες γιατρέ μ΄.  Είδε κι απόειδε ο Λούκας  και του λέει :
-Τι έπαθες κύριε Διαμάντη  δεν  είμαι ο ιατρός ο  Φίλιππας ,είμαι ο ιατρός ο  Λούκας !!
Μέσα στο σκοτάδι  κωλοφωτιές τα μάτια του Διαμάντη. Τώρα θα δεις κερατά ποιόνε έβγαλες τις καρτέλες .
-Ποιος είσαι είπες ;
  ιατρός ο Λούκας .
-Ο Γιατρός ο Λούκας ; Τι λές ωρέ; Κάτ ΄ απ΄το μουλάρ΄ !Εμένα μούπανε  για το Πανάο!!!
Στο μεταξύ  ο καιρός  αγρίεψε  κι άρχισε να  έρχεται το χιόνι ανεμοστρόβιλας  από όλες  τις μεριές  και μέσα  σε αυτή την ώρα να μην μπορείς να χωρίσεις ούτε την μύτη σου.
-Πώς κάνετε  κύριε  Διαμάντη ! Πώς θα με αφήσετε εν τω μέσω τοιαύτης νυκτός  εις τας  ερημίας  ,εν μέση  οδώ .Δεν με λυπήσθε .
-Κάτ΄ ωρέ κι΄ εσύ κι΄ αυτά τα σκατά που μ΄ τσαμπ΄νάς  . Κάτ΄ είπα!!


Τονε κατέβασε π΄ λέτε  ,του πήρε τη κάπα  και τον άφησε  στην τύχη του  εκείνη την ώρα που κατσάριζε ο Θεός  τον χιονιά του Μαΐστρου!!
Ο γιατρός τράβηξε κατά  τον Κόντρο  και ο Διαμάντης μπήκε στο μουλάρι και τράβ΄ξε  κατά το Χωριό. Διάβηκε  το Μακρύ Σκαλί, Καμπάκι ,λόζωσε  για λίγο  στου Κακονύχτη  και  με ένα  καλάρισμα του καιρού Αλωνάκι, χωριό.
Έβαλε  στο κατώϊ το  μουλάρι  και  ανέβηκε απ΄ το καταράχτη .Η Κυρά του τον άκουσε  κι έβαλε τις φωνές :
-Πού  ήσουνα ωρέ μπόγια .Πού ήσουνα που θα μου πάρεις τα παιδιά  μου στο λαιμό σου. Παλιοκερατά. Πίξε  ,δήξε ,τελεσέ .
Ο Διαμάντης δεν έτσαξε. Πήγε  έβγαλε  τα βρεμένα  ,έπεσε στο στρώμα του και είπε  της γυναικός του.
- Μην   τσάξεις  και σίμωσε τα ποδάρια σου να ζεσταθώ.
-Α. ωρέ μπόγια δεν θα βάλεις μυαλό ποτές, του πε με  όση αγάπη είχε μέσα της  για δαύτονε
-Άσε  με  να  ζεστάνω  τα ποδάρια μου  και την αυγή  θα σ΄ πω.
Κι  αμέσως τον πήρε ο ύπνος του δικαίου.

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

1 σχόλιο:

  1. πολύ όμορφη ιστορία την γνωρίζω, την έλεγε ο πατέρας μου (Νιόνιος Βλάχος) πολύ συχνά

    ΑπάντησηΔιαγραφή