Της Βασιλικής τ΄ όνομα

Στο μύχο ενός μεγάλου κόλπου, που τον χτυπά ανελέητα η τραμουντάνα το χειμώνα, καθώς κατεβαίνει καβάλα στα μαύρα σύννεφα της από τα Σταυρωτά και πέφτει με μανία στη θάλασσα, αλλά και η Όστρια από το νότο τα ζεστά καλοκαίρια, που έρχεται με την αλμύρα  του πελάγους, πέρα από τον κάβο της Κυράς, βρίσκεται σήμερα ένα μικρό ψαροχώρι.
Καθρεφτίζεται ήσυχα στα νερά του λιμανιού του και ζώνεται τρυφερά από τη μια με τη χρυσή αμμουδιά του και άγρια απ΄ την άλλη απ΄ τα βράχια του γιαλού.
Κι έχει το όνομα μιας γυναίκας. Βασιλική το λένε.

Έχει όμως και την χάρη της, κουβαλά την ομορφιά της μιας και το ΄θελαν οι Μοίρες να φύγει νωρίς, και να μείνει για πάντα πανώρια και αστραφτερή.

Πριγκίπισσα λένε ότι ήταν και ζούσε σε κάποιο νησί πιο πέρα από το δικό μας, μέσα σε παλάτι φτιαγμένο από κοράλλια της θάλασσας και ασήμι, που άστραφτε κάθε βράδυ από το φως του φεγγαριού.
Τη μέρα δεν έβγαινε από δαύτο, φοβόταν μη κι  ο ήλιος της πάρει τη δροσιά της και χάσει το άσπρο χρώμα του κορμιού της.
Τα βράδια όμως έδειχνε  την ομορφιά και την χάρη της, όχι σαν εύθραυστο κοριτσόπουλο αλλά σαν γενναία πολεμίστρια και έμπαινε στο αρματωμένο καράβι της και ξανοίγονταν στα πελάγη, να κουρσέψει θησαυρούς και πλούτη, με τους πειρατές ναύτες της. Για συντροφιά της είχε τα πλάσματα της νύχτας και το φως του φεγγαριού που το κουβάλαγε μαζί της ακόμα και τις νύχτες με συννεφιά ή στην χάση του, μέσα στην ασημένια ζώνη της που σαν άλλη Αμαζόνα έδενε σφιχτά το από μετάξι πορφυρένιο χιτώνα της.
Κάποτε λένε γνώρισε σε κάποια βραδινή μάχη έναν ψαρά που την έσωσε όταν έπεσε στη θάλασσα μετά από μια μάχη με έναν κουρσάρο από το Θιάκι. Μπλέχτηκε στα δίχτυα του και την έβγαλε στο καΐκι του μισοπεθαμένη λίγο πριν σκάσει μάτι ο ήλιος.  Θαμπώθηκε από την ομορφιά της και έσκυψε να της δώσει ένα φιλί, μα άμαθη στον ήλιο όπως ήταν ένιωσε την κάψα του από την πρώτη αχτιδιά του και ξύπνησε μονάχη της και αντίκρισε τον σωτήρα της.  
Κι όλα τότε έμειναν ακίνητα, για μια μικρή στιγμούλα, κι ο χρόνος κι ο ήλιος. Και τότε εκεί που σταμάτησαν τα πάντα,  έστειλε η Αφροδίτη το φτερωτό το γιο της, τον Έρωτα,  και σημάδεψε τις δυο καρδιές που ΄βρε μπροστά του. Και τα βέλη του βρήκαν όχι τις καρδιές αλλά το μεδούλι τους και ήταν γραφτό από κει και πέρα να χτυπάνε μόνο η μια για την άλλη.  Κι όταν ο χρόνος γύρισε κι ο ήλιος βγήκε, ξέχασε η Βασιλική την κάψα του και ένιωσε την κάψα της αγάπης για τον όμορφο ψαρά.
Μα εκειός ήταν ψαράς και εκείνη πειρατίνα κι η θάλασσα το πρόσταξε μόνο πάνω σε πλεούμενο να συναντιούνται και στεριά πότε τους να μην πιάσουν.

Και έτσι το συμφωνήσανε να συναντιούνται στο σκαρί της Βασιλικής τις νύχτες μετά τις μάχες, όταν θα ΄χε χορτάσει το βλέμμα και το μυαλό  από θησαυρούς και θα έψαχνε μετά να χορτάσει μ΄ αγάπη.
Και έτσι γινότανε κάθε βράδυ και έλουζε με το ασημένιο φως του το φεγγάρι, το όμορφο ζευγάρι.
Και κυλούσαν οι μέρες και οι μήνες και έφτασε ο χειμώνας.
Ένα βράδυ του κρύο και λυσσασμένο το φεγγάρι αν και ολόγιομο δεν βγήκε και κρύφτηκε φοβισμένο πίσω από το Σύκερο, το λόφο στην ανατολή. Η θάλασσα σήκωνε κύματα βουνά, αναταραγμένη από την τρίαινα του Ποσειδώνα που τα ΄χε βρει με το ασπρομάλλη βοριά  εκειό το βράδυ και έριχνε ασημένιο χαλάζι ο ουρανός.
Μα ο έρωτας δε λογαριάζει σύννεφα, τρίαινες,  αγέρηδες και χαλάζια και η Βασιλική δεν άντεχε να μη βρεθεί με τον αγαπημένο της. Να ζεστάνει την καρδιά της στην καρδιά του. Να αγκαλιαστούνε πάνω από τα κύματα και ο χαλασμός γύρω να μην υπάρχει. Και έτσι εμπήκε στο καΐκι της να πάει να τον βρει.   Ο μικρός φτερωτός γιος της Αφροδίτης όριζε την πορεία και τη ζωή της.
Βολόδερνε με τσ ΄ ώρες μέχρι να φτάσει στου Λευκάτα τις ακτές. Μόλις πέρναγε το κάβο, ήξερε ότι εκεί παραμέσα την πρόσμενε ο ψαράς της πάνω στο σαπιοκάικό του. Κι έτσι σαν άξια  καπετάνισσα κατάφερε και απέφυγε των βράχων τα δεινά  δόξασε τον Απόλλωνα που ο ναός του χρόνια χτισμένος στην κορφή τους, εκοίταζε τη θάλασσα.  Κι έφτασε στο μικρό φανάρι που έδειχνε στην μαύρη καταχνιά του χαμού  το σκαρί του ψαρά της.
Μα τότε εγίνηκε το κακό. Το θολωμένο κύμα έσπρωξε το ΄να σκαρί απάνω στ΄ άλλο και τσακιστήκανε Κι έφερε με το τράνταγμα τα δυο κορμιά να αγκαλιαστούμε . Κι έτσι αγκαλιά, κοιτάχτηκαν στα μάτια και ο χρόνος πάλι σταμάτησε και ο αέρας κι ο χαμός. Μέχρι που τα χείλη έσμιξαν και χάθηκαν στον αφρό των κυμάτων που δεν λογάριαζαν αγάπη, δε λογάριαζαν νιάτα ούτε κι ομορφιά.
Και να τώρα οι  δυο ψυχούλες  αφήσανε τα κορμιά στην θάλασσα και πέταξαν ψηλά για  του Αχέροντα τα μέρη. πετούσαν χέρι χέρι  να συναντήσουν τον βαρκάρη εκείνο τον σιωπηλό. Και πετώντας πλάι πλάι, ακόμα με τις ματιές του ενωμένες, σκέφτονταν πώς τάχα αυτό είν΄  ευτυχία, να πεθαίνεις κρατώντας εκείνον που αγαπάς.
Και απέ, έμεινε η θάλασσα το ξημέρωμα να κλαίει μονάχη της το χαμό τους και έβγαλε τα κορμιά τους στην χρυσή άμμο, και τα απόθεσε με προσοχή.
Κι η ομορφιά της Βασιλικής απλώθηκε στο ψαροχώρι που από τότε πήρε το όνομα της για να θυμάται ο κόσμος στους αιώνες την λυπημένη ιστορία της.
Κι άμα διαβείς από κει μη ψάξεις να βρεις κάτι να θυμίζει το χαμό. Κάθισε μόνο την ώρα τη δύσης στη χρυσή αμμουδιά και κοίτα τη Βασιλική να φορά τα βραδινά στολίδια της, να μπαίνει στο καΐκι της και να ανοίγεται η λάμψη της στο πέλαγος που θα ΄βρει το ψαρά της.


Σημείωση: το παραμύθι βασίζεται σε μύθο της Λευκάδας,  που αφορά στο πώς πήρε το όνομα του το χωριό Βασιλική, άλλοτε ψαροχώρι και πλέον του κυριότερο τουριστικό θέρετρο της νότιας πλευράς του νησιού.

(http://gym-vasil.lef.sch.gr/)

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου