Ο Αη Γιώργης στους Σκάρους


Θα ΄ναι κοντά εκατό χρόνια από  τότε που ο Γιώργης, ταμένος απ΄ τη μάνα του στον Αη Γιώργη  έκανε τα θελήματα στους τελευταίους μοναχούς που ζούσαν εκεί πάνω.  Και αντάμα ήταν από τους λίγους που ξέρανε και το βουνό τόσο καλά.
Τους Σκάρους.
Αλλά κι ο ίδιος ο άγιος και το μοναστήρι του είχανε πολλά πέρα ΄δωθε με τους Σκάρους.
Αιώνες ήταν δεμένα σφιχτά κι ο καβαλάρης άγιος πέταγε πάνω απ΄ τα δέντρα τα βράδια κι έφτανε εκεί που οι γεροβελανιδιές ξερνάγανε από τα σωθικά τους κάτι δρακόπουλα που λέγαν ότι έρχονταν από την κόλαση την ίδια κι εκαίγανε  ο,τι έβρισκαν μπροστά τους. Κι ο άγιος τα ΄βανε κάτω και τα χτύπαγε στο κεφάλι με το δόρυ του και εκείνα ξεψυχούσαν και μεταμορφώνονταν σε αερικά, σε τόσο δα μικρά αγγελούδια που έβαναν σκοπό της ζωής τους να φυλάνε ό,τι μέχρι πριν κατέστρεφαν.
Και ο άγιος, πριν βγάλουνε αγγελικά φτερά, έπαιρνε την καρδιά τους και την έκανε χρυσάφι και την άφηνε στο γυρισμό  έξω από τα σπίτια των αρρώστων κι όσων δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.
Κι όλοι το ήξεραν στα γύρω χωριά, ότι τ΄ αφήνει ο Αη Γιώργης το χρυσάφι, κι έκαναν ευλαβικά το σταυρό τους κάθε πρωί και τάζανε τα παιδιά και τα εγγόνια τους στη χάρη του. 
Άλλες φορές πάλι, σε όποιον είχε την ανάγκη του,  έστελνε από  το δάσος τη βοήθεια να ΄ρθει. Το πώς, το πότε και το γιατί  Εκείνος  το διαφέντευε κι όλες οι ψυχές του δάσους υπάκουαν στη θέληση του.
Έτσι έγινε και με το Γιώργη.

Ήτανε ξημέρωμα τ΄ Αη-Γιωργιού που η μάνα του κοιλοπόναγε και δεν έλεγε να γεννήσει.  Κι ήτανε μονάχη της, χωρίς βοήθεια. Τον άντρα της τον είχε θάψει δυο μήνες πριν τον καψερό. Γονείς και πεθερικά δεν είχε. Μήδε κανένα σε αυτόν τον κόσμο. Και τώρα κοιλοπόναγε και έκανε τάμα στον άγιο, να βγει το παιδί της γερό και θα το ΄στελνε στο μοναστήρι.

Κι ήτανε άνοιξη. Κι η φύση είχε στολιστεί, να υποδεχτεί το Πάσχα και τ΄ Άη Γιωργιού τη γιορτή μαζί. Κι όλο μοσχομυρίζανε κι ήταν το δάσος σαν όνειρο από τη λάμψη, το χρώμα και τ΄ αρώματα.
Κι ο καβαλάρης πέρναγε απ΄ έξω με την καρδιά ενός δρακόπουλου και άκουσε την καψερή γυναίκα, την άκουσε κι άφησε την καρδιά, χρυσάφι, στην πόρτα της και έστειλε έναν κούκο, άνοιξη ήταν, να φέρει από το δάσος τη μαμή να ξεγεννήσει την έρμη τη γυναίκα.
Κι ήρθε η ξακουστή γριά με τη συνοδεία της, νεράιδες ασπροντυμένες, να φροντίσουμε το νεογέννητο και τη λεχώνα, όπως τις πρόσταξε ο άγιος. Και μη θαρρείτε πώς ξωτικά και άγιοι δεν  κάνουνε χωριό. Όποιος το ΄πε αυτό δεν ξέρει. Γιατί κι ο Άγιος της ψυχής ανάγκη είναι και τα ξωτικά.  Αγάπη σκορπάνε και τα δύο κι αυτό είπε ο Χριστός. Αγάπη.
Γεννήθηκε λοιπόν ο Γιώργης, εκείνο το βράδυ και πήρε το ίδιο λεπτό από τη μάνα του τ΄ όνομα του Αγίου, γιατί με τη χάρη του γεννήθηκε, ακόμα κι αν είχε εκείνο το μικρό κουσούρι, το στριφτό ποδαράκι, και δέκα μέρες μετά και από το γούμενο του μοναστηριού, στη βάφτιση του, και χαμογέλασε ο Άγιος ευχαριστημένος στην εικόνα του και τρεμοπαίξανε στα κλαδιά τα αερικά του κι χαμογέλασε κι ο μικρός Γιωργής στην αγκαλιά της μάνας του.
Από όταν αρχίνισε να περπατά, κοτσά το έρμο, αλλά είχε θέληση και δύναμη μεγάλη, τον έφερνε η μάνα του στο μοναστήρι κι κάνανε μαζί δουλειές για να ξεπληρώσουν το τάμα στον Άγιο. Κι όσο ο μικρός μεγάλωνε, έκανε περισσότερα. Βόηθαγε τους γέροντες με τον κήπο τους, και με τα ζώα,  πήγαινε στη χώρα για θελήματα και στα χωριά τριγύρω κι άλλες δουλειές  Κι ήταν άξιος και καλόψυχος και βοηθούσε όλο τον κόσμο. Όλοι τον αγαπούσανε και κανένας ποτέ δεν το ΄πε τίποτα για το κουτσό ποδάρι του. Ίσα ίσα λέγανε τα καλύτερα γιατί όταν βοήθαγε ήταν σα να πέταγε κι όχι να κουτσοπερπάταγε.
Όταν έβγαινε τα βράδια  ο Άγιος, μόνο εκείνος μπορούσε και τον έβλεπε και τον ακολούθαγε όσο μπορούσε γρηγορότερα να τον προφτάσει, από  τόσο δα παιδάκι, μα που να πιάσει το φτερωτό του άλογο, όσο κι αν η πίστη και η θέληση τους τον έκαναν κι εκείνον να πετά.
Ήξερε ότι πάει στο βουνό, ήξερε για τα δρακόπουλα, και για τα αγγελούδια και τις νεράιδες. Όμως όταν έφτανε εκείνος στο δάσος, δεν ήξερε που να πάει κι άκουγε μόνο από μακριά τα δρακόπουλα που φωνάζανε.  Άκουγε και τους γέροντες να τα εξιστορούνε τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού όταν παράξενα φώτα τρεμόπαιζαν στο δάσος πέρα την ώρα που Άγιος λέγανε ήταν εκεί. Και ακόμα όταν έμενε στο χωριό στη μάνα του τ΄ άρεσε να πηγαίνει τα βράδια στο καφενείο που οι γέροντες λέγανε κι εκείνοι για τα θάματα του βουνού, και για τον άγιο, και τις νεράιδες και τις  χρυσές καρδιές.
Κι η ψυχούλα του τα ρούφαγε τα λεγόμενα αυτά, διψασμένη και τα θέριευε μέσα του κι έφτιανε κι εκείνος μετά ιστορίες δικές του που όμως δεν είχε σε ποιον να τις πει και πήγαινε σαν εξομολόγηση και τα έλεγε στην εικόνα του Αη Γιώργη και ο Άγιος χαμογέλαγε ή έτσι του ΄καζε!
Ο Γιωργής μεγάλωσε κι έγινε παλικάρι, και ήτανε πια μόνιμος σχεδόν στο μοναστήρι να βοηθά και να συντρέχει τους γέροντες που αποκαμωμένοι από τα χρόνια δεν μπορούσαν πια να κάνουνε πολλά. Ακούγονταν και διάφορα στα χωριά ... ότι τα μοναστήρια θα κλείσουν, κι ότι οι γέροντες θα έπρεπε να φύγουν και μαζί με τη βοήθεια πάλευε να τους δώκει και δύναμη που ΄χαν περάσει τη ζωή τους εκεί μέσα κι έξω από κει δε ξέρανε.
Ο Άγιος έπαψε να πηγαίνει στο δάσος τα βράδια, οι άνθρωποι δεν περίμεναν πια τις χρυσές καρδιές και χάσανε την πίστη τους καθώς ο πόλεμος εκεί έξω μακριά, θέριζε τις ψυχές και τα σώματα των ανθρώπων και ήδη είχαν θάψει τα πρώτους ήρωες τους, νέα παιδιά. Κι οι γυναίκες μαυροφορέθηκαν, μανάδες, αδερφάδες, και σύζυγοι κι ο κόσμος από το φόβο ξέχασε το θαύμα και την πίστη και κλείστηκε στον εαυτό του.
Ένα βράδυ, ο Γιώργης προσεύχονταν μπροστά στην εικόνα του Αγίου . Να σταματήσει το κακό κι ο θάνατος και είδε τον Άγιο να σηκώνει το κεφάλι και να τον κοιτά. Ταράχτηκε και δεν ήξερε τι να πει και τι να κάνει κι έκανε μονάχα το σταυρό του κι έκλεισε τα μάτια του από σεβασμό. Και άκουσε τότε μέσα στην ψυχή του ο άγιος να του λέει:
"Γιώργη, εγώ θα φύγω από το βουνό, το μοναστήρι μου θα ρημάξει κι εγώ θα πάω παραπέρα, θα κάνω στην άκρη να δεχτώ το θέλημα του Θεού. Μα το βουνό θα μείνει εκεί και το δάσος έχει ανάγκη κάποιον να καίει τα δρακόπουλα της φωτιάς και να τα κάμει αγγελούδια φύλακες. Γιατί το δάσος κρύβει δύναμη μεγάλη στα σωθικά του, στην καρδιά του βουνού, κι οι άνθρωποι αυτό έπαψαν να το θυμούνται. Κι είναι εύκολο πάνω στη λήθη να ΄ρθει η καταστροφή. Γι΄ αυτό ορίζω εσένα φύλακα και φρουρό του δάσους, και μαχητή για να προλαβαίνεις τα δρακόπουλα που το καίνε. Δεν θα μπορείς να κάνεις την καρδιά τους χρυσάφι μα θα σου δώκω το χάρισμα να τα κάμεις με το θάνατο τους αγγέλους- φύλακες για να σε βοηθάνε όταν θα βαδίζεις στα μονοπάτια με τις βελανιδιές να προλαβαίνεις κάθε κακό προτού να το ΄βρει."
Αυτά του ΄πε ο Άγιος κι σώπασε.
Το μοναστήρι έκλεισε, ρήμαξε κι σε ένα μικρό καλύβι, λίγο παράμερα έμενε ο Γιώργης μέχρι τα βαθιά γεράματα του.
Όσοι τον είχαν δει τ΄ ορκίζονταν στη ζωή τους ότι όταν έπιανε το μονοπάτι για το δάσος και το βουνό, έβλεπαν όχι έναν γέροντα κουτσό, αλλά ένα παλικάρι καβάλα στ΄ άλογο να τρέχει ...
Και τα βράδια, χειμώνα καλοκαίρι, όταν τύχαινε κάποιος να περνά από το βουνό άκουγε τις φωνές από τα δρακόπουλα κι έβλεπε μικρές λάμψεις ανάμεσα στις βελανιδιές.
Ακόμα και σήμερα λένε, όταν το βράδυ βρεθείς στο βουνό, τα ίδια ακούς και βλέπεις κι ας έχει που κοιμήθηκε ο Γιώργης χρόνια, κι ας έχει ρημάξει για τα καλά το μοναστήρι του Αγίου και στέκει σαν κερί μισολιωμένο με μια μικρή φλόγα να τρεμοσβήνει κάθε φορά που το λούζει με το φως το φεγγάρι.


Ευχαριστώ θερμά το αερικό Ανδρέα Σταργαλινό για τη φωτογραφία του.

(Το παραμύθι είναι καθαρά προϊόν φαντασίας και δεν βασίζεται σε κάποια παράδοση ή παραμύθι του νησιού) 


Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

4 σχόλια:

  1. Συγχαρητήρια! Αν κι ο κόσμος έπαψε πλέον να πιστεύει σε δρακόπουλα, νεράιδες και αερικά. «Αχ και να γινόντανε λέει, να καβαλήσει τ΄ άτι του και να κατηφορίσει κατά Νικιάνα μεριά...»

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ πολύ! Θα κατέβει πιστεύω ... κοντά του είναι. Αρκεί να βρει έναν που θα τον ακούσει και θα τον δει ... Μετά η μαγεία είναι παιχνιδάκι.

      Διαγραφή
  2. Τί γίνεται μέ την βασίλισα Σαπφώ.Λέν οτι ειχε κάστρο σε μια περιοχή εξω από την Εξάνθεια που οι ντόπιοι τήν ονομαζουν Κοντριάδα.
    "κάστρο Καστανιά
    και χώρα Κοντριάδα"
    Εζησε σε εποχές που ολος ο τόπος ητανε δάσος.Drimoni.Στον Αγιο Νικήτα ορμούσαν κουρσαροι και σε ολο τό ρίχτι μεχρι απά' στο Μέγα ορος τό νέμονταν ληστές.Ο νόμος εστηνε κρεμάλες και ο μόχθος των ανθρώπων "μια στο σφυρί και μια στό πέταλο" Τί γίνεται: Εσύ θά ξέρεις....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Α! Γιάννη! Με βάζεις σε μπελάδες! Πώς θα τα βγάλω πέρα με πειρατές και με βασίλισσες μυθικές και με ληστές που έχουνε βράχους με το όνομα τους χαραγμένο; Κάθε μέρα μαθαίνω και κάτι καινούριο (παλιό) και όλο και κάτι θα γίνει ... αν κι είπα ότι ίσως καιρός να σταματήσω να ενοχλώ με την παιδική γραφή μου τέτοια πλάσματα.Μπορεί να θυμώσουν!

      Διαγραφή