Όταν φιλιούνται τα σύννεφα






Ήταν μόλις έξι χρονών όταν την πρωτοείδε, ήταν ακριβώς η μέρα εκείνη του Μάρτη που η νύχτα παραχωρεί το δικαίωμα στη ημέρα, να φωτίζει τη γη λίγο περισσότερο και εκείνη μαζεύει τα μαύρα πέπλα της, και μικραίνει.

Η θερινή ισημερία.

Λέγανε πολλά για κείνη τη μέρα.
Άμα λέγανε τόλμαγες να βγεις τα μεσάνυχτα από το σπίτι, το μυαλό σου θα σάλευε από τη μυρωδιά της Άνοιξης. Η όμορφη βασίλισσα ξεκίναγε το ταξίδι της και σκορπούσε στο πέρασμα της αρώματα από χιλιάδες αγριολούλουδα. Το άρμα της το έσερναν χελιδόνια και πίσω της πετάγανε εκείνες οι νεράιδες των παραμυθιών. Εκείνες που αν τις δεις μια φορά, σου σημαδεύουν το μυαλό για πάντα. Πολλές οι ιστορίες για τα παλικάρια που για την αγάπη μιας τέτοιας νεράιδας, αφήνανε τούτη τη ζωή και φεύγανε για κείνη τη χώρα πάνω από τα σύννεφα και ποτέ ξανά κανείς δεν τα ξανάβλεπε.

Η μάνα του κοιμότανε από ώρα, όλη μέρα δουλειές, την έπαιρνε ο ύπνος χωρίς προσπάθεια. Μα αυτό παιδάκι πράμα απόψε δεν είχε ύπνο. Νοσταλγούσε εκείνα τα βράδια που πήγαινε στο κρεβάτι της βαβάς του και κουλουριαζότανε στην αγκαλιά της να ακούσει εκειές τις ιστορίες για τα παλικάρια που χαθήκανε μαζί με τις νεράιδες και πάντα τονε στάυρωνε στο τέλος πριν κλείσει τα ματάκια του,  και του ΄λεγε να κάμει το σταυρό του αν τυχόν και δει ποτέ καμιά από δαύτες και ο Θεός θα τονε σώσει και δεν θα του πάρει τα μυαλά η όμορφη.

Μα η βαβά είχε δυο μήνες που τους άφηκε χρόνους και εκείνο το έρμο δεν είχε κανένα να του πει μια ιστορία να αποκοιμηθεί.
Έτσι πλησίασε το παραθύρι που κοίταζε τη θάλασσα και χάζευε το κυνήγι του φεγγαριού με τα σύννεφα και πάσχιζε με τη φαντασία του να πλάσει κάνα παραμύθι και να αποκοιμηθεί γλυκά. Και εκεί που κόλλησε το προσωπάκι του στο τζάμι, μια λάμψη ξαφνική στον ουρανό τράβηξε την προσοχή του. Δυο σύννεφα που του θύμιζαν πρόσωπα φιλήθηκαν στον ουρανό και από τα πουπουλένια χείλη τους ξεχύνονταν εκείνη η λάμψη, που δεν μπορούσε να πάρει να παιδικά ματάκια του από πάνω της,
Κι εκεί που τα σύννεφα δεν έλεγαν να πάψουν να γλυκαίνονται από το φιλί,  μέσα από τη λάμψη του, φάνηκε ξαφνικά μια άμαξα, ολάνθιστη με λουλούδια που ποτέ δεν φανταζόταν ο παιδικός του νους ότι υπήρχαν, βαμμένα με τα χρώματα του κόσμου όλου. Τη σέρνανε χελιδόνια, μα όχι σαν κι εκείνα που είχανε φτιάξει τη φωλιά τους κάτω από τα κεραμίδια του σπιτιού του. Χελιδόνια πελώρια που οι ψαλιδωτές ουρές τους έσκιζαν τα σύννεφα για να περάσουν, όλα τα σύννεφα εκτός από αυτά που είχαν τα χείλη τους ενώσει. Και στο κεφάλι τους φορούσαν στέμματα φτιαγμένα από μαργαριτάρια. Και πίσω σε θρόνο χρυσό που φεγγοβόλαγε - αυτός μάλλον έβγαζε εκείνη τη λαμψη - καθότανε η Άνοιξη, βασίλισσα πανώρια, λαμπερή, μοναδική που όμοια της στον κόσμο δεν υπήρχε με ένα φόρεμα που άλλαζε χρώματα κάθε λεπτό και σε ζάλιζε να το κοιτάς. (Ίσως γι΄αυτό, να ζαλιζόσουν και να μη τόλμαγες να κοιτάς για ώρα πολύ τη βασίλισσα, την κόρη τη μονάκριβη του Χρόνου).
Και πίσω από την άμαξα σαν πεταλούδες ακολουθούσαν εκείνες οι νεράιδες που τις γνώριζε καλά, απ΄ της βαβούλας του τα παραμύθια. Και εκεί που τα λόγια της ήρθαν στο μυαλουδάκι του και έκανε πώς θα κάμει το σταυρό του, τα χεράκια του μόνα τους ανοίξανε το παραθύρι.
Κι η μυρωδιά μπήκε μέσα και τη ρούφηξαν τα ρουθουνάκια του και ήρθε και φώλιασε στο μυαλό του και έφτασε μετά εκείνη  μπροστά στο παραθύρι του και του χαμογέλασε και τα μαύρα μαλλιά της άγγιξαν το προσωπάκι του και τα χείλη της το μέτωπο του.

"Θα ΄ρθω να σε πάρω κάποτε", του είπε! "Να είσαι έτοιμος, θα ΄χεις γίνει το παλικάρι που ψάχνω"!
Κι ύστερα του ΄κλεισε με βια το παραθύρι και η λάμψη στον ουρανό χάθηκε και τα σύννεφα έπαψαν να φιλιούνται και η άμαξα έγινε αέρας που μάζεψε τα σύννεφα σαν πρόβατα το ένα κοντά στο άλλο και τα πότισε με τα δάκρυα του και έπιασε βροχή.
Και το μικρό αποκοιμήθηκε εκεί μπροστά στο παραθύρι.

Είκοσι χρόνια μετά ήταν πια παλικάρι και ένιωσε πώς εκείνο το βράδυ ήταν αυτό που περίμενε. Το ίδιο βράδυ όπως και τότε.
Στήθηκε στο παραθύρι και έμεινε να μελετάει τον ουρανό και τα σύννεφα, που όπως και τότε παίζανε κρυφτό με το φεγγάρι. Και νάτα ήρθαν τα σύννεφα του, εκείνα τα ερωτευμένα, και φιληθήκανε, γλυκά ενώσανε τα χείλη τους και η λάμψη φάνηκε και η άμαξα σκόρπισε τη μυρωδιά στον αέρα και άνοιξε το παράθυρο να τη ρουφήξει για να χάσει το μυαλό του Κι ούτε του πήγε στο μυαλό η συμβουλή της βαβούλας του και δεν έκαμε το σταυρό του, μόνο άπλωσε τα χέρια του σε εκείνα τα ρόδινα χέρια με τα λουλουδένια βραχιόλια που τον τράβηξαν και ένωσε τα χείλη του με τη νεράιδα που περίμενε να ΄ρθει να τον πάρει, σε εκείνη τη χώρα στα σύννεφα  ψηλά στον ουρανό και έφυγε!

Κανείς δεν τον ξανάδε!
Και τα σύννεφα έμεινα εκεί να φιλιούνται γλυκά μέχρι το ξημέρωμα.




Ευχαριστώ πολύ τον Γιώργο Γιαννουλάτο για τη φωτογραφία του.
Τα σύννεφα φιλιούνται πάνω από το Ιβάρι

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου