Στου γλεντιού το μύλο




Ήξερα ότι στους μύλους συχνάζουν καρκατζέλια. 
Παλιά, παραμονεύαν να δούνε αν θα ξενυχτίσει εκεί ο μυλωνάς κι ύστερα του κατσικώνονταν και του κάναν το βράδυ δύσκολο. Αλλά ακόμα και στα χρόνια μας, που μυλωνάδες πια δεν υπάρχουνε, τους έχει μείνει συνήθειο και εκεί νυχτώνουνε, να ΄χουν τη αίσθηση από το στάρι που συνθλίβεται κάτω από την πέτρα και γίνεται αλεύρι απαλό.
Μα αυτά για λίγες μόνο μέρες, το Δωδεκάμερο.


Τώρα έχει περάσει αυτό. Είναι απόκριες. Και οι μύλοι είναι άδειοι.  Το πολύ πολύ να πετύχεις άμα πας καμιά ξεχασμένη νεράιδα που δεν πρόλαβε να γυρίσει στα λημέρια της.

Έφτασα κι εγώ στο νησί, δυο μέρες τελευταίες της Αποκριάς.  Όχι για φαρομανητά, έτσι γιατί έτυχε κι ήθελα να ζήσω το χειμώνα του νησιού.

Πήρα λοιπόν σβάρνα τα χωριά και εκεί που οι άλλοι μασκαρεύονταν εγώ φωτογράφιζα μύλους. Κι είπα να πάω κι σε ένανε νωρίς το πρωί, να τον δω με την ανατολή. 

Έφτασα, που λέτε αξημέρωτα στον Αλέξανδρο και πλησίασα με προσοχή τον μύλο. Ο καιρός άσχημος, ομίχλη και ψιλόβροχο κι αέρας που ΄λεγες θα σε σηκώσει στα ουράνια. 

Και να που μες στην καταχνιά, καθώς ανέβαινα εκείνο το μονοπατάκι, δεν ήταν να πεις κι απόσταση, λίγα μόνο μέτρα, κι όσο πλησίαζα τον ερειπωμένο μύλο, η ατμόσφαιρα άλλαζε, σαν να ξημέρωνε απότομα κι έβγαινε ο ήλιος με όλα τα χρώματα της ανατολής και έλουζε μονάχα τους με κόπο όρθιους τοίχους του μύλου. Και καθώς πλησίαζα, ξαφνικά ηλεκτρίστηκα και βρέθηκα λες μέσα σε μια γυάλα, που έβλεπα απ΄ έξω ό,τι άφηκα, την χειμωνιάτικη φύση της ορεινής Λευκάδας και μέσα λες και μπήκα σε ένα κόσμο που ούτε παραμυθένιο μπορούσες να τον πεις , ούτε αληθινό. 
Μια λέξη μονάχα να ΄ρχεται στο μυαλό, καθόλου πρωτότυπη, αλλά αυτό ακριβώς ήταν: Πολύχρωμος κόσμος.


Άπειρα χρώματα είχαν βάψει το μύλο, τόσο που νόμιζα ότι επισκέφτηκα παιδικό κάστρο. και κάτω στρωμένο ένα πολύχρωμο χαλί από μικροσκοπικά στρογγυλά χαρτάκια που κάτι μου θύμιζαν αλλά ήμουν τόσο πολύ μπερδεμένη που δεν μπορούσα να σκεφτώ τι.
Πατούσα πάνω τους και κολλούσαν στις μπότες μου κι ήταν τόσο ελαφριά που ανέμιζαν στο πέρασμα μου ακόμα και στα τόσα λίγα βήματα που είχα ακόμα να κάνω μέχρι την παλιά πόρτα του μύλου. Τι μου θύμιζαν να δεις .... α .... ναι ...απίστευτο! Ήταν χαρτοπόλεμος!


Προς στιγμή τα ΄χασα! 


Λες να είχαν κάνει κάνα φαρομανήτικο πάρτι στον μύλο, τίποτα τρελόπαιδα το βράδυ; 

Τα λίγα αυτά δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν από την "ηλεκτροπληξία" μου που βρέθηκα μέσα στον γυάλινο πολύχρωμο κόσμο και μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι πατάω χαρτοπόλεμο μου φάνηκαν λίγο σαν αιώνας. 


Άρχισα να συνέρχομαι όμως καθώς ξεκάθαρα στα αυτιά μου έφτανε μια δυνατή μουσική, (πώς δεν την άκουσα από την πρώτη στιγμή;), που όμως δεν μπορούσαν να την κατατάξω σε κάποιο είδος. Ήταν κεφάτη, σε ξεσήκωνε, αλλά ήταν ένας ρυθμός που ποτέ μου δεν είχα ξανακούσει. Δεν έχω  δα και γνώσεις μουσικές αλλά έχω ακούσει μουσική πολύ στη ζωή μου. Τέτοιες μελωδίες όμως δεν είχα ακούσει ποτέ μου. 



Πλησίασα με σχεδόν χορευτική διάθεση τη πόρτα του μύλου και στάθηκα, άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου και σκέφτηκα ότι μάλλον ονειρεύομαι τελικά.

Ήταν παράξενα πλάσματα, έμοιαζαν σαν το μυθικό Πάνα ή κάτι τέτοιο.Ήταν μικροσκοπικά σχεδόν μέχρι το γόνατο μου έφταναν και δε με λες ψηλή. Είχαν μορφή ανθρώπινη και κέρατα κατσίκας και κάτω τα πόδια τους έμοιαζαν με οπλές αλόγου. Ήταν ντυμένα με προβιές, αλλά όχι στο φυσικό τους χρώμα, πολύχρωμες, με όλα τα χρώματα της ίριδας επάνω τους και σου έβγαζαν μια τάση να γελάσεις βλέποντάς τα. 

Έπιναν κρασί σε κροντήρια ασημένια, κατακόκκινο που έρεε από έναν μαγικό καταρράκτη από την στριφογυριστή μισογκρεμισμένη σκάλα του μύλου. Κι ήταν εκατοντάδες, πώς χωρούσαν εκεί μέσα και χόρευαν σε ξέφρενο ρυθμό, αλαλιασμένα και ξεμαλλιασμένα. Είχαν βλέπετε όλα μακριά μαλλιά, και φορούσαν σαν ,,, τσιμπιδάκια να πεις..... στεφάνια από κωλοφωτιές, σαν προάγγελοι της άνοιξης θα έλεγα, που έβγαζαν φώτα κόκκινα και μπλε και πράσινα και μοβ και κίτρινα.
Και κάθε που κουνούσαν το κεφάλι τους, συνέχεια δηλαδή στο ρυθμό της περίεργης μουσικής τους, σκορπούσαν γύρω φως και έμοιαζε τόσα πολλά που ΄ταν σαν να έβλεπες το φως  με τα χρώματα αυτοπροσώπως να χορεύουν τρελά.

Η μουσική δεν μπορούσαν να εντοπίσω από που ερχόταν, σα να ΄βγαινε από τη γη μου φαινόταν τη μια σαν να ερχόταν από τα ουράνια από την άλλη. Αλλά δεν είχε και σημασία.
Ντράπηκα! Δεν ήμουν προετοιμασμένη για χορό, ούτε κατάλληλα ενδεδυμένη για την περίπτωση, τα εκδρομικά μου φορούσα κι είχα πάει να δω το μύλο πώς θα το λούζουν οι πρώτες αχτίδες όταν θα ΄βγαιναν πίσω από τους Σκάρους.

Κάποια από δαύτα γύριζαν μέσα στο κέφι και με κοίταζαν, σιγοψιθύριζαν κάτι μεταξύ τους, έβαναν τα γέλια και συνέχιζαν το χορό τους που δε σταματούσε ποτέ.

Τέλος τέλος με πλησίασε ένα χοντρουλό με μάτια κόκκινα από το κρασί και μου ΄δωκε ένα κροντήρι. 
"Αφού διάβηκες τον τοίχο και μπήκες, πιες τουλάχιστον μια βολά κι έλα κι εσύ στο χορό. Δεν έχουμε και χρόνο. Ό,τι κάνουμε σήμερα, κι απέ αύριο με την Καθαροδευτέρα μην το είδατε."
Πήρα το κροντήρι στα χέρια μου κι ήπια λίγο αν και τέτοιες ώρες είχα ανάγκη μια κούπα γερής δόσης καφεΐνης. 

"Τι είστε;" ρώτησα, "καλικάτζαροι τσ΄ Αποκριάς;"

Έπεσε στο χώμα από τα γέλια ο χοντρουλάκος. 

"Αμάν πια με τα καρκατζέλια, όλα αυτά τρώνε τη δόξα, όχι εμείς είμαστε καλύτερα  από δαύτα τα βρομιάρικα. Εμείς ερχόμαστε από το Διόνυσο, είναι ο πατέρας μας και μανάδες μας είναι  Νύμφες και Μαινάδες, και καταφέραμε και κανείς σχεδόν δεν μας ξέρει. Γιατί βγαίνουμε μια μέρα και δυο νύχτες μονάχα το χρόνο και δεν πρήζουμε τον κόσμο αλλά χορεύουμε μαζί του. Χανόμαστε μέσα στο πλήθος των μασκαρεμένων και διασκεδάζουμε και τους ποτίζουμε το γλυκό μας κρασί για να είναι χαρούμενοι και χαμογελαστοί. Είμαστε πλάσματα τη χαράς, και του γλεντιού. Αφού το πρώτο βράδυ χανόμαστε στον κόσμο σας, μετά διαλέγουμε ένα χώρο έτσι ερημικό σαν και εδώ και περνάμε τη μέρα μας, στη δική μας γιορτή. Κι ύστερα το  βράδυ γυρίζουμε σε σας να δώσουμε κέφι και γλυκό κρασί και χαρά μεγάλη. Κι αύριο πρωί με την Καθαροδευτέρα, φεύγουμε πριν κάτσει το φως απάνω μας γιατί ξεκινά η Σαρακοστή κι εμείς είμαστε πλάσματα του μύθου και δεν χωράμε σε αυτές τις μέρες. Δεν τις ξέρουμε αλλά τις σεβόμαστε!"

"Πραγματικά, ιδέα δεν είχα ότι υπήρχατε και ποιοι είστε, πώς σας λένε; Όνομα έχετε;"

"Βέβαια! Μας λένε Διονυσόπαιδα και Οινοπαίδια και Ετυχοπλάσματα. Αλλά εμάς δε μας νοιάζει πώς θα μας λες παρά μόνο να γελάς και να ξεχνάς τη θλίψη σου και το θυμό σου να χορεύεις  για λίγο, αλλά να το κάνεις!"

Και μετά μπήκα κι εγώ στο χορό και με μέθυσε το γλυκό τους κρασί και η ουρανογήινη μουσική τους και ξέχασα και το χειμώνα και τους μύλους και το νησί. Κι ακολούθησα το τρελό παράξενο "καρναβάλι" τους κι εκεί και ύστερα στο πλήθος των ανθρώπων μέχρι που ξημέρωσε Καθαροδευτέρα και τα αποχαιρέτησα με δάκρυα μιας και ήξερα ότι ποτέ ξανά δεν θα ήμουν τόσο τυχερή για να τα ξαναπετύχω. 



Αλλά η καρδιά μου ήταν ανάλαφρη κι είχα περάσει καλά και γέλασα και χόρεψα με την ψυχή μου. Και χωρίς να φοράω μάσκα.

Πάντως λέω να αρχίσω να συχνάζω στους μύλους ... ποτέ δεν ξέρεις τελικά τι μπορείς να συναντήσεις!


Χρόνια πολλά!
Καλή Σαρακοστή σε όλους!







Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου