Η σκιά που ΄φερε το θανατικό



Το νέο έπεσε σαν βράχος πάνω στο χωριό και σχεδόν το ρήμαξε. Ο τρόμος που το συνόδευσε ήταν αρκετός για να φέρει την καταστροφή πριν φτάσει το μεγάλο κακό.
Κανείς δεν κόταγε να κοιτάξει  τον άλλο στα μάτια πια κι οι κουβέντες κοπήκανε, κι οι χαιρετούρες και τα πέρα δώθε. Όλοι κλείστηκαν στα σπίτια και δεν βγαίνανε παρά για τσ'  δλειές τσ'  εντελώς απαραίτητες, που όμως μιας κι ήτανε αρχές της άνοιξης όλο και πλήθαιναν. Αλλά φρόντιζε ο καθένας να μη συναντάει άνθρωπο, να πηγαίνει στα χωράφια και στα αχούρια να ταΐσει τα ζωντανά του από κάτι μονοπάτια που τα θυμήθηκε τώρα, παμπάλαια και ξεχασμένα, από το φόβο να μη δει μπροστά του το κακό είτε με τη μορφή του την κανονική, είτε με τη μορφή ανθρώπου που θα τον είχε ήδη φτύσει στο στόμα και θα κουβάλαγε το θανατικό μέσα του, χωρίς ίσως να το ξέρει.
Και στις εκκλησιές πηγαίνανε ακόμα, από το φόβο του Θεού, μη τυχόν και τους σπλαχνιστεί και δεν αφήκει τη σκιά να πέσει στο χωριό τους. Κι εκεί κοίταζε με ματιές πλάγιες και χαμηλωμένες ο ένας τον άλλο, για να μετρήσει στα χλωμιασμένα από το φως των κεριών και την πείνα πρόσωπα, μη τυχόν κι είχε έρτει το κακό, να το δουν, να το προλάβουν ... λες κι άμα το ΄βλεπαν θα μπορούσαν τάχα να κάνουν κάτι.

Έφτασε λέει ένα πλοίο κάτω στα Δέματα, με εμπορεύματα από τις χώρες του νότου, και κουβάλαγε μαζί του τη σκιά. Από όπου ως τώρα είχε περάσει σαν καταραμένο το πλεούμενο, σκόρπιζε το σκοτάδι. Έβγαινε από τα αμπάρια του αόρατη σαν αερικό και ορθώνονταν πάνω από τα χωριά και τις πολιτείες και έπαιρνε μορφή και τα σκέπαζε με στάχτη και θάνατο. Είχε και όνομα το θανατικό .... Πανούκλα!

Ήδη, όπως μάθαιναν κάτω στην Αμαξική, άρχισε  η γριά μάγισσα του θανάτου, να κατακτά κορμιά και να  θρέφεται από τις σάρκες τους και να φουντώνει, να μεγαλώνει η σκιά της. Πεταμένα στην άκρη του δρόμου, δεν προλάβαινε η ενετική φρουρά να τα μαζεύει, αφού ήδη είχε αρχίσει να χάνει κι εκείνη δύναμη, μιας ένας ένας  από δαύτους αφήνανε την τελευταία τους πνοή δίπλα στα σώματα που ΄χαν βγει για να μαζέψουν. Και φωτιές παντού, να καίνε τα παλιόρουχα των πεθαμένωνε και ο καπνός τους να μπλέκεται με τη σκιά και  όλα να ΄ναι σκοτάδι και ήλιος να μη φαίνεται κι ας πλησίαζε Πάσχα.

Ξημέρωνε του Λαζάρου και σκεφτόντανε οι μάναδες άμα θα πρεπε να ξαμολήσουν τα παιδιά τους να πουν το Λάζαρο ή να τ΄ αφήκουνε κλεισμένα μέσα μη τα βρει τίποτα στο δρόμο.
Ακούσανε πώς  στο Κατούνι πέρα στα Κολυβάτα είχε ήδη έρτει η Πανούκλα και καθότανε στο κέντρο του χωριού κι έτρωγε ψυχές. Λέγανε μάλιστα πώς λίγο πριν έρθει η γριά, ακούγανε από το Λιβάδι ένα πουλί και όποιος τ΄άκουγε μέχρι το βράδυ πέθαινε. Ήτανε λέει δικό της και το ΄στελνε πρωτύτερα να δηλώσει τον ερχομό της.

Κι όλο νομίζανε πώς άκουγαν παράξενα κρωξίματα εκειές τις μέρες. Και τρέμανε σαν το ψάρι.

Παίρνανε βέβαια και θάρρητα. 
Ακούγανε από περαστικούς πώς στην Εγκλουβή ο Αη Χαράλαμπος είχε κάτσει στο έμπα του χωριού και μόλις είδε τη μάγισσα επάλεψε μαζί της κι έριξε πάνω της αγίασμα που της έκαψε το χέρι και έφυγε τρέχοντας κι δεν εμπήκε στο χωριό. κι απέ πήγε παρακάτω ο Άγιος στη Βαυκερή με τσ΄ όμορφες κοπέλες και έβαλε τους χωριάτες να μπούνε μέσα στην εκκλησία που του φκιάνανε και να τη σκεπάσουνε με σεντόνια και βλέπανε λέει τις σκιές πάνω απ΄  αυτά από ένα παλικάρι και μια γυναίκα να κονταροχτυπιούνται απάνωθε τους. Και ακούγανε προσευχές από τη μια και κατάρες από την άλλη, μέχρι που ησύχασε ο τόπος και ήρτε ο Άγιος και τους ξεσκέπασε και τους είπε πώς σωθήκανε απ΄ το κακό.
 Και πως πέρα στα Πλατύστομα, δυο βήματα από δαύτους, ερχότανε φωνάζοντας την Αγιά Παρασκευή να τηνε προκαλέσει, δεν της έφτασε θαρρείς που ο Άη Χαράλαμπος την είχε διώξει πέρα, φαίνεται δεν τη λογάριαζε την αγία γιατί ήτανε γυναίκα, αλλά εκείνη παντοδύναμη την έπιασε και την έσυρε από το μαλλί και την εκάρφωσε  σε μια ελιά που πήρε το θάνατο και εξεράθηκε και έτσι εξεκαρφώθηκε κι έφυγε τρέχοντας  κι ερχότανε λέει προς την Καρυά.

Αυτά όμως ήταν σε άλλα χωριά. Εδώ;  Ποιος άγιος ή αγία θα τους προστάτευε που ΄μπαινε το Μεγαλοβδόμαδο και όλοι οι άγιοι θα μαζεύονταν να κλάψουν για τον Σωτήρα; Είχανε και πολλούς! Σε ποιον απ΄ όλους να τρέχανε; Ποιος θα τους συμπόναγε, που ΄ταν πολιτεία σχεδόν το χωριό τους, κεφαλοχώρι από τα πρώτα του νησιού;

Ετρέμανε που λες και δεν ξέρανε τι να κάνουνε. Κι εκείνο το ξημέρωμα του Λαζάρου σα να ΄τανε πιο σκοτεινό από τ΄ άλλα, σα να ΄χε μαυρίσει ο ουρανός απάνωθε τους.Κι εβγήκανε στα παραθύρια και τότε το είδαν .....

Ο ήλιος πάνω από τους Σκάρους είχε λούσει το χωριό με χρυσό φως. Σαν τελευταίο δώρο φάνταζε. Φως λίγο πριν έρθει το σκοτάδι.

Γιατί απ΄ τη δύση ....  τους ξεγέλασε ....  από την ανατολή την περιμένανε ... είχε έρθει η μαύρη κυρά κι είχε γιγαντωθεί και κουβάλαγε στάχτες απάνω της που λαμπύριζαν σαν αναμμένες από φωτιά κι έσκυβε σιγά σιγά και πλάκωνε την Καρυά και έκρυβε το φως του ήλιου .....
Κι έπεσε καταχνιά. Μεγάλη Εβδομάδα στις εκκλησιές, Μεγάλη Εβδομάδα και στο χωριό, Μεγάλη Εβδομάδα και στις ψυχές και στα σώματα ....
Πρώτα χτύπησε τους γερόντους, ανήμποροι και κουρασμένοι από τη ζωή πέσανε στα χέρια της χωρίς αντίσταση, και ήπιε ό,τι είχε απομείνει από την ψυχή τους και τους άφηκε  στις γωνιές των δρόμων κουφάρια άδεια.
Οι επόμενοι ήταν εκείνοι που το θεώρησαν ασέβεια να αφήκουνε τα σώματα των πατεράδων τους έξω απ΄ το χώμα και τους άρπαξε κι εκείνους η μαύρη κυρά του θανάτου και τους αγκάλιασε σφιχτά παίρνοντας τους την ανάσα. 

Είκοσι νοματαίοι μέχρι την Μεγάλη Παρασκευή ξεψυχήσανε. 

Και ο τρόμος της σκιάς έστεκε απάνω απ΄το χωριό και η Πανούκλα κυκλοφορούσε σαν σκιά στα σοκάκια.
Μόνο μπροστά από τις εκκλησιές δεν πέρναγε. Θυμότανε τα παθήματα της στα άλλα χωριά και σκιαζότανε. Κι αυτό είδε ένας καλόγερος που ΄χε  έρτει από τη Βαυκερή να βοηθήσει τον κόσμο και τηνε παρακολούθαγε που πήγαινε και τι έκανε και πήγε μετά και μάζεψε το μεσημέρι τον κόσμο στο ξωκλήσι της Παναγίας, λίγο παραέξω απ΄ το χωριό, και τους είπε να στολίσουν τον επιτάφιο και να κρύψουνε κάτου απ΄ τα λουλούδια το σώμα του Χριστού και να τον αφήκουνε μονάχο του έξω από την εκκλησιά και όλοι μικροί, μεγάλοι να μείνουνε μέσα. Έτσι κι εκάνανε.  Κι έψαχνε εκείνη στα στενά και κανένα να του πάρει την ψυχή δεν έβρισκε και μοσχοβόλησαν τα λουλούδια από τον επιτάφιο και έφτασε μπροστά στο ξωκλήσι. Μύριζε τα λουλούδια, της ερχότανε κι η μυρωδιά από τους νοματαίους μέσα, αλλά δεν ήξερε πώς να περάσει. Πλησίασε τον επιτάφιο και δεν είδε τον Χριστό απάνω και πήρε θάρρος και έκανε να πλησιάσει την πόρτα της εκκλησίας. Μα τότενες μια φωτιά επετάχτηκε από τον επιτάφιο και την έκαψε ολάκερη και έγινε μαύρος καπνός που ανέβαινε στον ουρανό προς τη δύση από κει που ΄ρθε κι έμεινε το χωριό να λαμπυρίζει από τη λάμψη που ΄βγαζε η φωτιά από τον Επιτάφιο που καθάρισε όλο το χωριό από την ανάσα και το πέρασμα της. Κι ο καπνός ανέβηκε ως απάν στον ουρανό και εκεί την επήρε ο Μεγαλοδύναμος μακριά απ΄το χωριό τους.

Κι έτσι σώθηκανε οι χωριανοί κι εκάνανε την Καρυά χωριό μεγάλο.



Ευχαριστώ για άλλη μια φορά τον Ανδρέα Σταγαλινό για τις φωτογραφίες που μου εμπιστεύεται. 

Η Καρυά το βράδυ

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου