"Δεν στο ΄πα χαλασιά μου στο μύλο να μη πας ......"

"Δεν στο ΄πα χαλασιά μου στο μύλο να μη πας ......"

Ξύπνησε και βρέθηκε να το μουρμουρίζει .... Στάθηκε μπροστά στο παραθύρι και κοίταξε πέρα στο ύψωμα, το μύλο.



Το τραγούδι σαν ψίθυρος τ΄ αέρα, έφτανε στ΄ αυτιά του και έβγαινε από το στόμα του. Ήταν σαν να ΄ρχονταν πίσω από την κουρτίνα που χόρευε στο πρωινό αεράκι. Με τη φωνή εκείνης της βαβάς ηπειρώτισσας, του αδερφικού του φίλου. Τότε, που  είχε μείνει στο χωριό ένα δυο χειμώνες και τα βράδια μαζεύονταν δίπλα απ΄τη γωνιά στη ζέστα, δυο λιανόπαιδια, να κάθονται να τρώνε λουκουμάδες, που 'φτιανε η κυρά Σταμάτα, και να την ακούνε να τους λέει παραμύθια απ΄ το Λίθινο, το χωριό της, και να τους τραγουδάει αυτό το τραγούδι, σα μοιρολόι, γιατί είχε χάσει κάποτε την κοπέλα της στο μύλο.

Κοπέλα ... και έτσι όπως έπαιζε η κουρτίνα και του χάιδευε το πρόσωπο, μαζί με το τραγούδι, του ΄φερε στο νου κι ένα γέλιο, γαργαριστό, σα νεράκι στο ρυάκι, κι ένα άσπρο φόρεμα με μια κορδέλα θαλασσιά δεμένη στη μέση και μαύρα μαλλιά ξέπλεκα στον αέρα, κι ένα πρόσωπο όλο γλύκα που έκανε τότε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή..... Μαρία ....


Η καμπάνα τ΄ Αη Σπυρίδωνα τον επανέφερε για λίγα λεπτά στο σήμερα. Έκανε βιαστικά το σταυρό του, συνειδητοποιώντας ότι είναι πρωί Δεκαπενταύγουστου και κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα. Η εκκλησιά δεν είχε σχολάσει και έτσι στην πλατεία είχε ησυχία. Διάλεξε να κάτσει στη μεριά που ο μύλος φαινότανε. Ο μύλος του πατέρα του.
Κι εκεί με τον καφέ που του ΄φκιασε ο μπαρμπα-Γιώργης, άφηκε το μυαλό του πάλε να πάει πίσω. Είκοσι χρόνια πίσω. Το αποζήταγε κι η μέρα ... Παραμονές Δεκαπενταύγουστου ήταν ...

"Εκείνο το απόγευμα, δεν του κανε καρδιά να φύγει από το μύλο. Εκεί μεγάλωνε, εκεί έπαιζε απ΄ όταν θυμότανε τον εαυτό του. Στο μύλο του πατέρα του. Μυλωνάδες πάππου προς πάππου. Χρόνια ο μύλος τους ετάιζε.  Βοήθαγε τον πατέρα του και ήξερε να κάνει τα πάντα. Να καθαρίζει τις μυλόπετρες, να βάνει τα σακιά με το στάρι στη σειρά, να σιάζει τα πανιά της φτερωτής ...
Δεν το ΄χε βέβαια σκοπό να γίνει μυλωνάς, αλλά δεν θα τονε χάλαγε κι όλας. Το αγαπούσε το χωριό του, αγαπούσε το μύλο του, αγαπούσε τη μυρωδιά απ΄το στάρι και να το βλέπει να θρυμματίζεται κάτω από τις βαριές πέτρες. Αγαπούσε και να κάθεται με το βασίλεμα του ήλιου κάτω από τη φτερωτή, την ώρα που έκοβε ο αέρας, και να βλέπει τα πανιά πάνωθε του να τον ταξιδεύουν στο ουρανό σαν τρεχαντήρια με φτερά.
Εκείνο το απόγευμα όμως ήταν ανήσυχος. Δεν μπορούσε να φτιάξει με το μυαλό του ταξίδια στα σύννεφα. Κάτι τον έτρωγε, είχε μια ανησυχία και όλο στο νου του ερχότανε εκείνο το τραγούδι της βαβάς Ηπειρώτισσας, με πιο αργό ρυθμό, πιο μελαγχολικό, πιο μοιρολόι από ποτέ...

Το τραγούδι χάθηκε για λίγο, όταν μια ευωδιά από φρεσκάδα και το γέλιο που τάραζε την καρδιά του φάνηκε στο μονοπάτι. Η Μαρία, με τα άλλα κορίτσια πηγαίνανε στο ξωκλήσι της Παναγιάς, να στολίσουν την εικόνα και να πάρουνε την ευλογία του παπά-Γρηγόρη. Φορούσε άσπρο φουστάνι που ανέμιζε πάνω από τις παπαρούνες του μονοπατιού και το βήμα της ανάλαφρο έμοιαζε  να πετούσε, η γαλάζια κορδέλα ένα κομμάτι ουρανού δεμένη σφιχτά γύρω από τη λεπτή της μέση. Τα μαύρα μαλλιά ξέπλεκα σαν χελιδόνια πίσω της που πετούσαν γοργά να την προλάβουν.

Για μια στιγμή αφέθηκε να ταξιδεύει πάνω σε μια γαλάζια κορδέλα ουρανού, με το τρεχαντήρι της φτερωτής και τ΄ άσπρα πανιά,  μαζί της ψηλά στον ουρανό και γύρω τους έβρεχε παπαρούνες, κόκκινες, σαν αίμα.
Μέσα σε μια στιγμή, όνειρο και εφιάλτης! Τραντάχτηκε ...

Τον κοίταξε στα μάτια, δυνατά, βαθιά, με μια ματιά που τρύπησε το μυαλό του, και τον χαιρέτησε και το "Γεια σου Ανδρέα" έφτασε όπως το  φιλί κοντά του, τόση γλύκα είχε. Κι όταν συνήλθε από τη γλύκα, εκείνη είχε προχωρήσει προς το ξωκκλήσι και εκείνος άθελα του ένιωσε τα χέρια του να απλώνουν προς το μέρος της  να την αγκαλιάσει, να τη φυλάξει από κάποιο κακό, που μύριζε στον αέρα. Το βράδυ, σκέφτηκε, το βράδυ!

Κίνησε να φύγει για το σπίτι, ο πατέρας του είχε ήδη προχωρήσει, και γύρισε και κοίταξε το μύλο για άλλη μια φορά. Του θύμισε, καθώς είχαν αρχίσει οι σκιές της νύχτας και τον πλάκωναν το βιβλίο που΄χε διαβάσει πριν μέρες, το "Δον Κιχώτη" κι είδε με την άκρη του μυαλού του τον εαυτό καβάλα στ΄ άλογο να παλεύει με τους δράκους, τις φτερωτές, για να σώσει όμως ένα άσπρο φόρεμα με μια γαλάζια κορδέλα. Έδιωξε την εικόνα από το νου του και ψιθύρισε
"Σε μια ώρα πίσω θα ΄μαι!"
"Ανάθεμα τις σκέψεις και τα ταξίδια του μυαλού σήμερα!"

Σε λίγο το σκοτάδι έπεσε για τα καλά, και εκείνος μόλις άνοιγε την πόρτα του σπιτιού του. Μπανιαρίστηκε, έβαλε το άσπρο πουκάμισο και το μαύρο παντελόνι και έφυγε πίσω για το μύλο, πάλι!

Έτρεχε στο μονοπάτι, να προλάβει, ο μύλος ήταν εκεί τον έβλεπε, τον περίμενε, αλλά όχι μόνο ο μύλος ....κι η Μαρία!
Και μόλις να, φάνηκε από μακριά η πόρτα και μέσα στο σκοτάδι ανέμιζε το άσπρο φόρεμα. Τάχυνε το βήμα του ....

Βοή!
Και δυνατό κούνημα.
Και φωνές και αντάρα.
Σεισμός!

Τα άσπρα πανιά, που τον ταξίδευαν στα σύννεφα ....
Η ρόδα που γύριζε με το φύσημα του ανέμου ....
Ο μύλος που ΄τρεχε γύρω του σαν ήταν παιδί ....
"Γεια σου Ανδρέα!" φιλί στα χείλη του .....
Το άσπρο φουστάνι πάνω από τις παπαρούνες ...
Μαύρα μαλλιά που πετάνε σαν χελιδόνια ....

Ακίνητος. Μαρμαρωμένος.

Βρέθηκε μέσα σε μια γυάλινη σφαίρα και έξω, γύρω της, σκόνη, σκοτάδι, φωνές και ένα άσπρο φόρεμα με μια λωρίδα ουρανό στη μέση του, και μαύρα μαλλιά σαν χελιδόνια, ανάμεσα σε χιλιάδες παπαρούνες και το τρεχαντήρι του μύλου του,  που τον ταξίδευε στα σύννεφα,  πεσμένο πάνω του.

Το μοιρολόι της βαβάς Ηπειρώτισσας έφτασε στα αυτιά του πιο δυνατό και από καμπάνα:
"Δεν στο ΄πα χαλασιά μου στο μύλο να μη πας ......"



Η σφαίρα έσπασε και τα γυαλιά γέμισαν αίμα το πρόσωπο και τα χέρια του.
Βρέθηκε, χωρίς να καταλάβει πως, να την κρατά στην αγκαλιά του και εκείνη ανάμεσα στις κόκκινες παπαρούνες, έριξε τη δυνατή ματιά της στο μυαλό του, ζήτησε τα χείλη του που γεύτηκαν επιτέλους το φιλί που του είχε υποσχεθεί για εκείνο το βράδυ και του ψιθύρισε "Αντίο Ανδρέα"".

Η καμπάνα δυνατή τον έφερε πάλι πίσω, η εκκλησία σχόλασε και τα "Χρόνια Πολλά" πλημμύρισαν την πλατεία.

Κοίταξε το μύλο εκεί ψηλά.

Σε μια γαλάζια λωρίδα ουρανού, ένα άσπρο φόρεμα με κεντημένες κόκκινες παπαρούνες,  ένα αγγελικό πρόσωπο με μαύρα ξέπλεκα μαλλιά σαν χελιδόνια, εκεί ψηλά στη θέση της φτερωτής, του χαμογέλασε και του ψιθύρισε "Προχώρα Ανδρέα"!

Δεκαπενταύγουστος.




Ευχαριστώ πολύ τον Ανδρέα Στραγαλινό, για τις αφορμές που μου δίνει!
Ανεμόμυλος Καρυά.









Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

8 σχόλια:

  1. Κορίτσι μου αυτό το μυαλό σου είναι τεράστια περιουσία! Αν λένε πως το Όσμιο που υπάρχει στα Ίμια και δυστυχώς το παραχώρησε ο Σιμίτης στους Αμερικάνους κι από πάνω τους είπε κι ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, τότε το δικό σου το κεφαλάκι αξίζει πολλαπλάσια απ' το ΌΣμιο των Ιμίων!!! Κάθε μέρα που σε παρακολουθώ όχι απλά με εντυπωσιάζεις με την ευχαίρεια του λόγου σου, με τα απίστευτα θέματα που επιλέγεις και την απόλυτα φυσική ροή με την οποία μας τα προσφέρεις και ο τρόπος που μπαίνεις στο μυαλό μας και μας ξυπνάς αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας με μια γλυκιά μαεστρία, είναι μοναδικός σ’ αυτή τη χώρα!!! God Bless You!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είστε λίγο υπερβολικός κε Γαζή, απλά προσπαθώ να κάνω τις φωτογραφίες να πουν ιστορίες, αλλά σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια!

      Διαγραφή
  2. Αχ , πατρίδα! Όλο αναμνήσεις ξυπνάς Χρυσούλα και χαίρομαι να σε παρακολουθώ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΠΟΣΟ ΠΙΣΩ ΜΕ ΠΗΓΕΣ!!!!!!!!!!!ΠΟΣΕΣ ΜΝΗΜΕΣ ΜΟΥ ΞΥΠΝΗΣΕΣ ΑΠΟ ΠΑΤΡΙΔΑ ΝΙΩΘΩ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΠΟΥ ΕΝΤΕΛΩΣ ΤΥΧΑΙΑ ΒΡΗΚΑ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΓΙΝΑ ΦΑΝ ΜΕ ΤΟΝ ΟΜΟΡΦΟ ΠΗΓΑΙΟ ΛΟΓΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΚΑΤΑΡΤΗΣΗ ΣΟΥ!!!!Σ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΥ ΞΥΠΝΑΣ ΜΝΗΜΕΣ !!!!!ΓΙΑΤΙ ΕΜΕΙΣ ΟΘ ΛΕΥΚΑΔΙΤΕΣ ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΖΗΣΟΥΜΕ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ ΣΤΑ ΓΟΝΙΔΙΑ ΜΑΣ ΚΟΥΒΑΛΑΜΕ ΠΑΝΤΑ ΠΑΤΡΙΔΑ !!!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να είστε καλά! Σας ευχαριστώ πολύ! Συγκινούμε πολύ όταν βλέπω ότι το Λευκάδα η πατρίδα μου, αγγίζει τους αναγνώστες του.

      Διαγραφή