Η Λευκή και το πριάρι

Ο ήλιος έπεφτε βαρύς στη θάλασσα. Χορτασμένος.



Δεν μπορούσε να τον δει να βουλιάζει μέσα της, μα το καταλάβαινε από τα πολύτιμα χρώματα που ΄χαν γεμίσει τον ουρανό και είχαν βάψει τα μέχρι πριν λίγο μολυβένια σύννεφα σε πορφυρές, βελούδινες αποχρώσεις.
Ο ήλιος, σα βασιλιάς που ήταν ήξερε πώς να γεμίζει δύναμη ακόμα και αν όλη τη μέρα έπαιζε κυνηγητό με δαύτα, και πάλευε τάχα να φανεί, να τα επισκιάσει με την λαμπρή παρουσία του. Μα τ΄ άφηνε στο τέλος να κάνουν αυτά το μαγικό φινάλε. 
Και τώρα έφευγε πλήρης και εκείνα απόμειναν να παίζουν με τα χρώματα στον ουρανό πριν ξαναβάλουν τον γκρίζο και βαρύ μανδύα τους.

Ο ήλιος της θύμιζε τον πατέρα της.
Βασιλιάς κι αυτός, ήξερε μέσα από τη πάλη να δυναμώνει, και μετά να φεύγει αλώβητος, και χορτασμένος ... λάφυρα και δόξα.

Το ξύλινο σκαρί πίσω της αρχίνισε να χάνει τη μορφή του και σιγά σιγά γινόταν μια μεγάλη σκιά που άγγιζε ελαφρά την, περιέργως, ατάραχη θάλασσα. Ο αέρας μύριζε καταιγίδα. Εκείνη όμως ακουμπισμένη στο παλιό πριάρι δεν έκανε βήμα να φύγει, να γυρίσει πίσω στη πόλη. Ακούμπησε το μάγουλο της πάνω στο νοτισμένο γδαρμένο ξύλο και αφέθηκε να κοιτά το πέλαγος από την αντίθετη πλευρά της πόλης, μακριά, στα ανοιχτά. 

Τ΄ αγαπούσε τούτο το ερείπιο της θάλασσας. Εδώ ξαπόσταινε κάθε φορά που η ρότα του "Θαλασσόλυκου" οδηγούσε στην Άγια Μαύρα. Κι αυτό γινότανε συχνά. Τούτη η πόλη βλέπετε τράβαγε τα κουρσάρικα σαν μαγνήτης.

Κι η Λευκή, δεν ήταν ένα συνηθισμένο κορίτσι, ήταν κόρη κουρσάρου και η μοναδική γυναίκα που κατείχε θέση εξουσίας πάνω σε κουρσάρικο. 
Η μάνα της ήταν Αγιομαυρίτισσα, κόρη ψαρά. τη λέγανε Ακριβή κι ήταν σα δροσοσταλίδα του πρωινού.  Ο μέγας και τρανός Θαλασσόλυκος, κανείς ποτέ δεν έμαθε το όνομά του, ούτε καν κι εκείνη η Λευκή, που ΄ταν το αίμα του και η διάδοχος του, την κούρσεψε κατά τη συνήθειά του ένα απομεσήμερο πέρα στη δύση, κι ύστερα τη πήρε σκλάβα στο σκαρί του. Όταν κατάλαβε ότι η κοπέλα κουβάλαγε στα σπλάχνα της το αίμα του, την πέταξε στ΄ αμπάρι και την απείλησε πώς αν δεν του κάνει γιο θα σκότωνε το παιδί μπροστά της και έπειτα θα την έπνιγε.

Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, όταν πλησίαζαν την Άγια Μαύρα κι ο ουρανός από το ξημέρωμα έσταζε αίμα και νερό. Ενώ όλο το βράδυ η καταιγίδα έδερνε αλύπητα το  σκαρί. Άπιστος και άφοβος, εκείνος στεκόταν στο τιμόνι μέχρι που κατάφερε να το φέρει στα δικά του νερά κι όχι σ΄ αυτά που όριζε η παντοδύναμη θάλασσα. Την ήξερα άλλωστε καλά, Σ΄ αυτή γεννήθηκε, σ΄ αυτή μεγάλωσε, σ΄ αυτή θέριεψε.

Όταν είδαν το κάστρο από μακριά, κατέβηκε στ΄ αμπάρι να πει στην Ακριβή ότι θα την έπνιγε στα δικά της τα νερά, αν του γένναγε θηλυκό, μιας κι είχε σκοπό να μείνει κάνα δυο μήνες στο κάστρο γιατί είχε λέει πολλούς να δει και πολλά να κανονίσει.

Τη βρήκε πνιγμένη στο αίμα, νεκρή. Και απάνω στο γυμνό της στήθος ένα μωρό κατάλευκο σαν γλάρος γραπωμένο το βυζί της μάνας του, τον κοίταξε κατάματα, χωρίς να φοβηθεί την τρομερή θωριά του. Το αίμα της μάνα τους κάτωθε του έκανε το λευκό του χρώμα ακόμα πιο έντονο και για πρώτη φορά και μοναδική στη ζωή του, κοίταξε με τρόμο το κόκκινο υγρό, εκείνο που ο ίδιος είχε σκορπίσει πολύ στα πέρατα της θάλασσας και είχε ποτίσει τα κύματα τις αμμουδιές και τα βράχια.

Σήκωσε στα χέρια το μωρό και έδωσε διαταγή να πετάξουν το άψυχο κορμί της μάνας του στη θάλασσα. Το κοίταξε καλά! Ήταν κορίτσι. Έκανε να το πετάξει και δαύτο μαζί της στα νερά, αλλά μες την ώρα έκλαψε και το κλάμα του δεν ήταν για παράπονο, αλλά για θυμό και το κατάμαυρο βλέμμα της του τρύπησε τα σωθικά σαν να τον κάρφωσε χατζάρα.

Και το άφηκε κάτω κι εκείνο κοίταξε τον ουρανό ακριβώς τη στιγμή που μια αστραπή έκανε το συννεφιασμένο πρωινό να λάμψει σαν χρυσάφι. Και η αστραπή καθρεφτίστηκε  στα μαύρα μάτια της και είδε σε αυτά τα δικά του. Κι είδε σ΄ αυτά το μέλλον του πάνω στο λευκό κορμάκι! 
Λευκή ...

Κανείς ποτέ δεν τόλμησε να πει ότι ο Θαλασσόλυκος είχε κόρη, με τρόπο υποτιμητικό. Κανείς ποτέ δεν τόλμησε να την προσβάλλει, να την προκαλέσει, να την θυμώσει. Ή τουλάχιστον έτσι ακούγεται ... 

Το σπαθί της άλλωστε λένε μύριζε έντονα αίμα ...

Κάθε που ΄ρχονταν εδώ αγκάλιαζε τούτο το πριάρι. Σα να ΄ταν το χάδι της μάνας που δε γνώρισε. Το χάδι της μάνας που ποτέ δεν τόλμησε εκείνος να της πει το χαμό της.

Κουρασμένο και αφημένο στην άκρη του γιαλού, να το χαϊδεύει το κύμα στη φουσκοθαλασσιά, είχε την περίμενε κάθε που έφτανε ο Θαλασσόλυκος και φύλαγε να της πει ιστορίες παλιές και ξεχασμένες. Να την ψιθυρίσει για μάχες πέρα από κουρσάρους και κατακτητές. Για μάχες της καρδιάς και της ψυχής, του μυαλού και της σκέψης.

Κι εκείνη διψασμένη, ξαπόσταινε επάνω του, από τις μάχες και τα θανατικά, τις κραυγές του πόνου και της αγωνίας, το χρώμα του αίματος και του χρυσού.

Κι άφηνε κάθε ίνα από το κορμί της να ακούει του ψιθύρους του και να χαμογελά.

"Λευκή"! η βαριά φωνή του άντρα πίσω της που ΄ρθε καβάλα στο μαύρο άτι να την αναζητήσει, έβαλε τέλος στην ονειροπόληση της πάνω στο παλιό πριάρι.

"Πάμε πατέρα ...".

Μια αγκίδα από το ξύλο του, μπήκε στο λευκό της δάχτυλο και μια σταγόνα αίμα έσταξε πάνω στο ξεθωριασμένο χρώμα και φεύγοντας ...το ΄νιωσε το πριάρι να αναστενάζει παράξενα ....



Δοκιμή στα πρόχειρα .... στα βιαστικά. 

Ευχαριστώ θερμά την πριγκιπέσα μου Φρόσω Χαλικιοπούλου για την φωτογραφία της 

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου