Σαν την απεραντοσύνη της θάλασσας και σαν την κάψα του ήλιου



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος. 
Του άρεσε να στέκεται την ώρα του δειλινού ψηλά και να κοιτά τη θάλασσα να αλλάζει χρώματα και το ήλιο να βυθίζεται αργά στην απεραντοσύνη της. 
Αγαπούσε τη θάλασσα, αγαπούσε τον ήλιο.
Κοιτούσε και κάθε φορά προσπαθούσε να μάθει, να καταλάβει πιο από τα δύο αγαπούσε πιο πολύ. Τον ήλιο που είναι ο απόλυτος άρχοντας του φωτός και παραμένει στη ζέστα του πειθαρχημένος και σίγουρος για το έργο του; Που αυτό που θέλει να το ζεστάνει ακόμα και στη βαρυχειμωνιά;
Για την απέραντη θάλασσα που σχεδόν στα μάτια του δεν τελειώνει, που ξέρει να αγαπά και να αγαπιέται με πάθος και μια θυμώνει και μια ηρεμεί και μια αγριεύει και μια υποτάσσεται;

Κι ύστερα, μετά από ώρα που η θάλασσα γινόταν μαύρη, σκοτεινή και μυστήρια, και ο ήλιος δε φαινόταν πια γιατί είχε πάει άλλα μέρη να φωτίσει, έσκυβε το κεφάλι του κι έφευγε, γιατί ποτέ δεν μπορούσε να βρει πιο από τα δυο στοιχειά να αγαπήσει περισσότερο. 
Κι έτσι τ΄ αγαπούσε το ίδιο.

Και μια νυχτιά, καθώς περπατούσε να γυρίσει στο χωριό του σκέφτηκε και τούτο, ότι όσο απέραντη είναι η θάλασσα κι όσο καυτός είναι ο ήλιος, τόση ήταν και η δική του η αγάπη όχι μόνο για δαύτα π΄ άφηκε πίσω του σκοτεινά,  αλλά και για ό,τι είχε αποφασίσει να κάμει στη ζωή του. 
Να μάθει τη γη του, το νησί του και τον αέρα του,  να γυρίσει σε κάθε γωνιά και πλάτος ου, να νιώσει τους αναστεναγμούς και τις σκέψεις του,  να ζήσει τα πρωινά και τα μεσημέρια του, τα απογεύματα και τις νυχτιές του, τα καλοκαίρια και του χειμώνες του, να ακούσει τους ψιθύρους και τις φωνές του, να υποστεί τους θυμούς και τα ξεσπάσματά του, να χαμογελάσει και να ξεκουραστεί στην ησυχία και το γλυκό του ύπνο.
Κι ένιωσε ότι η καρδιά του ολόκληρη γινότανε τεράστια σαν την απέραντη θάλασσα και σαν την κάψα του ήλιου και πάλι χαμογέλασε γλυκόπικρα.
Γιατί ένιωθε το βάρος της αγάπης του, και το δύσκολο δρόμο που ΄χε αποφασίσει να πάρει. Και ήξερε ότι θα έφτανε μέχρι τέλος. Κι ήξερε ακόμα ότι ο τόπος του θα τον πλήγωνε, ότι οι άνθρωποι του θα τον βασάνιζαν με την αδιαφορία τους και ότι εκεί που θα τους ένιωθε κοντά του και ένα με εκείνον, εκεί θα τους έχανε για μέρες και βδομάδες και θα απόμεινε μόνος του να τελειώσει ό,τι αρχίσει, με την ίδια αγάπη και τον ίδιο ενθουσιασμό από την αρχή μέχρι το τέλος. 
Γιατί ο,τι ξεκίνησε θα το τελείωνε, ακόμα κι αν δεν έμπαινε στα προγράμματα του σύμπαντος, θα κινούταν πίσω, αργά, σταθερά, να βλέπει πλάτες και να ακούει λόγια χωρίς ουσία.
Αλλά θα έφτανε στο τέλος! Και θα ΄χε γύρω του την απέραντη θάλασσα και το φως του ήλιου. 

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου