Μια φορά κι έναν καιρό ... ήταν ένα νησί


Mια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα όμορφο νησί. 
Υπάρχουν πολλά όμορφα νησιά παντού στο κόσμο, τα πιο όμορφα όμως είναι στην Ελλάδα.
Εδώ, σ΄ αυτή τη χώρα είναι το νησί της ιστορίας μας. Και το παραμύθι του δεν διαφέρει πολύ από το παραμύθι κάθε νησιού και κάθε τόπου.
Η μητέρα του, η φύση, το είχε προικίσει με όλα τα καλά του κόσμου.  Δεν είχε απολύτως τίποτα να ζηλέψει από οποιοδήποτε άλλο τόπο.
Του ΄χε δώσει χιλιόμετρα ολόκληρα, από λευκές δαντελένιες παραλίες, καμωμένες με τα καλύτερα υλικά να το στολίζουν ολόγυρα. Κι ανάμεσα τους είχε σοφά τοποθετήσει ακοίμητους τεράστιους φρουρούς, πέτρινους και δυνατούς. Μεγάλα βράχια που λαμποκοπούσαν στον ήλιο κι αυτά έδωσαν, λένε, και το όνομα του, από το εκτυφλωτικό λευκό που ο βασιλιάς του ουρανού, ο ήλιος,  έστελνε επάνω τους.  Και έτσι το ονόμασαν Λευκάδα.

Πιο πολλούς και δυνατούς βράχους, είχε εκεί που το απέραντο πέλαγος, το μοναδικό Ιόνιο, το άγγιζε βίαια και σκληρά, στη δύση. Και λιγότερους εκεί που το θαλάσσιο χάδι ήταν τρυφερό και ήσυχο, στην ανατολή.
Του ΄χε δώσει βουνά ψηλά, καταπράσινα, που έκρυβαν θησαυρούς πολύχρωμους μικρούς και μοσχομυριστούς, αγριολούλουδα και βότανα και δέντρα αιωνόβια που αν καθόσουν στον κορμό τους κι άφηνες την ακοή της ψυχής σου ελεύθερη, θα μπορούσαν να σου πουν ιστορίες από τα χρόνια του μύθου.
Και αυτά τα βουνά χώριζαν από τη μια και ένωναν από την άλλη τα σκόρπια χωριουδάκια, με μονοπάτια χωμάτινα, που ο κόσμος κρατούσε καθαρά και ανοιχτά, δρόμοι ζωής και συντροφιάς.
Ο ήλιος, τα αστέρια και το φεγγάρι, αλλά και τα μικρά πέτρινα εικονοστάσια τα βράδια χωρίς φεγγάρι έδειχναν το δρόμο στους μοναχικούς ταξιδιώτες που πότε με το ζωό τους πότε ποδαράτα, επέτρεφαν στο χωριό τους, από τη χώρα, από γειτονικά χωριά, από την ξενιτιά.
Κι ανάμεσα στα βουνά και τα καταπράσινα δάση, του ΄δωσε η μάνα φύση και κάμπους, μικρούς άλλοτε γόνιμους, άλλοτε όχι, που αν όμως άξια χέρια τους δουλέψουν θα δώσουν δώρο καρπό γλυκό. Στάρι, όσπρια, σταφύλι. Κι όπου δεν υπήρχαν κάμποι τα άξια χέρια βρήκαν τρόπους  να κάνουν το βουνό να γεννήσει καρπό, χτίζοντας την πέτρα με μεράκι και σεβασμό.

Γιατί όπου υπάρχει σεβασμός η φύση στον επιστρέφει με δώρα. 
Και έχει εκεί ακόμα, στην καρδιά του, ανάμεσα στις κορυφές των βουνών του, ένα κάμπο μεγάλο που αν τον πρωτοδείς θαρρείς κι είσαι σε άλλο τόπο.
Κι είναι γεμάτος με αλώνια, μιας κι ο άνεμος το αγαπά, κι έρχεται συχνά να το συντροφέψει, και να βοηθήσει τον κόπο των ανθρώπων και να σταθεί δίπλα τους. Γιατί κι ο άνεμος γιος της φύσης είναι και ξέρει να φροντίζει τα αδέρφια του. Και με πηγάδια ντυμένα με θρύλους και παραμύθια, γιατί το νερό είναι θείο δώρο και πρέπει να το προστατεύει η φαντασία του νου.
Κι εκεί μέσα από τις φυλλωσιές, στα δέντρα, στα στάχια και στα αμπέλια, οι αλαφροΐσκιωτοι κι οι αθώοι στην ψυχή, μπορούσανε να ακούνε τα τραγούδια των νεράιδων που μαζεύονταν στα αλώνια τα βράδια κι έπειτα πάνε στους μύλους, του ανέμου και του νερού και καθίζουν και ξεκουράζονται και φτιάχνουν παραμύθια και νανουρίσματα γλυκά.
Και είναι και τα νερά που κυλάνε απ΄ τις κορφές, και φτιάχνουμε  μικρά αλλά ορμητικά ποτάμια που ξέρουν πότε να αγριέψουν και να φτιάξουν καταρράκτες μικρούς και μεγάλους, και λιμνούλες και πότε ήσυχα να κυλήσουν και να φτάσουν στη θάλασσα.
Κι έχει φαράγγια και σπηλιές πολλές και κρύβει μυστικά που μόνο λίγοι μπορούν να δουν και να νιώσουν.
Ένα όμορφο νησί, να το χαίρεσαι, να το αγαπάς.
Η Λευκάδα, τόπος ευλογημένος.
Κι όσο οι άνθρωποι που ζούσαν σε αυτό, κέρδιζαν το ψωμί τους από τη γη, ακόμα κι έκαναν λάθη και το πλήγωναν, είχαν όμως την ικανότητα να το ακουρμάζονται.

Μπορούσαν να ακούν το κλάμα του ή να χαίρονται το γέλιο του.
Μπορούσαν να ακούνε το παράπονο του, αλλά να νιώσουν και την ευχαρίστηση του.
Μπορούσαν να νιώσουν επάνω τους την οργή του αλλά ήξεραν μετά πώς να το γλυκοπιάσουν, να το νταντέψουν και να το αγκαλιάσουν.
Μα ήταν όλα ρόδινα σε κείνο το νησί;
Όχι δεν ήταν γιατί κι η φύση κρύβει δυνάμεις μέσα της που δεν μπορεί κι ίδια να ορίσει. Κι έτσι ξύπναγε κατά καιρούς μια δύναμη από τα έγκατά της, ο μυθικός γιος της, ο Γίγαντας ο Εγκέλαδος και έκανε το νησί να πονά, το πλήγωνε, το τραυμάτιζε σκληρά κι έπαιρνε μαζί του για λάφυρο του ανθρώπινες ζωές κι άφηνε πίσω του συντρίμμια και όσοι απέμεναν έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή.

Γιατί να ...αυτή είναι η φύση του ανθρώπου να πέφτει και να σηκώνεται ξανά.
Κι άλλοτε θύμωναν και τα ποτάμια γιατί άνοιγε ο ουρανός και έριχνε νερό πολύ κι έπνιγε τα πάντα κι αλίμονο σε όποιον βρίσκονταν στην άγρια ορμή του μπροστά.
Μα έτσι είναι η φύση. Ανυπότακτη, ελεύθερη και άτακτη.
Ο άνθρωπος έμαθε σιγά σιγά τα τερτίπια της και τις αναποδιές της κι ως ένα μέρος κατάφερε να τη φέρει με τα νερά του, έτσι και στο μικρό νησί, αλλά ποτέ δεν κατάφερε και δεν θα καταφέρει να την κάνει σκλάβα του, να την ορίσει μέχρι τέλους γιατί η δύναμη της είναι πάνω από τη δύναμη όλων των ανθρώπων μαζί.



Μα τα χρόνια περνούσαν κι οι άνθρωποι έπαψαν πια να είναι δεμένοι με τη γη.

Και ξέχασαν ότι εκείνη είναι δυνατότερη.

Έπαψαν να ακούνε την ανάσα της, βάλθηκαν να την πνίξουν, να την αλλάξουν, τάχα να την υποτάξουν  και άρχισαν να γκρεμιζουν και να χτίζουν, άρχισαν να φορτώνουν και να αδειάζουν.
Ἀρχισαν να κάνουν αλλαγές,  χωρίς σχέδιο, χωρίς ουσία, ανεξέλεγκτα, ξεχνώντας ότι ο,τι αλλάζεις στη φύση χωρίς να τη σεβαστείς, θα το πληρώσεις.

Μόνος του ο καθένας κατά το προσωπικό του συμφέρον, κατά το πώς τον βόλευε, κατά το πώς θα κέρδιζε, περισσότερα από τον άλλο. Ποιος να τον ελέγξει και γιατί, αφού κι οι άρχοντες οι ίδιοι, έπαιρναν μέρος σε αυτές της αλλάγες.  Ποιος να τολμήσει να πάρει το μέρος του νησιού;

Δε δούλευαν πια για καρπούς, όχι πια για αγαθά με ιδρώτα αποκτημένα, αλλά για κέρδη εύκολα και σίγουρα, και χωρίς κόπο πολύ. Και μπροστά σε αυτά, ξεχνούσαν την ομορφιά, ξεχνούσαν το σεβασμό στον τόπο τους.
Το νησί άλλαξε και ξέχασε τη μάνα του και ο,τι καλό εκείνη πρέσβευε. Τώρα άλλοι θεοί και δαίμονες το κυριαρχούσαν. Ο άνθρωπος που έβαλε τον εαυτό του στο θρόνο του θεού, το κέρδος, η κοροΐδια, η ασχήμια, η προχειρότητα, η βρωμιά.
Και εκεί που φαίνονταν τάχα ν΄ αλλάζει τη μια χρονιά, πάλιωνε ξαφνικά την άλλη και κανένας ποτέ δεν νοιαζόταν να φτιάξει ό,τι χαλούσε. Και με τα χρόνια χαλούσαν όλο και περισσότερα στο νησί.
Οι άνθρωποι έφτιαχναν σχέδια, πολλά σχέδια, χαλούσαν πολλά χαρτιά για να τα γράψουν και μετά τα συζητούσαν και μετά πάλι και πάλι, συζητήσεις πολλές, κι ύστερα όταν τελείωναν οι συζητήσεις και τα λόγια τα πολλά, περίμεναν τα σχέδια να γίνουν έργα, τους έβγαλαν κι όνομα, έργα πνοής ...
Μα τα σχέδια εκτός από χρήματα, αυτά πάντα λείπουν αυτά πάντα αργούν, θέλουν και αγάπη και σεβασμό.

Κι αυτό το είχαν όλοι ξεχάσει κι ο ένας έριχνε το φταίξιμο στον άλλο που το όμορφο νησί είχε αρχίσει και από μοναδικό γινόταν συνηθισμένο και παρατημένο.
Κανείς από τους ανθρώπους πια δεν θεωρούσε αυτονόητο ότι έπρεπε να το φροντίσει. Κανείς τους δε νοιαζόταν για το αν πέθαινε σιγά σιγά.
Λίγοι  μόνο, πολλοί λίγοι που έμαθαν σιγά σιγά να ακούνε την ανάσα του από την αρχή, και έμαθαν να το πλησιάζουν και να το αγγίζουν, χωρίς να φοβούνται μήπως το χώμα τους λερώσει, μήπως το αγκάθι τους πληγώσει, άρχισαν να το φέρνουν βόλτα και για αρχή να το γνωρίζουν και να βλέπουν που πονά και που θέλει γιατρειά για να γυρίσουν να το γιάνουν.
Αν αυτοί οι λίγοι γίνουν πολλοί το όμορφο νησί θα γίνει το ομορφότερο του κόσμου!
Κι ας αφήσουν εκείνους με τα σχέδια, στα λόγια και τις αναμονές τους.



Άλλωστε, είπε κάποιος κάποτε, για να προστατεύσουμε (και να φροντίσουμε, συμπληρώνω εγώ ) κάτι, πρέπει πρώτα να το αγαπήσουμε και για να το αγαπήσουμε  θα πρέπει να το γνωρίσουμε. Τότε  οι πιθανότητες να το σώσουμε είναι περισσότερες πολύ περισσότερες. 


"Οι άνθρωποι προστατεύουν μόνο ότι αγαπούν,.. αλλά μπορούν να αγαπήσουν μόνο ότι γνωρίζουν".. Ζακ-Ιβ Κουστό.




Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου