Κόκκινα Χριστούγεννα

Ιστορίες της Φυλλάδας.
Ιστορίες που μοιράστηκα κάποτε για δύο ολόκληρα χρόνια με τους αναγνώστες της Φυλλάδας, ένα όμορφο blog που γεννήθηκε από το μεράκι ενός ονειροπόλου ανθρώπου του Σ.Α. Δυστυχώς για λόγους που δεν έχουν νόημα να εξηγήσω, το blog δεν βρίσκεται πια στον διαδυκτιακό "άερα". Σκέφτηκα όμως ότι θα ήθελα τα κείμενά μου αυτά, αν και δεν αφορούν τα περισσότερα τουλάχιστον, στο νησί μου να βρίσκονται στο "Λευκάδα η πατρίδα μου".


Κόκκινα Χριστούγεννα

 
Τα φώτα έσβησαν.

Η γιορτή τελείωσε.

Το πολύχρωμο πλήθος που πήρε μέρος σε αυτή, άρχισε να απομακρύνεται αργά αργά και σύντομα έγινε μια τόση δα μικρή κουκίδα, ακαθόριστου χρώματος, κάπου στο βάθος του δρόμου μέχρι που χάθηκε.

Πήρε μαζί του κι όλους τους ήχους της γιορτής. Τις ξέφρενες μουσική, τις ατέλειωτες κουβέντες , τα διαρκή τσουγκρίσματα των ποτηριών, τον ήχο από τα βήματα του χορού.

Και να... τώρα απέμεινε η σιωπή.

Απέμεινε μοναχός του με ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί στο χέρι, ακουμπισμένος στο περβάζι της πόρτας να κοιτά πέρα μακριά το δρόμο εκεί που χάθηκαν οι πολύχρωμοι και πολύβουοι καλεσμένοι της γιορτής του. Απέμεινε ολομόναχος, όπως πριν τη γιορτή.

Χαμογέλασε!

Μπήκε στο σπίτι κι έκλεισε την πόρτα απότομα πίσω του.

"Τα μισώ τα Χριστούγεννα" φώναξε δυνατά και η φωνή του αντήχησε μέσα στο άδειο πλέον δωμάτιο.

Άφησε το σώμα του να γλιστρήσει και κάθισε στο πάτωμα ακουμπισμένος στον κρύο τοίχο. Ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο κρασί, τι γλυκιά γεύση που είχε, και πέταξε με δύναμη στον απέναντι τοίχο το ποτήρι. Κρυστάλλινο φυσικά και πανάκριβο ..... αλλά να έσπασε σαν ένα κοινό γυάλινο ποτήρι, σε χιλιάδες μικρά κομματάκια που σκορπίστηκαν στον αέρα και εκείνος τα κοίταζε να αιωρούνται πριν προσγειωθούν στο ξύλινο πάτωμα και ένωσε ότι ο χρόνος είχε παγώσει.

Τα κρυσταλλάκια πετούσαν γύρω του και μεταμορφώθηκαν ξαφνικά σε χιόνι που έπεφτε απαλά επάνω του και εκείνος γελούσε και χοροπηδούσε με μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό, μέχρι που άπλωσε το χέρι του να τα πιάσει και είδε σταγόνες αίμα να κυλούν επάνω στο χιόνι.

"Γιατί πατέρα σκότωσες το ελάφι;" ρώτησε γεμάτος παράπονο για να πάρει σαν απάντηση το παγωμένο βλέμμα του άγριου εκείνου άντρα που στεκόταν μπροστά του.

Έκανε να χαϊδέψει το άψυχο κορμάκι του ζώου μα εκείνο χάθηκε .....

Τα πρώτα Χριστούγεννα που θυμόταν είχαν χρώμα κόκκινο, από το αίμα ενός ελαφιού και θυμάται να τα πέρασε κλαίγοντας για το άμοιρο ζώο που αποτέλεσε το χριστουγεννιάτικο γεύμα της οικογένειας.

Κοιτούσε το κομμένο χέρι του και το αίμα που έσταζε και βρέθηκε πάλι αλλού, σε ένα παγωμένο αυτοκινητόδρομο κάπου στην Βόρεια Ευρώπη να σκουπίζει το αίμα από το πρόσωπο της μητέρας του που ήταν ξαπλωμένη στην χιονισμένη άσφαλτο δίπλα από ένα τουμπαρισμένο αυτοκίνητο.

"Μαμά μίλα μου" ..αντήχησε η φωνή του μέσα στο σκοτάδι μα δεν άκουσε ποτέ καμία λέξη ξανά από εκείνη τη γυναίκα.

Κι απόμεινε να κοιτά τα χέρια του κατακόκκινα από το αίμα.Τα επόμενα Χριστούγεννα που θυμάται είχαν και πάλι το χρώμα του αίματος. Του αίματος της μητέρας του που έχασε τη ζωή της και τον άφησε μόνο του στα δέκα του χρόνια.

Αλλά και τα επόμενα και τα επόμενα και τα επόμενα ...

Όλος ο κόσμος, όλοι όσοι είχε συναντήσει ποτέ στη ζωή του, φίλοι, συνεργάτες, όλοι όσοι ζούσαν γύρω του, σκέφτονταν πάντα και ονειρεύονταν λευκά Χριστούγεννα. Χριστούγεννα με απαλό χιόνι και χιονάνθρωπους και χιονόμπαλες και να τα χαίρονται παίζοντας.

Μα εκείνος όχι.

Εκείνος τα θυμόταν πάντα κόκκινα, εκείνος να ζούσε πάντα βαμμένα με το χρώμα του αίματος.

Αυτό το περίεργο παιχνίδι της τύχης του, της μοίρας του, της ζωής του, δεν μπορούσε να το εξηγήσει με λογικά επιχειρήματα . Σαν βγαλμένο από αρχαία τραγωδία φάνταζε. Κάθε θάνατος που σημάδεψε τη ζωή του, κάθε μεγάλη του απώλεια σε άνθρωπο, σε ζώο, σε πράγμα, κάθε άσχημο και θλιβερό γεγονός που του τύχαινε, συνέβαινε πάντα μια δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα και όλα αυτά είχαν το κόκκινο του αίματος κοινό στοιχείο για να τα τονίζει περισσότερο.

Τι να θυμηθεί άλλο; Τι να φέρει στη μνήμη του και να μην τη κάνει να κοκκινίσει;

Την αυτοκτονία του αδερφού του λόγω ερωτικής απογοήτευσης;

Το τραγικό ατύχημα στο εργοστάσιο του πατέρα του που στοίχισε τη ζωή δέκα εργατών, δέκα αθώων ανθρώπων;

Το ατύχημα με το αυτοκίνητο που λίγο έλειψε να του στοιχίσει και τη δική του ζωή μετά τη ζωή της μητέρας του και τον έκανε να περάσει έξι μήνες σε νοσοκομείο;

Το θάνατο του αγαπημένου του σκύλου από δηλητηρίαση κάποιου που απλά μισούσε τα ζώα;

Το ότι έσπασε το αγαπημένο κρυστάλλινο αγαλματάκι της μητέρας του και παρ΄ ολίγων να κόψει τις φλέβες του στην προσπάθεια του να ενώσει τα κοφτερά κομμάτια του;

Η παιδική, η εφηβική και η πρώτη νεανική του ηλικία ήταν σφραγισμένη κάθε Δεκέμβρη με κάτι άσχημο, με κάτι ματωμένο.

Πώς να μη τα μισήσει από μικρό παιδί τα Χριστούγεννα; Πώς να μη τρέμει η ψυχή του κάθε φορά που πλησίαζαν; Πώς να μη παίρνει το μυαλό του περίεργες στροφές όποτε έβλεπε γύρω του να στολίζουν με πολύχρωμα φωτάκια; Πώς να νιώσει τη χαρά της γιορτής όταν το έλουζε η θλίψη του θανάτου;

Όταν πλέον δεν είχε τίποτα πέρα από τον εαυτό του να χάσει, άρχισε να οργανώνει ξέφρενα πάρτι στο σπίτι του κάθε παραμονή Χριστουγέννων. Πάρτι που κρατούσαν δυο και τρεις μέρες και καλούσε κόσμο πολύ και ήθελε να πίνουν, να τρώνε, να χορεύουν, να κάνουν φασαρία. Κι όλοι τον λάτρευαν και εκείνος για όσο κρατούσε το γλέντι ξεχνούσε το κόκκινο μέσα στην πανδαισία των χρωμάτων της γιορτής.

Και να που τώρα το κόκκινο επέστρεψε. Και έμεινε στα χέρια του που κρατούσαν σφιχτά τα κρυσταλλάκια του ποτηριού και έτρεχε ποτάμι στο πάτωμα ...ενώ εκείνος ταξίδευε με τη φαντασία του σε λευκά Χριστούγεννα.



Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου