Ο άρχοντας των ξωτικών

Ήταν παράξενη αυτή η πολιτεία. Το κατάλαβε από την πρώτη στιγμή.

Οι δρόμοι της γυάλιζαν σα να ΄ταν φτιαγμένοι από κρύσταλλο και πολύχρωμα πετράδια.
Τα σπίτια της, όλα παλιά αρχοντικά, είχαν τα παράθυρα τους ανοιχτά και τι περίεργο!.... Αν και δεν φυσούσε καθόλου εκεί χαμηλά στο δρόμο που περπατούσε εκείνος, μόλις τρία τέσσερα μέτρα ψηλότερα οι κόκκινες βαριές βελούδινες κουρτίνες των σπιτιών, ανέμιζαν δυνατά, δημιουργώντας μια βαριά μελωδία, μελαγχολική που ερχόταν σε αντίθεση με το τόσο έντονο χρώμα που κυριαρχούσε γύρω.

Οι κάτοικοι της, όπως άλλωστε απαιτούσε η φύση τους περπατούσαν ανάλαφρα, σα να μην πατούσαν στην γη. Φορούσαν έντονα πράσινα ρούχα, απαλά και βελούδινα που ξεχώριζαν έντονα μέσα στο απαλό γρι των τοίχων των αρχοντικών, αλλά ήταν σχεδόν αόρατα, όταν βρίσκονταν μέσα στον απέραντο κάμπο του αγκάλιαζε την πόλη στο νότο της.
Το λιμάνι από την άλλη το απέφευγαν. Δεν πλησίαζαν εκεί, εκτός κι αν ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Άλλωστε δεν είχε κίνηση, Αν και πέρασμα, το απέφευγαν τα ξένα πλοία, έδενα παρακάτω, στο επόμενο νησί, λίγα μίλια ανατολικότερα. Εκεί έφταναν μόνο τα πλοία των προμηθειών του νησιού και εκείνα τα άλλα, που έπαιρναν τις ψυχές και τις πήγαιναν στο βορά.
Ίσως γι΄ αυτό ..... γιατί από κει έφευγαν οι ψυχές και δεν τις ξανάβλεπαν ποτέ.

Ο ταξιδιώτης μας έφτασε εδώ με ένα από καΐκια του νησιού. Είχε βάλει σκοπό της ζωής του να επισκεφτεί και να καταγράψει όλους τους παράξενους τόπους αυτής της μικρής αλλά παράξενης χώρας. Κι αυτό το νησί ήταν από τα πρώτα που ήθελε να δει.
Είχε ακούσει πολλά μα αυτό που καιγόταν να συναντήσει ήταν ο άρχοντας του. 'Ητανε γιος μιας μάγισσας και ενός άρχοντα ξωτικού και διάλεξε να φέρει το λαό του σε αυτό το νησί.  Και χρησιμοποιούσε τα μαγικά που έμαθε από τη μάνα του και τη δύναμη της φύσης που πήρε από τον πατέρα του και όλα εδώ έμοιαζαν σαν σε παραμύθι. Όλα απλά, εύκολα, ήσυχα. Και όταν πλησίαζε το βράδυ, και ο ουρανός έπαιρνε ένα βαρύ γκρι χρώμα, τότε έβγαινε κι ο άρχοντας από το παλάτι του και ξεκινούσε στην αγορά γλέντι μεγάλο.
Η μουσική ήταν σα να ΄βγαινε από τα σύννεφα, δεν έβλεπες μουσικούς και όργανα, έφτανε με τον αέρα, και μεταμόρφωνε τα πρασινοντυμένα ξωτικά σε δεινούς χορευτές.

Να τος λοιπόν, φάνηκε! Στη μέση του δρόμου, ξεχώριζε, ήταν ψηλός, σαν γίγαντας μπροστά στο λαό του. Μεγαλοπρεπής και επιβλητικός. Άπλωνε τον τεράστιο μανδύα του και όταν τον μάζευε με τις γεμάτες μελωδία κινήσεις του, εκατοντάδες λαμπερές πυγολαμπίδες έκαναν την εμφάνιση τους και γέμιζαν μαγεία την πόλη. Δεν μιλούσε, κοιτούσε μόνο από ψηλά με αγάπη το λαό του και οδηγούσε τα βήματα του χορού .....
Ο ταξιδιώτης δεν ήξερε ότι η αποψινή βραδιά ήταν η βραδιά αποχαιρετισμού των ψυχών. Μια φορά το χρόνο τα γερασμένα ξωτικά παραδίδουν την αθάνατη ψυχή τους και το γερασμένο σώμα τους στη μάγισσα του βορά και μένουν εκεί μαζί της για πάντα.
Η γιορτή εκείνο το βράδυ, ήταν αποχαιρετηστήρια γι΄ αυτές τις ψυχές. Έτσι ο άρχοντας άπλωνε όλο και πιο συχνά τον πολύχρωμο μανδύα τους και οι πυγολαμπίδες ξαφνικά έφτιαξαν μια φωτεινή σκέπη πάνω από μια ομάδα ξωτικών, ήταν εκείνα τα γερασμένα που θα έφευγαν το ξημέρωμα με το καράβι με τα κόκκινα πανιά.


Και ο άρχοντας τα πλησίασε και τα κοίταξε με αγάπη και ξαφνικά έγινε ένα με δαύτα και χάθηκε ανάμεσα τους και φάνηκε ξανά στη μέση της ομάδας να ψηλώνει ξανά και άπλωσε το μαγικό μανδύα του από πάνω τους και εκείνα χαμογέλασαν και άρχισαν ένα τραγούδι στην παράξενη γλώσσα τους που έλεγε, όπως του είπε ένα μικρό ξωτικό που στεκόταν πλάι του για το μακρινό βορά και την αιώνια ζωή που θα βρουν εκεί.

Και ο χορός κράτησε μέχρι που σχεδόν έφυγε το σκοτάδι και λίγο πριν φτάσουν στο λιμάνι όλα τα ξωτικά σκορπίστηκαν και χάθηκαν και έμειναν μόνο αυτά που θα ΄φευγαν και ο μεγάλος άρχοντας τους και ο ξένος παραπίσω δεν είχε χάσει στιγμή από τα δρώμενα της νύχτας.
Και στο λιμάνι έφτιαξαν οι χιλιάδες πυγολαμπίδες μια γέφυρα και από πάνω της πέρασαν τα ξωτικά που θα ΄φευγαν και μπήκαν στο καράβι με τα κόκκινα πανιά. κι ο άρχοντας χωρίς να κουνά τα χείλη του έβγαλε ένα τραγούδι από τη ψυχή του κι έπεφτε σαν βάλσαμο πάνω στις ψυχές και ύστερα όταν όλες μπήκαν στο καράβι όλα χάθηκαν και πριν προλάβει ο ξένος να πλησιάσει και να μιλήσει στον άρχοντα, να τον γνωρίσει από κοντά αυτός έφυγε σαν σκιά και για λίγο, μέχρι το καράβι να χαθεί στον ορίζοντα, σκοτάδι απλώθηκε και δεν ακούγονταν ούτε ο ήχος από τα βριά κουπιά που έσκιζαν τη θάλασσα.

Δεν τον ξαναείδε τις επόμενες μέρες που έμεινε στο νησί. Πάντα μετά τον αποχαιρετισμό των ψυχών του είπαν μένει κλεισμένος στο παλάτι και θρηνεί μόνος του!

Ο ταξιδιώτης έφυγε και δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να ξαναβρεί το δρόμο για το νησί. και δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να δει τον άρχοντα.



Ευχαριστώ τον αγαπημένο Λευτέρη Ζακυνθινό για τη φωτογραφία του.
Φαρομανητά Λευκάδας 2015.




Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου