Το πηγάδι με το κόκκινο μαντήλι


Από τόσο δα που ήταν άκουγε τις ιστορίες για τα πηγάδια.




Η βαβά της συνήθιζε τα βράδια να την κοιμίζει με δαύτες. Τήνε κράταγε στην αγκαλιά της, της χάιδευε τα μαύρα μακριά μαλλάκια της κι αρχίνιζε να της εξιστορεί, πώς η τρύπα που δίνει ζωή με το φως του ήλιου, γίνεται τρύπα που σε κάνει να χάνεις τα λογικά σου τη νύχτα.

Κάθε βράδυ κι άλλη ιστορία. Τις θυμάται όλες. Τόσα χρόνια μετά και τις θυμάται μια μια.

Γύρισε στο χωριό μετά από χρόνια.

Τη μάνα της δεν τη γνώρισε. Πέθανε μόλις τη γέννησε, και ο πατέρας της λίγους μήνες μετά πέθανε και εκείνος. Δεν της είχαν πει  ποτέ το πώς. Θα το μάθαινε απόψε.

Η βαβά της, η μάνα του πατέρα της που τη μεγάλωσε και την έστειλε από τα 12 της στη θεια της στη χώρα να τελειώσει το σχολειό και να πάει μετά να σπουδάσει, ήταν κρεβατωμένη μέρες τώρα! Από την ώρα που έφυγε για την Αθήνα, δέκα χρόνια πριν, είχε να πατήσει το ποδάρι της εκεί. Ανέβαινε η βαβά της μια δυο φορές το χρόνο στην πρωτεύουσα και την έβλεπε και την κοίταζε με παράπονο στα μάτια που ΄χε ρίξει μαύρη πέτρα και πίσω δε γύρναγε. Και τότε ακόμα, στην πόλη παρ΄ όλο που δεν ήταν πια παιδί, η βαβά της της χάιδευε τα μαύρα μακριά μαλλιά της τις νύχτες και την αποκοίμιζε με εκείνες τις ιστορίες για τα πηγάδια.Τι εμμονή κι αυτή με τα πηγάδια.

Να τη λοιπόν στο χωριό. 

Πόσο είχε αλλάξει! 
Στην αρχή τρόμαξε, αλλά μετά όμως είδε και γνώριμες γωνιές ίδιες, που της έφερναν στη μνήμη παιδικές αθώες στιγμές. 
Να εκεί που θυμόταν εκείνα τα χαμόσπιτα των μπαρμπάδων της, είδε νέα σπίτια καλοτυχισμένα αλλά από την άλλη στεκόταν ακόμα τα χαλάσματα της παλιάς εκκλησιάς που έπαιζε με τα ξαδέρφια της. 
Η μεγάλη πλατεία πλακόστρωτη, με τα καφενεία να ΄χουν τα τραπεζάκια έξω και οι παραθεριστές από την ξενιτιά, (απ΄τις μεγαλουπόλεις εντός Ελλάδας, αλλά και απ΄την Αυστραλία και το Καναδά), που ήταν την περίοδο εκείνη, τέλη Αυγούστου, στο χωριό, κάθονταν και έπιναν το καφέ τους. 
Το σπιτάκι της ίδιο, περιποιημένο, ασβεστωμένο, πριν κρεβατωθεί η βαβά το ΄χε ετοιμάσει, να είναι έτοιμο, μη τη βρει ο θάνατος και είναι το σπιτάκι της αμάζευτο. Και παραδίπλα η θεια Ανάστω με την αιώνια νταντέλα στο χέρι να την κοιτά πίσω από τα γυαλιά με τον κοκάλινο σκελετό, να προσπαθεί να καταλάβει ποια είναι τούτη η κοπέλα με τα μαύρα μακριά μαλλιά που βγήκε απ΄το αυτοκίνητο.

"Τι χαλευ΄ς καμαρ΄ μ΄; τη ρώτησε, ενώ τα χέρια της δε σταματούσαν να δουλεύουνε το αγκερίδι.
"Δε με γνώρισες θεια; Η Μαύρα είμαι" . Τα ΄χασε η Ανάστω, σταμάτησε να πλέκει και σηκώθηκε, τήνε πλησίασε και την έσφιξε δυνατά! "Ου Μάυρα μ! Τι κάν΄ς ψχή μ; Τα ΄μαθες για τη βαβά σ κι ήρτες ε; Στα τελευταία της είν΄ψχή μ΄και τα ΄χασε και όλο για τα πηγάδια λέει και σε φώναζε να ΄ρτεις λέει να σου πει". "΄Ηρθα θεια, τώρα θα μείνω λίγες μέρες, πα να δω τη βαβά μου."

Πλησίασε την πράσινη πόρτα και γύρισε το κλειδί, μπήκε. Το σπιτάκι μοσκοβολούσε, ποτέ δεν κατάλαβε τι μυρωδιά ήταν αυτή. Κάθε φορά που έμπαινε μοσχοβολούσε όμως. Θα το γνώριζε ακόμα κι αν είχε τα μάτια της κλειστά, από τη μυρωδιά. Η θεια της ήτανε στη κουζίνα, μαγείρευε, δεν την άκουσε και έτσι μπήκε στην κάμαρη. 
Άσπρα μαλάκια πλεγμένα σε πλεξούδες που έφτιαχναν ένα στεφάνι γύρω από το κεφάλι της. Της θύμισε φωτοστέφανο, σαν άγγελος εκεί η βαβούλα της, ξαπλωμένη στο κρεβατάκι της, μια σταλιά γυναίκα. Πόσο την αγαπούσε!

"Βαβουλα ήρθα", της ψιθύρισε, και εκείνη άνοιξε τα μάτια της, που είχαν χάσει το χρώμα τους και θύμιζαν εκείνα τα καλοκαιρινά διάφανα συννεφάκια που κόβουν βόλτα μονάχα τους στον ουρανό, της χαμογέλασε και άπλωσε τα χεράκια της,να της χαϊδέψει τα μαλλιά. 
"Ήρθες Μαύρα μου, σε περίμενα, πρέπει να σου πω την τελευταία ιστορία, πες στη θεια σου να φύγει, θέλω να ΄μαστε μονάχες".

Η θεια της κατέβηκε στη χώρα. 
Ήρθε και έκατσε δίπλα στη βαβά της, ακούμπησε το κεφάλι της στους ώμους της, και της ζήτησε να της χαϊδέψει τα μαλλιά. κι η γιαγιά άρχισε:

"Απόψε θα σου πω ψχή μ την τελευταία ιστορία μου. 
Το ξέρεις το πηγάδι στο Μεγάλο Αλώνι, εκειό το μοναχό του, που σπάνια πήγαινε ο κόσμος για νερό; Γι΄ αυτό θα σου πω απόψε. 
Πάνε τριάντα χρόνια, ένα βράδυ του Δεκέμβρη, σε ένα σπιτάκι μια κοπέλα κοιλοπόναγε και περίμενε να γεννήσει το παιδί της. Ο χειμώνας είχε έρτει νωρίς κείνη τη χρονιά, έβρεχε και έκανε χιονιά, που σου πάγωνε και την καρδιά ακόμα. Η κοπέλα δεν μπόρεσε να κατεβεί στη χώρα, τήνε πιάσανε οι πόνοι και η πεθερά με τσι γειτόνισσες τη ξεγεννήσανε και της βάλανε στην αγκαλιά τη θυγατέρα της που ΄χε μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια που λάμπανε. 
Ο άντρας της περίμενε απ΄ έξω και μπήκε να πάρει αγκαλιά το παιδί του. Μα την ίδια στιγμή που έσκυβε να πάρει το μωρό αγκαλιά, έκλεισαν τα μάτια της γυναικός του και άφηκε εκεί την τελευταία της πνοή. Κι έμεινε ο έρμος με μισή χαρά, να κρατά από τη μια τη ζωή και από την άλλη το θάνατο. 
Καρδιά, είπε ο γιατρός την άλλη μέρα. Και τήνε θάψανε με ένα κόκκινο φουστάνι, κι αυτός δε ξαναμίλησε κι ούτε ξανάπιασε το μωρό αγκαλιά. 

Στις εννιά μέρες άνοιξε το μπαούλο της γυναικός του και άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα προικιά της, μέχρι που βρήκε ένα κόκκινο μαντήλι και το ΄δεσε στο χέρι του κι έφυγε. Τα προικιά της γυναίκας του ήταν όλα άσπρα. Δε θυμότανε κανείς απ΄τα καρφώματα κόκκινο μαντήλι, και δε μπορούσανε να καταλάβουν πώς βρέθηκε εκεί. Έφυγε που λες και δεν το ξανάδε ποτέ κανένας. 

Μέρες τονε ψάχνανε, μέχρι που βρήκανε δεμένο το μαντήλι σε ένα σίδερο δίπλα στο άνοιγμα του πηγαδιού στο Μεγάλο Αλώνι. Το πηγάδι ήτανε σκεπασμένο, και είπανε ότι θα ΄πεσε και κάποιος περαστικός θα το ΄δε ξεσκέπαστο και έβαλε το καπάκι να μη πέσει κανένας μέσα. 

Το ανοίξανε λοιπόν και μπήκανε να δούνε και βρήκανε που λες το μικρό αράπη του πηγαδιού να κάθεται σε ένα κοντρί, στη μέση του πηγαδιού, να τους γελάει και να αστράφτουν τα άσπρα του δόντια, και να τους λέει:

" Φέρτε τη βαβά του μωρού, 
  φέρτε τη βαβά του μωρού, 
  τήνε θέλει ο αφέντης μου, 
  του πηγαδιού". 

Στην αρχή δε καταλάβανε, τα ΄χασανε κι όλας γιατί είχανε καιρό να δούνε αραπάκι του πηγαδιού και δεν το πολυπιστεύανε. Με εκείνο με τα άσπρα μαργαριταρένια του δόντια να γελάνε, έλεγε και ξανάλεγε:

" Φέρτε τη βαβά του μωρού, 
  φέρτε τη βαβά του μωρού, 
  τήνε θέλει ο αφέντης μου, 
  του πηγαδιού"

 Όταν καταλάβανε ότι ο αραπάκος είναι αληθινός κάνανε να τόνε πιάσουνε αλλά αυτός βούτηξε στο νερό και εχάθη.

Πήγανε λοιπόν στο χωριό και είπανε στη μάνα του τα μαντάτα. 
Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόν΄ όταν πήγε νύχτα, την ώρα που ΄τανε το φεγγάρι ψηλά στον ουρανό, εσκέπασε καλά το μωρό σε μια κόκκινη βελέντζα και το πήρε στην αγκαλιά της και πήγε μονάχη της στο Μεγάλο Αλώνι.

Πήγε και στάθηκε πάνω από το πηγάδι και φώναξε τρεις φορές:

"Κόκκινο επήρες, κόκκινο έφερα
 έβγα αφέντη να σε δω"

Περίμενε λίγη ώρα και μετά είδε το αραπάκι με τα άσπρα δόντια που γελάγανε και της είπε!

"Φέρε μου το κόκκινο που έφερες" 
και του ΄δωκε το μωρό που ΄τανε τυλιγμένο στη κόκκινη βελέντζα, και το πήρε και βούτηξε στο πηγάδι. Σαν περάσανε τρεις ώρες, εβγήκε ο αραπάκος και της το ΄δωκε πίσω! 

"Ο αφέντης του πηγαδιού έχει και τη κυρά του" 
της είπε, και μετά της έδωκε ένα σταυρό με ένα κόκκινο πετράδι, και σκιάχτηκε η γριά. Γιατί ήταν ο σταυρός της μάνας του μωρού, της πεθαμένης.
Και πλησίασε το πηγάδι και έσκυψε να δει. 

Και είδε, τη νύφη της πανώρια με το κόκκινο φουστάνι να κρατάει το χέρι του γιου της που φόραγε τα γαμπριάτικα του και της γελάσανε και της είπαν: 
"Πήγαινε μάνα και αγάπα τη Μαύρα μας, και μη ξανάρθεις στο πηγάδι" 
Και έφυγε η γριά και μεγάλωσε το κορίτσι και κάθε βράδυ τη νανούριζε με τσ'  ιστορίες της μάνας και του πατέρα της"

Κι ιστορία της βαβάς τέλειωσε εκεί, απότομα, και έβγαλε κάτω από το προσκεφάλι της ένα κουτάκι βελούδο κόκκινο και έβγαλε από μέσα ένα σταυρό με κόκκινο πετράδι και της το ΄βαλε στο λαιμό.

Κι έμεινε η Μαύρα αποσβολωμένη και λέξη δεν έβγαλε, κι η βαβούλα της έκλεισε τα μάτια της ευχαριστημένη και δεν ξαναξύπνησε.

Μετά την κηδεία δεν την κράταγε ο τόπος, ανέβηκε στο Μεγάλο Αλώνι, στο πηγάδι, και έβγαλε το καπάκι του και κοίταξε μέσα. 
Δυο ζευγάρια μαύρα μάτια της γελούσανε, και ένα αεράκι την αγκάλιασε.

Κι έφυγε. Και φόρεσε το σταυρό με το κόκκινο πετράδι.

Μετά από ένα μήνα γύρισε στο χωριό και δε ξανάφυγε ποτέ!



Ευχαριστώ πολύ τον Ανδρέα Στραγαλινό για τη φωτογραφία του

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου