Εκείνο το διαφορετικό καλοκαίρι



Ήρθε αναποφάσιστο. Με τις δροσιές του, τις βροχές του. Τη ζέστη την κρατούσε καλά κρυμμένη στις αποσκευές του. Την άφηνε λίγη λίγη να βολτάρει και μετά τη μάζευε σα να φοβόταν μη την χάσει ... την πολύτιμή του.

Να που ξημέρωσε όμως μια από εκείνες τις λίγες ζεστές, απόλυτα καλοκαιρινές, ημέρες. 

Τα τζιτζίκια από τα χαράματα έσπασαν την ησυχία της νύχτας βίαια. Το τραγούδι τους εκκωφαντικό, σε κούφαινε, αλλά το δεχόσουν, έτσι απλά, χωρίς πολλά πολλά και σύντομα το προσάρμοζες στο ακουστικό σου πεδίο, τόσο που μπορείς να πεις ότι έφτανε και σαν βάλσαμο στην ψυχή σου.

Ο ήλιος μέσα σε μια θολούρα αποπνικτικής υγρασίας έσκασε μύτη, θαμπός, σαν κουρασμένος λίγο. Αλλά όταν άπλωσε τις κόρες του, προς τη θάλασσα, άστραψε ο τόπος. Ένα δίχτυ, όμοιο με ατόφιο χρυσάφι  απλώθηκε πάνω στο βαρετά ήσυχο υγρό στοιχείο και το μεταμόρφωσε.

Έκλεισα τα μάτια μου για λίγα δευτερόλεπτα, μη μπορώντας ν΄αντεξω την εκτυφλωτική λάμψη. Αλλά μετά τα άνοιξα διάπλατα. Αν είναι να χάσεις το φως σου, σκέφτηκα, καλύτερα να ΄ναι από αυτήν την ομορφιά. Με αυτή τη σκέψη τα μάτια μου συνήθισαν σύντομα στο χρυσαφί. 

Και γέλασα δυνατά.
Ποτέ δεν έδωσα σημασία στο χρυσάφι, αλλά για αυτό το χρυσαφί θα ΄δινα και τη ζωή μου.

Κάθισα ώρα, ακίνητη, με τα μάτια κολλημένα στη θάλασσα και τις λάμψεις του ήλιου πάνω της.

Η δύναμη του, η ζεστασιά του είχε διαλύσει τη θολούρα και όλα ήταν πεντακάθαρα, αστραφτερά. κι αφέθηκα τόσο σε αυτό που ξαφνικά έπαψε να υπάρχει ο,τιδήποτε γύρω μου. Χάθηκε η απέναντι καταπράσινη νησίδα, χάθηκε στο βάθος του ορίζοντα η γαλάζια ακτή, χάθηκαν τα λευκά πανιά από τα μικρά ιστιοπλοϊκά που χάραζαν την απεραντοσύνη της θάλασσας. Χάθηκαν τα βαρκάκια. Χάθηκε και κάθε φωνή, κάθε ήχος. Τα τζιτζίκια σώπασαν και ένα χρυσό κενό κάλυψε τα πάντα.

Ίσα που ΄ρθε και μ΄ άγγιξε η σκέψη ότι είχα τόσο απόλυτη ανάγκη αυτή την απέραντη ησυχία, ίσα για μια μικροστιγμή, για ένα άνοιγμα και κλείσιμο των βλεφάρων μου. Ένιωσα μέσα στην ψυχή μου, τόση γαλήνη όση ποτέ άλλοτε δεν είχα νιώσει. Κι αφέθηκα στη μαγεία ...

Κι έτσι όπως ξαφνικά με τύλιξε η γαλήνη για εκείνη τη στιγμούλα, έτσι ξαφνικά ε ένα τσακ..., χάθηκαν όλα.

Ο ουρανός μαύρισε και τα βαριά σύννεφα έκρυψαν το χρυσάφι μου. Η θάλασσα αγρίεψε, όμοια βουνό μπροστά μου, έφτυνε μαύρο και κόκκινο αφρό. Από παράδεισος, κόλαση, μέσα σε μια στιγμή.

Κόκκινες κοφτερές αστραπές σαν λευκαδίτικο μαχαίρι με χαραγμένους στίχους θανάτου,έσπασαν βίαια την ησυχία μου και άλλαξαν το χρώμα στο όραμά μου. Μάτωσαν τον ορίζοντα.
Χωρίς τύψεις, χωρίς σκέψη, χωρίς λύπηση. Με το έτσι θέλω κατέστρεψαν τη γαλήνη.

Μέσα στον χαλασμό, χρυσά χεράκια φάνηκαν στη μαυρίλα της θάλασσας, οι ηλιαχτίδες μου. Στραμμένα προς το μέρος μου, ζητούσαν, φώναζαν τη βοήθειά μου. Δεν άκουγα ήχο, δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα, ακόμα κι αν ούρλιαζαν η φωνή τους έσβηνε μέσα στον χαλασμό.

Όμως τα έβλεπα τα χρυσά χεράκια, ήταν εκεί, έβγαιναν από τη θάλασσα και χάνονταν πάλι. Βούλιαζαν μέσα σε χαώδη υδάτινα φαράγγια. Και εμφανίζονταν πάλι μικρές λάμψεις μέσα στο σκοτάδι, κάθε φορά, όλο και λιγότερες.

Έκανα να τρέξω, να πλησιάσω, να σώσω το χρυσάφι μου, αλλά ήταν αδύνατο. Δεν μπορούσα να κουνηθώ, δεν μπορούσα, όχι μόνο, ούτε ένα βήμα να κάνω, αλλά ούτε τα χέρια μου να απλώσω. Από τη γη, στο σημείο που πατούσα βγήκαν μαρμάρινα τεράστια χέρια και με κράτησαν σφιχτά. Τόσο σφιχτά που σταμάτησαν τη ροή στο αίμα μου. Άσπρισα, έγινα πέτρα. Άγαλμα, ακίνητη. Με μάτια ορθάνοιχτα, γεμάτα τρόμο, γεμάτα απόγνωση. Έγινα βράχος, άψυχο, με μάτια γεμάτα ζωή, γεμάτα πόνο. Βράχος παγωμένος και λευκός έξω, ζεστός και γεμάτος ένταση μέσα. 

Μια παγωνιά που δεν μπόρεσε να σπάσει επάνω μου η φωτιά, ούτε η μέσα μου αλλά ούτε και η έξω. Γιατί πίσω από την καταιγίδα, από τους ανέμους και το χαλασμό η θάλασσα πήρε φωτιά. 

Φλόγες τεράστιες, φονικές, με μάτια διψασμένα να κάψουν, να λιώσουν, ξεπήδησαν από παντού. Μια μάχη περίεργη που αντί το νερό να νικά τη φωτιά, χάνοταν μέσα της. Το κατάπινε βάρβαρα, με μίσος, με κακία, με λύσσα. Και μαζί με το νερό κατάπινε αχόρταγα και τα χρυσά χεράκια μου.

Κι εγώ άγαλμα. Να κλαίω μέσα μου, να φωνάζω χωρίς να βγαίνει φωνή, ανήμπορη να κάνω το παραμικρό. Αμέτοχος θεατής στην πύλη της κόλασης, άχρηστο ον, χωρίς να μπορώ ούτε μέρος της να γίνω και να καώ κι εγώ μέσα της, ούτε να φύγω της.

Ο χρόνος δεν είχε ισχύ εκείνη τη στιγμή. Πάγωσε κι αυτός σαν εμένα μέσα στη φωτιά. Αμέτοχος, κι ίσως αδιάφορος. Έκανε μια στάση, στην απεραντοσύνη του ταξιδιού του. Μπορεί και το απολάμβανε. Μια συνεχόμενη πορεία εκατομμύρια τώρα χρόνια, η ύπαρξή του. Είχε ανάγκη ίσως να σταθεί για λίγο, ακόμα κι αν επέλεξε μια στιγμή που έσπαγαν σαν παιδικό προχειροφτιαγμένο παιχνίδι οι κανόνες της φύσης: Η θάλασσα χάθηκε. Μια κόκκινη φλόγα, τεράστια, ορθώθηκε, έφτασε η μορφή της ως τον ουρανό. Τεράστια φλόγα. Έμοιαζε σαν καντήλι σε έναν τάφο.

Τα χρυσά μου χεράκια δε φαίνονταν πια. Είχαν χαθεί.

Η βροχή κόπασε. 
Η φωτιά συνέχιζε το έργο της. Αθόρυβα αλλά αποτελεσματικά. Έσβηνε τη ζωή, την έκανε στάχτη 
.....................................................................................................................................................................


Η κραυγή μου βγήκε ξαφνικά δυνατή. Τόσο δυνατή που σκόρπισε τη φωτιά, την έδιωξε, την έσβησε.
Και πήρε και τα σύννεφα μακριά. Και έλιωσε το μάρμαρο που με κρατούσε. 

Έγινα πάλι άνθρωπος και ούρλιαζα.

Ο ήλιος βγήκε ξανά, ακριβώς στη θέση που ήταν πριν το χαμό. Έλαμπε κι σκόρπισε τις κόρες του και πάλι στη θάλασσα. Ολόχρυσες πάνω στο απέραντο γαλάζιο.

Τα τζιτζίκια με ξεκούφαναν ξαφνικά, συνέχισαν το τραγούδι τους από την ίδια νότα που έσβησε πριν την καταστροφή.

Τα μικρά ιστιοπλοϊκά άνοιξαν πανιά και ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Οι βαρκούλες συνέχιζαν τη βόλτα τους, αυλακώνοντας τη θάλασσα.

Παιδικές φωνές ξεχύθηκαν στον αέρα χαρούμενες, αθώες.

Κι ο χρόνος συνέχισε την πορεία του σαν να μην είχε σταματήσει ποτέ. 

Κι εγώ στα χαμένα, έψαχνα να βρω τα χαμένα, καμένα χρυσά χεράκια μου μέσα στη θάλασσα. Μη ξέροντας αν ό,τι είδα ήταν όνειρο ή αλήθεια.

Και η ζωή συνεχίστηκε!

Καλοκαίρι 2018.







Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

2 σχόλια:

  1. Eκπληκτικό, γραφή με εικόνες! Μας ταξίδεψες σε πραγματικά άσχημες καταστάσεις όπως ήταν και αυτός ο Ιούλιος, γλυκόπικρες όπως είναι η ίδια η ζωή. Ένας ύμνος, μπράβο Χρυσούλα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε ευχαριστώ πολύ Νίκη! Είχα να γράψω καιρό κάτι δικό μου, και ήθελα να το περάσω σαν ένα κακό όνειρο, σαν κάτι που δεν έγινε. Δυστυχλως έγινε. Σίγουρα αυτό το καλοκαίρι ήταν διαφορετικό!

      Διαγραφή