Η ασημένια αλυσίδα


Το παλιό μονοπάτι είχε χρόνια να νιώσει το βάρος των βημάτων κάποιου ανθρώπου. Μόνο τα ζωντανά της φύσης το διάβαιναν πια και το μόνο βάρος ήταν εκείνο της βλάστησης ή του χιονιού, που σιγά σιγά το κατάπιναν, εξαφάνιζαν την ύπαρξή του, έσβηναν κάθε ίχνος της.

Παλιά ένωνε το χωριό της Λίμνης με τα βοσκοτόπια και το μικρό ξωκλήσι του Αγίου Μάμα, που φωλιασμένο σε μια μικρή σπηλιά στην άκρη του γκρεμού γέμιζε από τσοπάνηδες κάθε αρχές Σεπτέμβρη, λίγο πριν πάρουν το δρόμο προς τον κάμπο με τα ζώα τους.

Για να φτάσεις στο ξωκλήσι περνούσες από μια πλατωσά, στα ριζά του βράχου. Εκεί ήταν τρία πηγάδια, που ξεδιψούσαν ανθρώπους και ζώα. Το χειμώνα ο τόπος ερήμωνε, το χιόνι ήταν πολύ και έκανε το μονοπάτι αδιάβατο.

Πάνε πάνω από εκατό και βάλε χρόνια που κανείς άνθρωπος δεν ξαναπάτησε ποτέ σε αυτά τα μέρη.

Ήταν λίγο μετά τη γιορτή του αγίου και σιγά σιγά οι τσοπάνηδες μάζευαν τα νοικοκυριά και τα ζωντανά τους για να κατέβουν στα χωριά. Στο βουνό το φθινόπωρο έρχονταν νωρίς και σκόρπιζε τα χρώματά του γενναιόδωρα.

Από το χωριό ανέβηκε εκείνο το πρωί η κόρη του παπά να καθαρίσει το εκκλησάκι να το αφήσει καθαρό για το χειμώνα. Πανέμορφο κορίτσι, σα ξωτικιά με μακριά ξανθά μαλλιά και μάτια σα σμαράγδια που έλαμπαν από υγεία και καλοσύνη. Το ΄χε τάμα από μικρή να καθαρίζει μετά τη γιορτή το ξωκλήσι. Συνήθως ανέβαινε με καμιά φιλενάδα της αλλά εκείνο το πρωί ανέβηκε μονάχη της.

Στα πηγάδια στάθηκε κι ήπιε νερό και χαιρέτησε με κατεβασμένο το κεφάλι της ένα νεαρό βοσκό που σκάλιζε ένα κλαδί και σιγοτραγουδούσε. Οι ματιές τους συναντήθηκαν για μια στιγμή μονάχα και ήταν σα να χτύπησε και τους δυο κεραυνός. Τα καταπράσινα μάτια της έστειλαν στα κατάμαυρα του νέου μια υπόσχεση μυστική που μόνο οι ψυχές τους την ένιωσαν. Εκείνη έπιασε βιαστικά το μονοπάτι προς το ξωκλήσι κι εκείνος συνέχισε το τραγούδι του χαμογελώντας.
Σάρωσε το ξωκλήσι, έσβησε τα καντήλια, μάζεψε τα κεριά, φίλησε την εικόνα του Αγίου και τράβηξε την ξύλινη πόρτα πίσω της. Ο ήλιος είχε ανέβει κάμποσο κι η ζέστη του την αγκάλιασε σφιχτά. Έβγαλε το μαντήλι της και τα ξανθά μαλλιά της έλαμψαν.

Στα μέσα του μονοπατιού, πριν να φτάσει στα πηγάδια, γύρισε και μπήκε σε ένα στενό πέρασμα πάνω από το γκρεμό και με προσοχή έφτασε σε μια μικρή εσοχή του βράχου. Ο νεαρός βοσκός με τα κατάμαυρα μάτια την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του κι εκεί στην δροσιά του βράχου η υπόσχεση που είχαν δώσει τα μάτια τους νωρίτερα έγινε πράξη.

Μέσα στο φως της αγάπης που τους ένωσε όμως δεν ένιωσαν μια μαύρη σκιά που τους κοιτούσε θολωμένη κι έμελλε να αλλάξει τα πάντα σε εκείνο τον τόπο.

Η κοπέλα πήρε το δρόμο του γυρισμού. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και τα πόδια της ήταν σα να ΄χαν βάλει φτερά και να πετούσαν. Ο νους της ήταν στη μέρα εκείνη, σε κάνα μήνα από τώρα, που ο μαυρομάτης αγαπημένος της θα χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού της και θα ζητούσε να την κάνει γυναίκα του. Κρατούσε σφιχτά στα χέρια της μια ασημένια αλυσίδα, που έδενε την υπόσχεσή του. Μια αλυσίδα μαγική, όπως της είπε που θα τους ένωνε για πάντα.

Πέρασε τον τελευταίο βράχο και φάνηκαν μπροστά της τα πηγάδια. Της φάνηκε περίεργο που ΄ταν πνιγμένα μέσα σε ένα πέπλο θολό υγρασίας, ίσα που διέκρινε τις πέτρινες μορφές τους. Κάτι σαν πέταγμα στην καρδιά της την έκανε να σταθεί λίγο, σαν φόβος της φάνηκε.

Άκουσε το όνομά της από φωνή γνωστή, του αδερφού της. Έδιωξε το φόβο και έτρεξε κοντά του να του μιλήσει. Είχε να τον δει από τη γιορτή του Αγίου, και πιο πριν από την άνοιξη, που ΄φυγε με τα ζώα από το χωριό για να ανέβει εδώ πάνω.

Τη δέχτηκε με αγκαλιά, και με ένα φιλί ζεστό στο μάγουλο της. Τόσο ζεστό που την έκαψε. Κι ύστερα έκανε πίσω να δει το πρόσωπό του. Δυο μάτια αγριεμένα την κοιτούσαν με θυμό, σχεδόν με μίσος. Και πριν προλάβει να πει λέξη, τα χέρια που πριν την αγκάλιασαν, την έσπρωξαν πίσω στο χείλος του πηγαδιού. Και λόγια μαχαίρια βγήκαν από το στόμα του αδερφού της. Ατιμασμένη την είπε, ντροπή της φαμίλιας τους που τόλμησε να την αγγίξει αρσενικό πριν το στεφάνι και με μάτια θολωμένα την πέταξε στον πάτο με οργή. Στα χέρια του έμεινε μια ασημένια αλυσίδα.

Μια ασημένια αλυσίδα που του έκαψε τα χέρια κι έκανε να την πέταξε σαν μίασμα μακριά του, μα εκείνη κόλλησε πάνω του.

Η κραυγή της απλώθηκε σε όλη την πλατωσά, και τα βράχια και το βουνό ολάκερο τραντάχτηκε και σείστηκε και ένα βουητό μεγάλο έκανε το φονιά να φύγει τρέχοντας προς το ξωκλήσι, τινάζοντας τα χέρια του με μανία να διώξει την αλυσίδα που τον έκαιγε.

Οι τσοπάνηδες έτρεξαν προς τα πηγάδια μα δεν μπόρεσαν να δουν τίποτα άλλο πέρα από ένα πέπλο κάτασπρο, που κάλυψε τα πάντα και το βουητό που δεν ήταν άλλο από την ηχώ της κραυγής της άμοιρης κοπέλας, τους έκανε να πέσουν στα γόνατα και να σταυροκοπιούνται.

Ο φονιάς αδερφός, τυφλωμένος από την οργή της ντροπής που λέρωσε την τιμή της οικογένειας του, και με χέρια που έκαιγαν από το ασήμι, βρέθηκε μπροστά στον αγαπητικό της αδερφής του. Η ασημένια αλυσίδα μαρτύρησε το φονικό και έδεσε χειροπόδαρα το φονιά που έχανε τα λογικά του.

Παραδόθηκε στους χωροφυλάκους στο χωριό από τους βοσκούς και λένε πώς πέθανε στη φυλακή από μια ασημένια αλυσίδα που βρέθηκε τυλιγμένη γύρω από το λαιμό του.

Ένα χρόνο μετά, την ίδια μέρα, ο βοσκός με τα κατάμαυρα μάτια, μπήκε στα τυφλά μέσα στο λευκό πέπλο των πηγαδιών και δεν ξαναβγήκε ποτέ.

Μέρες μετά κάποιος που θέλησε να πλησιάσει, άκουσε δυο κραυγές, ένα κορίτσι κι ένα αγόρι να φωνάζουν απελπισμένα και τον ήχο μιας αλυσίδας που σε λίγο έπεσε στο νερό και χάθηκε.

Φοβήθηκε κι έφυγε τρέχοντας και διέδωσε το νέο σε όλη την περιοχή. Ποτέ κανείς δεν ξαναπλησίασε εκεί. Κι ο τόπος έμεινε για χρόνια καλυμμένος κάτω από εκείνο το άσπρο πέπλο.

Τα χρόνια πέρασαν κι ένας μοναχικός επισκέπτης, που άκουσε την ιστορία από μια βάβω στο χωριό, ψάχνοντας να βρει το ξεχασμένο ξωκλήσι, και τα πηγάδια, τάραξε με τα βήματά του το παλιό μονοπάτι. Μα δεν μπόρεσε να περάσει από το πέπλο.

Κάτι τον έδιωξε μακριά. Δεν είναι ώρα ακόμα. Δεν έχουν ηρεμήσει οι ψυχές.

Αργότερα θα ξανάρθει.





Ευχαριστώ τον Λάμπρο Τ. για την παραχώρηση των φωτογραφιών του

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου