Στη Λευκάδα του Οδυσσέα


Η επιστροφή στον τόπο που σου έδωσε δύναμη κάποτε να σταθείς στα πόδια σου είναι ευλογία και κατάρα μαζί. Ευλογία γιατί η δύναμη παραμένει εκεί και θα την πάρεις φεύγοντας μαζί σου. Κατάρα γιατί ο κίνδυνος να εγκλωβιστείς στα θέλγητρά του και να μη φύγεις ποτέ, είναι μεγάλος.

Ο τόπος μου …  η Λευκάδα.  

Ένα νησί που ταξιδεύει αιώνες τώρα στο βαθύ γαλάζιο του Ιονίου αλλά δεν αφήνει κι από κοντά την στεριά. Διχασμένο ανάμεσα στην αλμύρα της θάλασσας και στη γλύκα των καρπών της γης στέκει σαν βαπόρι στην άκρη του λιμανιού κι όλο άγκυρα σηκώνει αλλά πανιά δεν ανοίγει. Όμως κουβαλάει στ΄ αμπάρια του θησαυρούς θαλασσινούς και στεριανούς, ισάξια μοιρασμένους σε μια μοναδικότητα που κάνει τη Λευκάδα να ξεχωρίζει από τ΄ άλλα  Επτάνησα. 

Επέστρεψα μετά από χρόνια εκεί κι αρχίνησα πάλι τους περιπάτους.

Από τους πολύ αγαπημένους μου,  τα πρωινά του καλοκαιριού, είναι να φεύγω από το χωριό του πατέρα μου, το Βλυχό,  να κινούμε ανατολικά  βαδίζοντας περιμετρικά του ομώνυμου με το χωριό κόλπου, να διασχίζω τον σκιερό δρόμο στο Γένι και να καταλήγω στη μικρή χερσόνησο της Αγίας Κυριακής, της Κυράς του βράχου.
Λίγο πριν το εκκλησάκι που στέκει κάτασπρο απέναντι στο πολύχρωμο και πολύβουο Νυδρί, κάθομαι να ξαποστάσω στον μαρμάρινο τάφο του Γερμανού αρχιτέκτονα και αρχαιολόγου Wilhelm Dörpfeld. Λάτρης του Ομήρου και της Λευκάδας, ο ξένος αυτός αφιέρωσε τη ζωή του για να αποδείξει ότι το νησί μου είναι η Ομηρική Ιθάκη.

Πάντα έχω μαζί μου σ΄ αυτόν τον περίπατο το βιβλίο του, το «Alt Ithaka». Κάθομαι δίπλα του, εκεί που αναπαύει το πνεύμα και την ψυχή του. Από δω αγναντεύω  το νησί, όπως κι εκείνος κι εδώ έμαθα να απομονώνω  τους ήχους των ανθρώπων και ν΄ αφήνομαι στο άκουσμα των στίχων της Οδύσσειας, που το πνεύμα του ψιθυρίζει ανάμεσα στις φυλλωσιές παλεύοντας να με πείσει για τη θεωρία του. Εύκολα πείθομαι αφού σχεδόν κάθε αρχαία πέτρα σε τούτο το νησί είναι δική του ανακάλυψη.

Οι Ομηρικοί στίχοι με ταξιδεύουν απέναντι στους Σκάρους ή για τον Όμηρο, στο Νήϊον, το θεϊκό βουνό με τις αιωνόβιες βελανιδιές που στους πρόποδες του, ερημίτης, περίμενε υπομονετικά την επιστροφή του γιου του ο γερο-Λαέρτης στο εύφορο κτήμα του, που πάμπολλα χρόνια μετά  έγινε το κτήμα του Πασά κατά την Τουρκοκρατία. Σήμερα το κτήμα περιμένει μια αξιοποίηση …  τουριστική, ενώ για χρόνια ήταν ένας μικρός παράδεισος φιλοξενώντας παιδικές κατασκηνώσεις κάτω από τη δροσιά των πλατάνων του. Ακόμα ακούω τις παιδικές φωνές, όταν παιδί κι εγώ, έφτανα με τον παππού και τη γιαγιά στην παραλία παρακάτω  για μπάνιο.

Ένα τζιτζίκι ξεσπά σ΄ ένα παραλήρημα για να μου θυμίσει ότι ο ήλιος ανέβηκε αρκετά κι η λάμψη του στην είσοδο του κόλπου του Βλυχού κάνει τα κατάρτια των σκαριών στο καρνάγιο να μου θυμίζουν ξαφνικά τα πλοία του πολυμήχανου βασιλιά που αφήνουν πίσω τους το λιμάνι και  με ανοιχτά πανιά ξεκινούν για την Τροία. Μου ΄λεγε ο πατέρας μου, όταν ήταν μικρός που ανέβαινε με τα αδέρφια του στην Αμαλή, το λόφο που στα ριζά του είναι χτισμένο το Βλυχό ότι από ψηλά ξεχώριζαν στο βυθό αρχαία κτίσματα, του λιμανιού ίσως της «Ιθάκης». Σήμερα μόνο ελαστικά, δίχτυα και τσιμεντόλιθους μπορώ εγώ να διακρίνω …

Μιας και το βλέμμα μου γύρισε προς το νότο, βρήκαν αφορμή οι στίχοι του κοιμώμενου αρχαιολάτρη να μου θυμίσουν την επιστροφή του Οδυσσέα.  Ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ τώρα φάνηκε στο δρόμο να πηγαίνει προς τα νότια χωριά αλλά στο αλλοτινό μονοπάτι θα φαινόταν η μοναχική φιγούρα του να επιστρέφει έχοντας ήδη στο μυαλό του, απ΄ όταν μίλησε, κι έμαθε τι κάνουν στο παλάτι του οι μνηστήρες, στον πιστό του Εύμαιο, πίσω στην Χοιροσπηλιά στην Εύγηρο.

Τι θα ΄νιωσε άραγε, όταν αντίκρυσε από ψηλά το λιμάνι και την πόλη του; Θα κοντοστάθηκε ίσως εκεί στο αγνάντιο και θα σκούπισε το δάκρυ που κύλισε στο μάγουλό του. Στο αγνάντιο σήμερα σταματάνε δέκα δέκα τ΄ αυτοκίνητα κι οι τουρίστες φωτογραφίζουν τον κόλπο και το κοσμοπολίτικο Νυδρί.

Ο ήλιος πια ζέστανε για τα καλά κι η δίψα μ΄ έκανε να στραφώ απέναντι, πάνω από το τουριστικό χάος, στο Νιοχώρι και να αναζητήσω το Μαυρονέρι, τη δροσερή πηγή που έδινε νερό στην πόλη και το παλάτι. Κρυμμένη τώρα πίσω από πολυτελείς βίλες που οι ένοικοι τους αποζητούν την ηρεμία και την υπέροχη θέα που τους προσφέρει το ύψωμα, παραμένει σιωπηλή και μάλλον στεγνή. 

Καημένε Wilhelm, άραγε το πνεύμα σου που ψιθυρίζει τους στίχους του Ομήρου γύρω μου μπορεί να διακρίνει τις αλλαγές που απ΄ το 1940 που πέθανες έχουν συμβεί στο τοπίο που αγάπησες και αναζητούσες στα έγκατα του τα απομεινάρια του Οδυσσέα σου;

Τον αποχαιρετώ μ’  ένα χάδι πάνω στο μαυρισμένο μάρμαρο και φτάνω σε δυο λεπτά στο εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής παρακάτω. Έχει περάσει η ώρα, έπιασε ζέστη και σκέφτομαι την επιστροφή.  Ζόρικη μου φαίνεται αλλά μια ματιά στη Μαδουρή απέναντι, το νησί του Βαλαωρίτη με κάνει να χαμογελώ…

Στίχοι του Ομήρου με συντρόφεψαν στην ανάπαυλά μου, στίχοι του Βαλαωρίτη θα με συντροφέψουν στην επιστροφή.

 

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου