Στους Σκάρους με τρία αερικά ...



Στα μάγια και στα όνειρα 
έχτισα τη ζωή μου
...........................
με μια κλωστή και μέτρησα
στο φως την αντοχή μου.

Μάγια .... Σκάροι! 
Ναι ταιριάζει απόλυτα! 
Γιατί αυτά ήρθα να βρω εδώ, τα μάγια!

Δεν φταίω εγώ. 
Είναι εκείνα τα τρία αερικά που μου ΄χουν φάει το μυαλό στην κυριολεξία. Μια φωτογραφία ήταν η αιτία. Μια τυχαία φωτογραφία από αυτό τον Νήιον του Ομήρου και εκεί ανάμεσα στις ιερές βελανιδιές του, ξετρύπωσαν από το πουθενά εκείνες οι τρεις σκιές. 
Έλα όμως που αυτές τις τρεις σκιές τις έβλεπα μόνο εγώ. Σε όποιον κι αν έδειξα την φωτογραφία, κανείς, μα κανείς δεν τις έβλεπε.

Έπρεπε λοιπόν να μου αποδείξω ότι στέκω καλά στα μυαλά μου, ότι δεν έχω αρχίσει να τα ΄χανω και ότι είμαι ένα φυσιολογικός άνθρωπος που δεν βλέπω οράματα και φαντάσματα, ούτε σε φωτογραφίες , ούτε στην πραγματικότητα.

Να ΄μαι λοιπόν εδώ να σβήνω τη μηχανή του αυτοκινήτου και μαζί έσβησαν και τις τελευταίες νότες του τραγουδιού (από τα αγαπημένα μου) του Θαλασσινού και να ΄μαι να κοιτάω μπροστά μου εκείνο το μονοπάτι που μου ΄πανε θα με βγάλει στην καρδιά του βουνού, εκεί ακριβώς που είδα τις τρεις σκιές μου.
Ωστόσο δίσταζα! 
Είχα και το Ανδρέα (αυτόν που του κλέβω τις φωτογραφίες) να μου λέει ότι χρόνια βολοδέρνει στο βουνό και δεν ξέρει ούτε το μισό ακόμα και όσο να ΄ναι λέω, που πάω τώρα η άμοιρη, να βρω τρεις σκιές μέσα στο βασίλειο των σκιών.....
Αλλά πάλι σιγά, σάμπως έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω; Το πολύ πολύ να εξαφανιστώ  και να γίνω κι εγώ σκιά κει μέσα και να εμφανίζομαι σε καμιά φωτογραφία σε κάναν αλαφροΐσκιωτο σαν ελλόγου μου!

Βαθιά ανάσα λοιπόν και έφυγα! 

Προχωρούσα κι ήδη τα πρώτα σημάδια ακριβώς του αντίθετου από αυτό που ήθελα να αποδείξω άρχισαν να εμφανίζονται. 
Με το που έχασα τον ορίζοντα από μπροστά μου και δεν έβλεπα παρά μόνο τα δέντρα ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι όλες οι Δρυίδες χασκογελούσαν πίσω από την πλάτη μου. Τις άκουγα, σιγοψιθύριζαν το όνομα μου και μόλις έκανα να γυρίσω το κεφάλι μου, δεν έπιανα παρά μονάχα την άκρη από το αραχνοΰφαντο χιτώνα τους, και καμιά τούφα από τα ξέπλεκα μαλλιά τους που μπλέκονταν πάνω στα κλαδιά. Άκουγα τις αέρινες φωνές να πετάνε ανάμεσα στα φύλλα και τα γελάκια τους μου γαργαλούσαν τα αυτιά μου. Κάποια στιγμή επιτέλους, φάνηκε μια δίπλα μου και με ΄πιασε αλά μπρατσέτα να με συνοδεύσει, όπως μου είπε, μη χαθώ. 

"Και που ξέρεις τι ψάχνω και που πάω"  την ρώτησα όλο θράσος κι εγώ. 
"Μα εγώ θα σε πάω" μου απάντησε και μου χαμογέλασε μελιστάλακτα.

"Που;", "Γιατί;" ....δεν μπήκε στον κόπο να με διαφωτίσει και συνεχίσαμε έτσι σαν κολλητές φίλες να βολτάρουμε στο δάσος αδιαφορώντας αν ο λύκος είναι εκεί.
Μέχρι που με πήγε εκεί στην "φωτογραφία". Σε εκείνον τον παράξενο τόπο που σε τίποτα δε μου θύμιζε Λευκάδα. 
Μια "ομάδα" από βράχια που τα περισσότερα από αυτά ξεπερνούσαν σε ύψος άνθρωπο, με περίμεναν στοιβαγμένα σε μια πλαγιά και ένιωσα ότι είχαν βγάλει μάτια και με κοιτούσαν.
"Εδώ" είπε η αέρινη συντροφιά μου και πήρε τις αδερφάδες της και φύγανε. Και με άφησε σύξυλη στη μέση του πουθενά να περιμένω να διακρίνω τις σκιές ανάμεσα στους άσπρους όγκους από τα κοντριά.
Έχοντας πλέον αποδείξει στον εαυτό μου ότι ναι ... δεν στέκω καλά στα μυαλά μου, ότι πλέον έχω αρχίσει και τα χάνω και πια δεν είμαι ένα φυσιολογικός άνθρωπος, αφού μέχρι πριν ένα λεπτό μάθαινα τα κουτσομπολιά του δάσους από μια νύμφη, πλησίασα τα βράχια. 
Τα κοίταξα καλά καλά και απευθύνθηκα σε εκείνο το ζευγάρι που στέκονταν δεξιά μου. 
"Καλημέρα σας, σας είδα σε μια φωτογραφία κάμποσο καιρό πριν που είχε ανεβάσει στο facebook ένα "αερικό" που κυκλοφορεί όλη μέρα κι όλη νύχτα εδώ πάνω. Κι είπα να έρθω να σας δω από κοντά γιατί...."

"Πολλά λες!" με έκοψε αυστηρά και ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του, ο ....σύζυγος (μάλλον), ενώ η κυρά του δίπλα μισάνοιξε τα μάτια της, ανοιγόκλεισε δυο τρεις φορές τις χορτάρινες βλεφαρίδες της και τα ξανάκλεισε δίνοντας μου την εντύπωση ότι δεν άξιζα να ασχοληθεί μαζί μου. 

"Ξέρω πολύ καλά τι ψάχνεις, άργησες μάλιστα, σε περιμέναμε στο προηγούμενο φεγγάρι, και τώρα δεν ξέρω αν θα δεχτεί το συμβούλιο να σε βάλει μέσα."

"Που μέσα;" πήγα να ψελλίσω η αλλοπαρμένη αλλά εκείνος συνέχισε χωρίς να μου δώσει καμία απολύτως σημασία: "Θα πρέπει να περιμένεις τώρα. Πήγαινε κάθισε εκεί στην βελανιδιά απέναντι και σε λίγο θα σου πούμε αν σου επιτρέπεται η είσοδος. Το ύφος του φυσικά δεν έδειχνε να δέχεται αντιρρήσεις και έτσι πλησίασα τη βελανιδιά παραπέρα, μια τυχαία δηλαδή, και κάθισα να ξεκουραστώ αναμένοντας την απόφαση του συμβουλίου ...βραχοκρατίας.....

Να σου και εμφανίστηκαν παραδίπλα κάτι κοντοστούμπικα πλασματάκια, τα λες και νάνους, αλλά είχαν πόδια κατσικιού και ήταν ντυμένα με προβιές και μου ΄φεραν πάνω σε μια χοντρή φλούδα από κορμό δέντρου άγρια βατόμουρα να φάω και να δροσιστώ.
Και κάτσανε όλα γύρω μου, μπορώ να το πω και αδιακρισία, και μετράγανε τις μπουκιές μου και χαζογελάγανε που είχαν γίνει τα χείλη μου μοβ. Αφού απόφαγα, τα μαζέψανε και φύγανε και έβγαλα και εγώ τη μηχανή μου να τραβήξω και καμιά φωτογραφία, να έχω για το ρεπορτάζ,  χωρίς φλας φυσικά μην ενοχλήσω τη σύσκεψη. 

Ατελείωτη η σύσκεψη ....

Μια βούη ανάμεσα στα βράχια που δεν είχε σταματημό, σαν αέρας που εγκλωβισμένος πάλευε να ελευθερωθεί και δεν τα κατάφερνε. Και εγώ έβγαζα φωτογραφίες (πλήρως αποτυχημένες) με την ελπίδα να φανεί σε αυτές κάτι από το τί πραγματικά βίωνα εγώ εκείνες τις στιγμές εκεί πάνω.
Κοιτάζοντας τες λίγα λεπτά αργότερα αναστατώθηκα καθώς οι τρεις σκιές μου, εκείνα τα αερικά πλάσματα που ήρθα να βρω, εμφανίστηκαν σε μερικές απ΄τις λήψεις μου και μάλιστα πολύ κοντά μου, πίσω από τα πρώτα βράχια της ομάδας να με παρακολουθούν, τάχα κρυμμένα.
Με γυμνό μάτι όσο κι αν προσπαθούσα να τα διακρίνω ανάμεσα στις κανονικές σκιές που δημιουργούσαν οι αιωνόβιες βελανιδιές, δεν τα κατάφερνα και πλέον απελπίστηκα και σχεδόν σιγουρεύτηκα ότι το όλο σασπένς δεν ήταν παρά παιχνίδια της μηχανής και φοβερά τσαντισμένη με τον εαυτό μου σηκώθηκα να φύγω.

"Τελειώσαμε , μπορείς να περάσει τελικά", ακούστηκε πίσω μου η φωνή του ...βράχου και έμεινα πάλι σαν μετέωρη προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι και τι κάνω.

Γύρισα προς το μέρος των βράχων και πλησίασα. Στάθηκα ακριβώς στο σημείο που σχηματίζονταν μια μικρή φυσική πύλη και την πέρασα....

Κι ύστερα όλα άλλαξαν, όλα ξαφνικά πότισαν μαγεία, όλα ξαφνικά έγιναν σαν σε παραμύθι.

Τα βράχια έγιναν σεβάσμιοι γέροντες και γερόντισσες, που καθισμένοι γύρω γύρω επέβλεπαν τα πάντα. Τα πόδια μου πάτησαν σε ένα βοτσαλωτό πάτωμα που σχημάτιζε τη μορφή μιας τεράστιας βελανιδιάς. Αμέσως μετά μια  σπηλιά που η είσοδος της ήταν ντυμένη με όλα τα αγαθά του δάσους και στο βάθος της ένα φως να λάμπει.
Και ναι, επιτέλους ήρθα και πρόσωπο με πρόσωπο με τις τρεις σκιές μου. Τρία ξωτικά μες την χαρά και καθόλου σκιώδη, αλλά αντίθετα ντυμένα στις πράσινες αποχρώσεις του δάσους. Υποκλίθηκαν μπροστά μου βγάζοντας τα σκουφιά τους και με έπιασαν απ΄το χέρι οδηγώντας με στο βάθος της σπηλιάς εκεί που έλαμπε εκείνο το φως.

Και εκεί τα ΄χασα τα μυαλά μου στα αλήθεια. 
Κάθε μυθικό πλάσμα που μπορούσα να σκεφτώ, κάθε παραμυθένια οντότητα ήταν εκεί. 
Νύμφες σφιχταγκαλιασμένες με Σάτυρους και Σειλινούς, Κένταυροι, Σφίγγες, τραγοπόδαροι και καλικάτζαροι. 
Ξωτικά και νάνοι, νεράιδες και μάγισσες. 
Αραπάκια των πηγαδιών και αναμαλλιασμένες αέρινες ψυχές. 
Όλα μπαινόβγαιναν στην σπηλιά σε ρυθμούς καθημερινότητας κουβαλώντας την πρωινή δροσιά και τοποθετώντας την στα πόδια ενός παμπάλαιου θρόνου, φτιαγμένου από χοντρό σκαλισμένο ξύλο. Μου θύμισαν λίγο μυρμήγκια που έπαιρναν τα σποράκια που έβρισκαν στη γη και τα μετέφεραν στη φωλιά τους.
Το σκάλισμα του θρόνου ήταν σαν να μιλούσε. Απεικόνιζε την ιστορία του βουνού και έβλεπες πάνω του γενιές και γενιές ανθρώπων και μαγικών πλασμάτων να συνυπάρχουν αρμονικά, να γεννιούνται , να ζουν και να πεθαίνουν και τη γη να τους προσφέρει απλόχερα ο,τι κρύβει στον κόρφο της.
Η πρωινή δροσιά συγκεντρώνονταν μέσα σε ένα μια μικρή στέρνα μπροστά στο θρόνο και κάθε σταγόνα της λαμπύριζε σαν διαμάντι. Μέχρι που ένα μικρό σμήνος από αηδόνια πέταξε πάνω από τα κεφάλια των πλασμάτων και όλα ξαφνικά γονάτισαν και έσκυψαν το κεφάλι τους χαμηλά.
Οι τρεις σκιές μου, τα αερικά μου, μου έκανα νόημα να κάνω το ίδιο και υπάκουσα.
Ένα βαρύ σύρσιμο τράνταξε λίγο το έδαφος. Κι ύστερα ησυχία και μια γλυκιά ευωδία πλανήθηκε στον αέρα. Ανασήκωσα λίγο το βλέμμα μου και το ΄στρεψα προς τον θρόνο κι τότε είδα τη βασίλισσα.
Μια γέρικη ρυτιδιασμένη, αλλά πολύ επιβλητική και σοβαρή βελανιδιά. Ο κορμός της χοντρός και γερός  και λίγο πριν ξεκινήσουν τα κλαδιά της και η φυλλωσιά της δυο μάτια που έκρυβαν τη σοφία όλου του κόσμου. Χάιδεψε με το βλέμμα της όλα τα πλάσματα της και ύστερα βούτηξε τα δυο μακρύτερα κλαδιά της (χέρια;) στη στέρνα με την πρωινή δροσιά και ρούφηξε κάμποση. Ένα αχνό χαμόγελο μαρτύρησε το στόμα της και έβγαλε έναν αναστεναγμό ξεκούρασης.
Τότε τα μαγικά πλάσματα κάθισαν τριγύρω μέσα στην τεράστια αίθουσα της σπηλιάς και απλώθηκε παντού ησυχία και η βελανιδιά άρχισε να μιλάει ..............
Τότε δυστυχώς τα τρία αερικά μου με έπιασαν από το χέρι και με έβγαλαν έξω από τη σπηλιά και με οδήγησαν στην πύλη από όπου είχα μπει στο βασίλειο τους. Μου χαμογέλασαν και μου εξήγησαν ότι δεν είχα δικαίωμα να ακούσω τα λόγια της βασίλισσας και το ότι την είδα και μόνο ήταν μεγάλη τιμή και σήμαινε για αυτούς ότι κάποτε ίσως μπορέσω να ξανάρθω στον κόσμο τους και να γίνω κι εγώ μέλος του ισάξιο. Μου είπαν ότι είδαν μέσα στην ψυχή μου, αυτό που κρύβω, εκείνο το μικρό παιδί που ξέρει να ακούει παραμύθια και τα πιστεύει. Και όσο αυτό το παιδί μένει εκεί στην ψυχή μου και δεν το διώχνω , τόσο θα πλησιάζει η μέρα που κι εγώ θα ξαναπεράσω την πύλη ανάμεσα από τα μαγεμένα βράχια και θα γίνω ένα με το παραμύθι.

Κι ύστερα με όρκισε τίποτα από όλα όσα είδα να μη πω ..... και τόνισε πολύ την λέξη και λίγο πριν βγω για τα καλά από την πύλη, μου ψιθύρισε ..... "μπορείς όμως να τα γράψεις......"!





Ευχαριστώ πολύ τα τρία αερικά ... τον Ανδρέα Αραβανή για

την φωτογραφία του, τον Χάρη Σάντα που ως μοντέλο 

ποζάρει δίπλα από το βραχοσυμβούλιο και τον Ανδρέα 

Στραγαλινό γιατί ως αερικό κυκλοφορεί ...ολούθε ...!!!

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

6 σχόλια: