Ραγισμένοι τοίχοι ...ραγισμένη καρδιά




"Θα γυρίσουμε μάνα κάποια μέρα, πάμε τώρα, μη κοιτάς πίσω."

Μα εκείνη δεν άκουγε! Δεν ήθελε. 
Εδώ γεννήθηκε, εδώ μεγάλωσε, εδώ παντρεύτηκε, γέννησε τα παιδιά της. 
Εδώ έζησε χαρές και λύπες. 
Εδώ είναι όλη της η ζωή. 
Ένα μικρό σπίτι, η κουζίνα και δυο δωμάτια και το μπάνιο έξω, όπως συνηθίζονταν στα χωριά. Πέτρινο με χοντρούς τοίχους και μεγάλη αυλή. Ήταν ψηλά στο χωριό. 
Έβγαινες στο παραθύρι και άνοιγε τα μάτια κι η ψυχή σου.
Όλο το μπλε του κόσμο ριγμένο στα πόδια σου.

Έμενε μονάχη της τα τελευταία πέντε χρόνια από όταν πέθανε ο άντρας της. Τον γηροκόμησε μονάχη της δέκα χρόνια και δεν σκέφτηκε ούτε μια στιγμή να φύγει από το σπιτικό της, από το νοικοκυριό της, τη βολή της. Εκεί ξημέρωνε και βράδιαζε. Χρυσή την κάναν τα παιδιά της να πα να μείνει στη χώρα μαζί τους. Η απάντηση ήταν πάντα αρνητική.

Από τα ξημερώματα στο πόδι, να βολέψει το γέροντα, να κοιτάξει τον κήπο, να ταΐσει τις κότες της, να συμμαζέψει το συμμαζεμένο ήδη σπίτι, αλλά να .... σε δουλειά να βρίσκεται, μάλωνε με τα κατσαρολικά και τις μπόλιες, όλο να τα πάει από το να αρμάρι στ΄ άλλο. Κι ύστερα να μαγειρέψει, να πιάσει και λίγο αγγερίδι και πάλι από την αρχή.

Και την έβρισκε το σούρουπο να κάθεται μπροστά στο παραθύρι το χειμώνα, κι έξω στην αυλή το καλοκαίρι. Κι από όταν πέθανε κι ο σύντροφος της, όλο και πιο πολύ καθόταν. Ακίνητη να αγναντεύει τη θάλασσα εκεί πέρα μακριά σε κάθε χρώμα της, σε κάθε καιρό, σε κάθε ώρα. 
Μπλε και φωτεινή, μουντή και άγρια, χρυσή και ζεστή. 

Αυτή ήταν η ξεκούραση της, άφηνε τα μάτια της να ταξιδεύουν πάνω της, να παίρνουν το χρώμα της κάθε φορά και έβλεπε σε αυτή όλο το μεγαλείο της φύσης. Έβλεπε τη θάλασσα κι ήταν σαν να βλέπει τη ζωή της, πότε ήρεμη, πότε αναστατωμένη, πότε φωτεινή, πότε συννεφιασμένη.

Είχε περάσει πολλά, αλλά αυτό που είχε χαραχτεί στη ζωή της ήταν ο θάνατος του αδερφού της. Εικοσιπέντε χρονών παλικάρι, νιόπαντρος κι έφυγε για την ξενιτιά μη μπορώντας να αντέξει τη φτώχεια και την ανέχεια στο χωριό του. Ένα χρόνο μετά γύρισε μέσα σε κουτί για να θαφτεί στην Άγια Παρασκευή, στα χώματα του χωριού του. 
Δεν το χώρεσε ο νους της ποτέ, πώς τον έχασε έτσι. Ατύχημα είπαν εκεί στα έγκατα της γης που δούλευε. Στο σκοτάδι .....  κι η ψυχούλα του πέταξε κι ήρθε να ηρεμήσει στο φως και στο γαλάζιο του νησιού του. 
Και από τότε η φωτογραφία του έμενε στον τοίχο, εκεί κάτω από το εικονοστάσι, και δίπλα της έμπαιναν κάθε φορά φωτογραφίες όσων έφευγαν,  να προσέχουν την ψυχή του οι άγιοι και εκείνη να τους θυμάται. Έδωσε και το όνομα του στο παιδί της μα ο καημός της δεν έφυγε ποτέ. Καθημερινά πήγαινε κι άναβε το καντήλι του και εκείνες τις στιγμές που κάθονταν να ξαποστάσει πάντα τριγυρνούσε στο νου της, μαζί με τις σκοτούρες της. Και είχε το μαντήλι της έτοιμο να σκουπίσει το δάκρυ που ήξερε ότι η θύμηση του θα έφερνε. 

Και  να τώρα, Νοέμβρης μήνας κι ακόμα κράταγε ο καιρός. Σαν καλοκαίρι έμοιαζε τη μέρα. Το βράδυ έκανε κρύο βέβαια, αλλά χαιρότανε τον ήλιο, όσο κράταγε. Ζέσταινε τη βασανισμένη ψυχούλα της. 

Πάλι αξημέρωτα ξύπνησε και εκείνη τη μέρα. 
Όμορφη μέρα. 
Έκανε τις συνηθισμένες δουλειές της κι ύστερα  πώς της ήρθε και έφυγε να ανάψει το καντήλι πρωί. Η άγια Παρασκευή ήταν στην άκρη του χωριού. Εκεί ήταν όλοι, η μάνα κι ο πατέρας της, τα αδέρφια της, ο άντρας της ... άναψε το καντήλι τους και έκατσε λίγο να τους μιλήσει. Ένιωθε πώς σύντομα θα πήγαινε κοντά τους. 
Γύρισε το βλέμμα της στη θάλασσα κι άξαφνα πετάχτηκε όρθια. 
Σα ρεύμα να τη χτύπησε. 
Πριν κι εκείνη καταλάβει τι την έσπρωξε να σηκωθεί πήρε το μονοπάτι να φύγει. 
Σαν κάτι να την έσπρωχνε ή να την κυνηγούσε. ίσα που πρόλαβε κι έφτασε στην αυλόπορτα κι άρχισε ο κόσμος να τραντάζεται. Να τρέμει η γη συθέμελα και μια βουή να την ξεκουφαίνει. Έπεσε κάτω και γύρισε να κοιτάξει την εκκλησιά να κάμει το σταυρό της ..... και την είδε... Εκεί μπροστά στα μάτια της σωριάστηκε, ανοίξανε οι τοίχοι της κι έπεσε η σκέπη της από πάνω και οι τάφοι των νεκρών της ανοίξανε και φύγανε  προς τη δύση. Ο ένας πάνω από τον άλλο και της φάνηκε πώς έβλεπε λευκά περιστέρια να πετούν αναστατωμένα πάνωθε τους. Κι ύστερα έκανε να σηκωθεί κι έφυγαν τα μάτια της στη θάλασσα .... θολή σα να ΄χε πιάσει φωτιά,αντάρα την είχε πλακώσει! Και φοβήθηκε, έμεινε στα γόνατα και έκαμε το σταυρό της.

Λίγα λεπτά αργότερα όταν σταμάτησε το κακό κίνησε για το χωριό. Σερνόταν αποκαμωμένη, μάντρες κατεβασμένες, τοίχοι ανοιχτοί, δρομάκια μέσα στην πέτρα και το χώμα. Εικονοστάσια αποκεφαλισμένα, σπίτια γκρεμισμένα ...κι οι χωριανοί στο δρόμο να κοιτούν το κακό, να φωνάζουν, να σταυροκοπιούνται και να τρέχουν πανικόβλητοι. Κάποιοι είχαν αίματα, κι ένα στενό παρακάτω έμαθε πώς μια χωριανιά της την πλάκωσε η μάντρα κι έμεινε στον τόπο. Προχωρούσε και δεν σταμάταγε στον δρόμο να ρωτήσει τίποτα, να ακούσει, να μάθει. Η γη κούναγε συνέχεια και κάθε ώρα έβλεπε γύρω της όλο και περισσότερα να πέφτουν. 

Έφτασε στην κορφή του χωριού, στο σπίτι της και εκεί σταμάτησε απ΄ έξω από την αυλή. Ήταν όρθιο! Πληγωμένο, αλλά όρθιο! Κεραμίδια και σπασμένα τζάμια, χώματα από τις γλάστρες της .... σοβάδες παντού και η πόρτα της ορθάνοιχτη. Έκαμε να μπει και έφυγε πετώντας ένα περιστέρι λευκό πάνω από το κεφάλι της. 
Όλα μέσα είχαν πέσει κάτω, τα έπιπλα είχαν μετακινηθεί, σπασμένα τα καλά ποτήρια της και τα βάζα της κι οι κορνίζες με τις φωτογραφίες των παιδιών και εγγονιών της. Μόνο μια στεκόταν ακόμα στον τοίχο. Έναν τοίχο με μια ρωγμή μεγάλη να δείχνει τα σωθικά του. Του αδερφού της .....

Να ΄ταν άραγε εκείνος το περιστέρι που ΄χει μπει στο πατρικό του σπίτι να προστατευτεί από το κακό;  Σήκωσε μια καρέκλα, την έβαλε απέναντι από την φωτογραφία κι έκατσε. Ήταν ήσυχη. δεν περίμενε και τίποτα πια!  Εκεί την βρήκαν λίγες ώρες μετά τα παιδιά της. Ήρεμη! 

Το σπίτι ήταν έτοιμο να πέσει μα εκείνη έγινε θεριό μόλις της είπαν ότι θα την πάρουν μαζί τους. 
Εκεί θα πέθαινε! το είχε αποφασίσει.

"Θα γυρίσουμε μάνα κάποια μέρα, πάμε τώρα, μη κοιτάς πίσω."

Είπε στα παιδιά της να βγουν έξω να την περιμένουν και εκείνη πλησίασε τον αγαπημένο τοίχο! Όλες οι φωτογραφίες κάτω κι η μοναδική εκεί καρφωμένη ακόμα. Όλα τα αγαπημένα πρόσωπα να της χαμογελούν. Και πήρε το χαμόγελο τους μαζί τους.

Η καρδία της δεν άντεξε και έφυγε εκεί που ήθελε ... στο σπίτι της! 



Η φωτογραφία είναι από το σεισμό της 17ης Νοέμβρη 2015 από το Αθάνι, του Κώστα Γράψα (http://grapsas.blogspot.gr/ ), τον οποίο ευχαριστώ για την παραχώρηση της.

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

4 σχόλια: