Το βουλιασμένο αλώνι της Ακόνης

Μια παλιά ιστορία λέει ότι εκεί που σμίγουν τα χωράφια της Καρυάς, των Λαζαράτων και του Πηγαδισάνων , κοντά στις πηγές του ρέματος της Ακόνης, υπάρχει ένα μεγάλο στρογγυλό βύθισμα που θυμίζει αλώνι.
Το λένε το "βουλιασμένο αλώνι".


Μεσ΄  την καρδιά τ΄ Αλωνάρη, κι  η ζέστη έκανε τους χωριανούς  να λιώνουν στα χωράφια πάνω από τις θημωνιές με τα στάχυα. Η σοδειά ήταν καλή εκείνη τη χρονιά και δεν προλαβαίνανε τα τρέχουν ν΄ αποτελειώσουν  τις δουλειές τους. Πριν το πρώτο μάτι του ήλιου βγαίνανε και με το βασίλεμα του γυρνάγανε κατάκοποι στα σπιτικά τους.
Εκείνο  τ΄ αεράκι όμως, που στα τρίστρατα και τα υψώματα που  ήταν  τ΄ αλώνια του χωριού, ήταν για δαύτους βάλσαμο μέσα στην κάψα. Και έτσι τα μεσημέρια,  που κάθονταν να φάνε το κολατσιό που τους φέρνανε απ΄  το χωριό οι γυναίκες  και τα μικροπαίδια τους, στις άκρες των αλωνιών,  λέγανε παραμύθια που τα  ΄παιρνε η χάρη του ανέμου και τα γυρόφερνε στις γύρω ραχούλες.  
Και αυτά που τους άρεσαν  πιο πολύ να λένε ήταν εκείνα για τις νεράιδες που ερχόντανε στ΄  αλώνια μετά το βασίλεμα του ήλιου και ξελογιάζανε με το χορό και το τραγούδι τους εκείνα  τα παλικάρια  που ξεχνιόταν εδώ δα και απέ τα παίρνανε μαζί τους στις σπηλιές των πηγών της Ακόνης και κανένας ποτέ δεν τα ματάβλεπε.
Και κρυφά, τα παλικάρια, βάζανε τον εαυτό τους στη θέση εκείνων που τάχα χαθήκανε απ΄  τις ξωτικές και χαμογελούσαν  με τη σκέψη αυτή κάτω από την κάψα του μεσημεριού. Αλλ΄ ύστερα νιώθανε κι ασφάλεια γιατί λέγανε ότι νεράιδες  είχαν να φανούνε χρόνια στα αλώνια στις ράχες, και ότι τάχα μαζευόντουσαν κάτω στ΄  αλώνι της ρεματιάς, εκείνο  που το ΄χανε παρατημένο.  Κι άστες να χορεύουνε μονάχες εκεί κάτω ....
Και ξεκουράζανε τα κορμιά τους και απέ γυρνάγανε στις στραβωμάρες τους με πιο όρεξη.
Ξημέρωσε κι η μέρα τ΄ Αη Κηρύκου.
Είχε απ΄  τ΄  αξημέρωτα ο παπα-Φώτης που εχτύπαγε  τις καμπάνες της Παναγίας. Ξανά και ξανά, για να ΄ναι σίγουρος ότι θα τις ακούγανε απ΄  όλα τα χωριά τριγύρω και θα ΄ρχοντανε στην εκκλησιά. Ήξερε ο καψερός ότι τέτοια μέρα δεν έκανε να πάνε στα αλώνια. Μέρα γιορτής κι ήταν αμαρτία να πάνε για αλωνίσματα και λιχνίσματα . Θα θύμωνε ο άγιος, που ΄ταν παιδί και ξένος στο νησί και θα ΄λεγε πώς δεν τον καταδέχονται.
Τους μάζεψε λοιπόν όλους στην εκκλησιά και τους ορμήνεψε σαν πατέρας  να κάνουν το σταυρό τους και να κάτσουνε στο χωριό σήμερα.
Μα  οι χωριανοί θέλανε να πάνε να τελειώσουνε τις στραβωμάρες τους. Κι αφού κάμανε το σταυρό τους, όπως τους είπε ο παππούλης φύγανε με τα ζωντανά τους για τα αλώνια κι μουρμουράγανε  ότι ο παππάς τα ΄ χει όλα τελειωμένα και κάθεται να μιλά με τους αγίους κι άλλη δουλειά δεν έχει.
Πήγανε λοιπόν στ΄  αλώνια στις γύρω ραχούλες, και ετοιμαζόντανε για να λιχνίσουν, μα έλα μαθές, λες και είχε κάνει ο άγιος συμφωνία με το Θεό τ΄  αγέρα, και δεν εσάλευε φύλλο. Καθότανε το λοιπόν και λέγανε τι να κάνουνε που θα πήγαινε η μέρα χαμένη και ο καιρός δεν τους έφτανε να αποσώσουν τις δουλειές τους. Μα ούτε και τους πήγε στο μυαλό να γυρίσουνε στο χωριό. Καθότανε εκεί και κλαιγόντουσαν.
Μεσημέριασε το λοιπόν και τίποτα δε κάνανε και ρίχνανε και τα αίτια στον παππά που τάχα τα συμφώνησε με τον άγιο, που ΄ταν και μικρός και ξένος άγιος στο νησί και δεν τους καταλάβαινε.
Κι εκεί π΄ απελπιστήκανε, να σου και περνάει απ΄ το τρίστρατο ένας κατσίβελος κουτσός, μαυριδερός και βρώμικος με μια ξανθιά κοπέλα με ένα κόκκινο μαντήλι στα μαλλιά να τον κρατάει απ΄ το μπράτσο.
Τους ρώτησε τάχα πώς θα πάει στο ξωκλήσι του Αη Λια στην κορφή του βουνού και πιάσανε την κουβέντα να μάθουνε από πούθε έρχεται και που κρατάει η σκούφια του. Τα παλικάρια μαζεύτηκαν τριγύρω και λιμπίζοταν την όμορφη ξανθούλα που χωρίς να μιλά τα κοίταζε με μάτι γαλανό και αερικό και τους μέθαγε το μυαλό σα να πίνανε κρασί.
Κουβέντα στη κουβέντα ο κατσίβελος, ή μαθές ο διάολος καλύτερα μεταμορφωμένος,  τους είπε ότι στ΄ αλώνι της ρεματιάς που πέρασε πριν λίγο φύσαγε μια χαρά αέρας κι εκεί μπορούσανε να κάνουν τη στραβωμάρα τους και να μη χάσουνε τη μέρα κι ύστερα τους είπε να μην ακούνε τον παππά γιατί  εκείνος τα ΄χει συμφωνημένα με το Θεό κι όλο του δίνει.
Δίχως να το δευτεοσκεφτούνε, σα κάτι να ΄ριξε στο κεφάλι τους ο κατσίβελος,  πήρανε τις σοδειές και πήγανε στ΄ αλώνι της ρεματιάς  που το βρήκαν καθαρό και συγυρισμένο, να τους περιμένει  με τους αγέρηδες να πετάνε σαν πουλιά ολούθε. Ούτε κι αναρωτηθήκαν ποιος το ΄χει καθαρισμένο. Ούτε τους πήγε στο μυαλό ότι κάποιος "έξ΄ από δω",  είχε βάλει το χέρι του για να τους φέρει εκεί και ποιο ξέρει τι θα ζήταγε και γιατί.
Κι αρχίνησαν να λιχνίζουν και με φωνές και με τραγούδια ξεσηκώσανε τον τόπο όλο, μέχρι  που ΄ρθε καταμεσήμερο κι φτάσανε  απ΄ το χωριό γυναίκες και κόρες να φέρουνε τα κολατσιά τους κι ακολούθησαν από πίσω, τι παράξενο και τούτο,  τα σκυλιά του χωριού κι όλα τα ζωντανά μονάχα τους, κι κάτσανε όλοι στη μέση τ΄ αλωνιού να φάνε.
Κι αφού αποφάγαν και έκαναν να μαζέψουν , σηκώθηκαν όλοι οι αέρηδες μαζί και έγινε χαλασμός στ΄ αλώνι. Τα πήρε τα στάχυα και τα σήκωσε με βοή μεγάλη. Και γυναίκες, άντρες και παιδιά πέσανε με τα πρόσωπα στο χώμα  και δεν κοτάγανε να σηκώσουν το κεφάλι τους . Και τα ζωντανά τους , άλογα και σκυλιά, κλαίγανε και τούτα με τον τρόπο τους και τρέμανε σαν φύλλα έτοιμα να πέσουν.
Και τότε τραντάχτηκε η γη και ανοίξανε τρύπες μεγάλες καταμεσής τ΄  αλωνιού και αρχίνησαν να  βγαίναν νεράιδες στα μαύρα ντυμένες και χορεύανε στα βιολιά τ΄  ανέμου επάνω απ΄  τα κεφάλια τους. Μαυροντυμένες νεράιδες  ποτέ τους δε θυμόταν κανένα γέροντα να τους είχε πει πώς είδε ..... κακό μεγάλο τους βρήκε!
Και τα παλικάρια που ΄χαν καημό με τις νεράιδες ούτε που ρίχνανε μια ματιά για να τις κρυφοδούνε,  παρά σαν όνειρο επήγε ο νους τους στα λόγια του παπά που το πρωί τους είπε "στ΄ αλώνια να μη πάνε μέρα γιορτής".
Και απέ έπεσε ο αέρας και όλα ηρεμήσανε, και πήρανε θάρρος οι χωριανοί και σηκώσανε κεφάλι και είδαν τριγύρω από τ'  αλώνι τις μαυροφορεμένες ξανθές νεράιδες να στέκονται ορθές και να κοιτάνε με μάτια που έβγαζαν φλόγες τους παντέρμους  που αποκλεισμένοι στο στρόγγυλο αλώνι δεν μπορούσανε να φύγουν να γλυτώσουν. Κι αυτή η σιωπή τους τρόμαζε, δεν ξέρανε τι τους περίμενε.
Κι ύστερα είδαν τις νεράιδες να σηκώνονται ψηλά και ακούστηκε άξαφνα βοή μεγάλη και τραντάχτηκε η γης συθέμελα και άνοιξε τ΄ αλώνι στη  μέση και βγήκε ένα μικρό παιδί από μέσα με φωτοστέφανο στο κεφάλι και τους κοίταξε όλους με παράπονο  και εκεί που πήγανε να κάνουν το σταυρό τους γιατί γνωρίσανε τον μικρό άγιο Κήρυκο απ΄ το εικόνισμα που ΄χε ο παππούλης στην εκκλησιά , δεν προκάμαν κι εβουλιάξαν όλοι μαζί στο κέντρο τ΄ αλωνιού και μέσα στις φωνές, τα παρακάλια  και την αντάρα ακούσαν από μακριά την καμπάνα της εκκλησιάς που ο άγιος παπα-Φώτης χτύπαγε μπας και προλάβει το κακό που του ΄τρωγε τα σωθικά ότι θα γίνει.
Μα δεν το πρόλαβε. 
Την αμαρτία τους να πάνε στα αλώνια μέρα τ΄ Α Κηρύκου , την πληρώσανε ακριβά με τη ζωή τη δική τους και των γυναικών και των παιδιών τους που τους κατάπιε όλους τ΄ αλώνι και βούλιαξε. Και επήρε μαζί και τα ζωντανά τους που από μόνα τους ακολουθήσαν ποιος ξέρει γιατί την τύχη τ΄αφεντικών τους.  
Και μείνανε οι μαυροφορεμένες νεράιδες να θρηνούνε με χορό το θανατικό κι ανέβηκε ο μικρός άγιος να βρει τη μάνα του στον ουρανό να ησυχάσει.
Κι έμεινε κι ο παπα-Φώτης να χτυπά τις καμπάνες της Παναγίας κι άνθρωπος να μην έρχεται αφού ρημάξανε τρία χωριά.
Κι όλοι στο νησί μάθανε τον άγιο από τότε και τον τιμούσαν τη μέρα της γιορτής του και στα αλώνια δεν ματαπήγανε.
Από τότε λένε, όποιος περάσει από το βουλιασμένο αλώνι καταμεσήμερο ή μεσάνυχτα ακούει τις φωνές των χωριανών και τα χλιμιντρίσματα των αλόγων και τα γαβγίσματα των σκυλιών και φεύγει τρομαγμένος να σωθεί μην τον πιάσει κι εκείνον η κατάρα του αγίου.
Κι ούτε νεράιδες ξαναφανήκανε ποτέ ξανά εκεί.




Σημείωση: Το συγκεκριμένο παραμύθι βασίζεται σε παραδόσεις της Λευκάδας για βουλιαγμένα αλώνια σε διάφορα σημεία του νησιού κι άλλοτε λένε ότι βουλιάξανε τη μέρα της γιορτής του Αγίου Κηρύκου , άλλοτε της Αγίας Μαρίνας κι άλλοτε των Αγίων Αποστόλων.
Από τα Λαογραφικά Σύμμεικτα του Πανταζή Κοντομίχη.

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

6 σχόλια:

  1. Εχεις φαντασία και μεράκι.Οικειοποιεισαι τήν παράδοση με ενα πολύ προσωπικό τρόπο.ΠΟΛΛΑ παραμύθια σου αλλοτε βγαλμένα από του μυαλού σου "τό "ερμαρι' (πρωτότυπα) και αλλοτε φαντασιακές μεταγραφες της παραδομενου λόγου ειναι ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΑ. Η λευκαδίτικη παράδοση θα τα εκανε δικά της.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν ξέρω τι να απαντήσω Γιάννη! Μακάρι να φανώ άξια, έστω και στο ελάχιστο να ταξιδέψω την παράδοση του τόπου μου έστω και λίγα εκατοστά παραπέρα. Σε ευχαριστώ πολύ!

      Διαγραφή
    2. Τίποτα! Επέλεξε κάποια και προχώρα σε (εκδόση) μία εντυπη δημοσίευση.

      Διαγραφή
    3. Αυτό είναι βουτιά στα βαθιά Γιάννη και εγώ "κολυμπάω με μπρατσάκια". Σε ευχαριστώ ειλικρινά για τη στήριξή σου!

      Διαγραφή