Το μαντήλι της μάγισσας

Μια φορά κι ένα καιρό, δίπλα από ένα ποτάμι, ήρθε κι έμεινε μια μάγισσα.
Σε ένα μικρό σπιτάκι φτιαγμένο από πέτρα. Πέτρα κρύα σαν την καρδιά της.
Η μάγισσα ήρθε εδώ με ένα σκοπό, να βρει και να φυλακίσει τις νεράιδες του ποταμού. 

Η μάγισσα ήταν κάποτε νεράιδα, αλλά έχασε το μαντήλι της. Έτσι βρέθηκε να τριγυρνά σε όλο τον κόσμο για να το βρει. Το βρήκε στα χέρια μιας άλλης νεράιδας, που έσερνε το χορό, στις όχθες του καταρράκτη και πίσω της όλες οι αδερφάδες της ακολουθούσαν τις προσταγές και τα βήματα της.
Χύμηξε λοιπόν η μάγισσα να της το αρπάξει, μα εκείνη χάθηκε από τα μάτια της και έγινε ένα με το βράχο. Και οι αδερφάδες της σκορπίστηκαν στα νερά και στα πλατάνια και έγιναν αόρατες και η μάγισσα γέρασε σε μια στιγμή από το κακό της κι ορκίστηκε εκεί στα νερά του ποταμού ότι δεν θα άφηνε καμιά νεράιδα λεύτερη.
Και μετά πήγε στο χωριό, σαν γριά, με ένα καλάθι γεμάτο ελιές και ζήταγε να βρει το πιο γενναίο παλικάρι να τη βοηθήσει να τις πάει στο λιοτρίβι δίπλα από το ποτάμι. τάχα να τις κάμει λάδι.
Και ένας λεβέντης, το καλύτερο παλικάρι του χωριού τηνε λυπήθηκε και της πήρε το καλάθι και πήρε μαζί της το δρόμο για το λιοτρίβι, στην άκρη του ποταμού.

Αυτό ήταν, δεν τον ξανάδε κανείς στο χωριό, κανείς στα γύρω μέρη και στο λιοτρίβι που πήγανε βρήκαν μονάχα το σκαλιστό πορσάνικο μαχαίρι του, που ΄χε πάνω στιχάκι γραμμένο με αίμα.

Και ένα μαντήλι λυγερής ποτέ να μη ποθήσεις
Γιατί είναι τα μάγια της χαλκάς 
και πίσω δε γυρίζεις

Και τονε ξεγράψανε όλοι γιατί κατάλαβαν ότι ήταν στα χέρια ξωτικιάς πια και αν ο θάνατος δεν τον είχε εύρη, τότε σίγουρα η τρέλα θα ΄χε φωλιάσει στο μυαλό του και γυρισμό δεν έχει.
 Η μάγισσα του σάλεψε τα μυαλά και τον έκαμε να τρέχει με κάθε προσταγή της να πιάνει τις νεράιδες του ποταμού. Γιατί μόνο οι τρελοί και τα παιδιά μπορούσαν να τις δουν και τις ακούσουν. Και άρα να τις πιάσουν!
Κι έτσι τονε έσερνε μαζί της μέσα σε ένα κοφίνι μεγάλο που το κουβάλαγε στην πλάτη του ένα άλογο μαύρο σαν το θάνατο και κάθε φορά έπιανε ένα σπίτι πέτρινο δίπλα στο ποτάμι και όταν ξημέρωνε που βγαίναν οι νεράιδες στην πρωινή δροσιά να λουστούνε, τον άφηνε λεύτερο να τις παγιδεύει, μέσα από την παγίδα που του στήνανε εκείνες.
Βλέπανε ένα παλικάρι όμορφο, σαν τα κρύα τα νερά, γάργαρο και θέλανε όλες να παίξουνε μαζί του, να το πάρουνε στις υδάτινες σπηλιές τους, να χαρούν τα δροσερά του νιάτα, να νιώσουνε την αγκαλιά του, τα φιλιά και τη ζεστασιά του κορμιού του, μιας και η φύση δεν φρόντισε γι΄ αυτές να ΄χουνε αρσενικό για συντροφιά, και μετά να τον αφήσουνε μισότρελο στην ακροποταμιά, αφού πήραν αυτό που ήθελαν. 
Μα εκείνος ήταν ήδη τρελός και δεν πιάναν τα παιχνίδια τους σε αυτόν. Και τις έβρισκε παντού, ακόμα και όταν γίνονταν διάφανες δίπλα στα βράχια, ακόμα κι όταν άφηναν το άσπρο φουστάνι τους να γίνει ένα με τη δύναμη του νερού και τις άρπαζε από τα μαλλιά και τις φίλαγε να πάρουν τη μορφή τους και άρπαζε το μαντήλι τους με βία και τους έδενε τα χέρια με αυτό και μετά έτσι τις πήγαινε στη μάγισσα και εκείνη αφού κοίταζε μη βρει το μαντήλι της για να το πάρει πίσω και μαζί με αυτό τη παλιά της ομορφιά, τις έριχνε σε μια τρύπα που φρόντιζε να ανοίγει για να φτάνουν σε μια υπόγεια σπηλιά που κανείς δεν θα τις έβρισκε ποτέ!


Να και τώρα λοιπόν εδώ, που η μάγισσα είχε δει τελευταία φορά τη νεράιδα που είχε το μαντήλι της. Το σπίτι δίπλα στα νερά, το παλικάρι να κοιμάται στα γόνατα της και να περιμένει την αυγή που θα ΄βγαιναν οι κυράδες. 
Η ησυχία της νύχτας τρόμαζε. Δεν είχε φεγγάρι. Σκοτάδι μαύρο. Ούτε νυχτοπούλι δεν τόλμαγε να κράξει. Σα να ΄χε πέσει κατάρα στο σκοτάδι και τα δικά του πλάσματα ακόμα σκιάζονταν να ξεμυτίσουν. Κι οι νεράιδες στις σπηλιές τους κρατούσαν την ανάσα τους μην τυχόν και τις ακουρμαστεί το κακό γιατί από το σκοτάδι το περίμεναν.

Μέχρι που η πρώτη αχτίδα του θεού ήλιου βγήκε και αυτές ξεθάρρεψαν και βγήκαν για να λούσουν τα μαλλιά τους. Και να που με το που βγήκαν είδαν τον όμορφο νέο στην όχθη και άρχισαν τα παιχνίδια τους. 

Τρεις βγήκαν!

Η πρώτη στάθηκε στο βράχο, διάφανη σχεδόν πήρε το χρώμα του και άρχισε να χορεύει στο ρυθμό των νερών που έπεφταν από ψηλά.



Η δεύτερη πήρε τη μορφή του νερού και έτρεχε στην άκρη του καταρράκτη μονάχη της αθόρυβα αλλά σκορπώντας μια μυρωδιά από τριαντάφυλλα που μεθούσαν και τον αέρα τον ίδιο.



Και η τρίτη βούτηξε στο ποτάμι με το λευκό της φόρεμα και σκορπίζονταν στα νερά και γλιστρούσε στα βράχια και χανόταν στις βαθιές γούβες του ποταμού και πάλι ερχόταν κοντά και του τραγουδούσε σα σειρήνα τραγούδι γλυκό.


Και ο νέος δασκαλεμένος από τη μάγισσα έκανε πώς τάχα τις έψαχνε από δω και από κει και πώς δεν τις έβλεπε και περίμενε την κατάλληλη στιγμή να τις αρπάξει από τα μαλλιά και τις τρεις αδερφάδες μαζί. Και να τις σύρει στο καλύβι και από κει στην τρύπα.

Μα η μοίρα όριζε άλλα! Και κανένας δε μπορεί να τα βάλει μαζί της.

Η γριά από το φεγγίτη αναγνώρισε μέσα στο νερό την κυρά με το λευκό φουστάνι ότι εκείνη κράταγε το γαλανό της μαντήλι.
Το είδε καθαρά να απλώνεται στη γούβα του νερού και να γίνεται ένα με τον νερό και έχασε την υπομονή της γιατί ήθελε να γίνει νέα  πάλι και να κρατήσει το παλικάρι για δικό της, γιατί αφού ήταν γριά την έβλεπε σα μάνα του! Κι εκείνη τον είχε αγαπήσει.
Κι έτσι πετάχτηκε με μιας έξω και άπλωσε τα ξερακιανά της χέρια να την πιάσει και έπεσε με βια πάνω στα βράχια και διαλύθηκε σαν πέτρα σε κομμάτια μαύρα μικρά και χάθηκε και το παλικάρι ξύπνησε από την τρέλα και έπιασε τη νεράιδα με τα δυο μαντήλια από τα μαλλιά και οι αδερφάδες της σκιαχτήκανε και φύγανε σαν το νεράκι.

Με ένα φιλί του και με τα δυο μαντήλια της στα χέρια του, την πήρε και πήγαν στο χωριό του και την έκανε γυναίκα και κυρά του.
Και τα μαντήλια τα ΄καψε τ΄ Αη Γιαννιού στη φωτιά, στο κέντρο της πλατείας και ποτέ δεν ξανάγινε νεράιδα και έμεινε εκεί αιχμάλωτη της καρδιάς του για πάντα!



Ευχαριστώ τον Ανδρέα Στραγαλινό που με αφήνει να "να ντύνω με τα τρελόρουχα μου τις φωτογραφίες του!

Στο Δημοσάρη

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου