Το θεριό της θάλασσας



Οι παλιοί λέγανε ότι άμα έπαιρνες βαθιά αναπνοή και βούταγες εκεί που ΄χουν πέσει τα πολλά κοντριά στη θάλασσα, θα ΄βλεπες εκείνη την παλιά πολιτεία.

Ήταν κάποτε μεγάλη και τρανή.

Ο ίδιος ο θεός της θάλασσας, την σκάλισε λένε με την τρίαινα του και την προίκισε με τα μαργαριτάρια του βυθού και μ'  αυτά έντυσε το παλάτι της που γινόταν κατακόκκινο και άστραφτε σαν πυρκαγιά την ώρα που βασίλευε ο ήλιος κι έπιανε φωτιά η θάλασσα στη δύση.

Και της έφτιαξε και τείχη απόρθητα, ψηλά σαν γίγαντες να τη φυλάνε από το κακό που θα ΄ρχονταν, λέγανε, απ΄ την στεριά γιατί απ΄ τη θάλασσα κανείς δεν θα κούταγε να την πειράξει.

Και έβαλε να βασιλεύει σε αυτή ο γιος του, ένα νέος και γενναίος ημίθεος που όμως είχε μάθει να φέρεται σαν θεός.

Όχι πως δεν ήταν δίκαιος άρχοντας και δεν αγαπούσε το λαό του! Ήταν, και έβαζε το συμφέρον της πολιτείας του πάνω απ'  όλα και απ΄ όλους και όλοι μιλάγανε για εκείνη στα πέρατα του κόσμου, και έλεγαν για τη δόξα και τα πλούτη της.

Μα ήταν σκληρός και άδικος στην αγάπη! Καμιά γυναίκα θεά, νεράιδα ή θνητή, δεν γλίτωνε από κείνον, άμα την  έβαζε σκοπό του. Γιατί είχε σύντροφο του πάντα το φτερωτό θεό, το γιο της Αφροδίτης, αυτόν το μικρό δαίμονα που έριχνε τα βέλη του άπονα και με ένα χαμόγελο μυστήριο και παράξενο γιατί ήξερε τον πόνο που προκαλούν.

Κι έτσι έκανε!
Μαζί με το αρχοντόπουλο βγαίνανε και παίρνανε τους δρόμους και γέλαγαν και κοίταζαν στα μάτια χωρίς φόβο κάθε γυναίκα που συναντούσαν για να διαλέξουν ποια θα ταν εκείνη η άτυχη που θα λαβώνονταν από το βέλος για να περάσει όμορφα ο γιος του Ποσειδώνα.
Και μαζί με το χρυσό και τα μαργαριτάρια σε εκείνη την τρανή πολιτεία μετράγανε και τις ματωμένες καρδιές και τις σαλεμένες σκέψεις των γυναικών που τους άφηνε εκειό το βέλος πόνο μεγάλο και αγιάτρευτο.

Γιατί τα βέλη εκείνα επήγαινε  και τα βούταγε  στην πηγή μιας μάγισσας που μισούσε την αγάπη. Γιατί η αγάπη την άφηκε, πριν γεννηθεί αυτός ο φτερωτός θεός, με  μια πέτρα στη θέση της καρδιάς της. Αφού την καρδιά της,  την είχε δώκει σε εκείνον που αγαπούσε, όταν λαβωμένος σε μια μάχη ξεψύχαγε, για να ζήσει, και να τον δει αργότερα να μαγεύεται από τα μάγια μιας θεάς που τον έκαμε άντρα της και αθάνατο. Και έμεινε εκείνη χωρίς καρδιά να τυραννιέται με το μυαλό και τη σκέψη του κι έβαλε μια πέτρα μαύρη και  σκληρή στη θέση της και έχυσε το μυαλό της στην πηγή να δηλητηριαστεί το νερό της από τον πόνο και την σκληράδα.

Αυτό είχαν πάνω τους  τα βέλη και αφήνανε την πληγή αγιάτρευτη!

Άμα γύρναγες πίσω όμως τον χρόνο θα ΄βλεπες μια άλλη λαβωμένη καρδιά να γυρνά στις ακροθαλασσιές και να ζητά από τον πατέρα του τη λύτρωση. Ήταν εκείνο το αρχοντόπουλο, αυτό που τώρα λαβώνει, λαβωμένο γιατί δεν ήταν τάχα αρκετό να γίνει άντρας της κόρης του ανέμου και με το παγωμένο φύσημα του τον έδιωξε μακριά και άλλαξε τα μυαλά της κόρης του και εκείνη ούτε να τον δει.
Και ο πατέρας του τον άκουσε, και τον λύτρωσε με εκείνο το  μαγικό φίλτρο που μόνο οι αθάνατοι το ΄χουν να το πίνουν και να μη νιώθουν την αγάπη. Εκτός κι αν χτυπηθούν από το βέλος! Για τούτο έκανε φίλο και σύντροφο του το μικρό δαίμονα, για να ΄ναι σίγουρος ότι ποτέ δεν θα τον χτυπήσει.
Και έτσι άφηνε πίσω του θύματα της αγάπης , κοπέλες που μαραίνονταν, γυναίκες που πονούσαν μέχρι να πεθάνουν!

Μα να που κάποτε, ήπιε πολύ και εκείνος και ο δαίμονας με τα φτερά τ΄αγγέλου.
Ήταν το νέο κρασί, γλυκό σα θάνατος που δεν το χόρταινες. Κι ήπιαν πολύ και άρχισε ο Έρωτας να παίζει με τα βέλη του και να τα ρίχνει ένα γύρω σ΄ όποιον βρίσκονταν και κείνα φεύγανε βροχή και χτύπαγαν με ορμή.
Και εκεί που οι δυο φίλοι γέλαγαν έφυγε ένα και βρήκε την καρδιά του άρχοντα .......
Και λαβώθηκε και σκίστηκε το μέσα της καρδιάς του και έφυγε σα κυνηγημένος και πήγε στην άκρη της θάλασσας.
Και είδε στο καθρέφτισμα της, το Φεγγάρι και ένιωσε έρωτα βαθύ και έσκυψε να το πάρει. Και ο πατέρας του δεν πρόκαμε να τονε πιάσει και έσκισε την καρδιά του πάνω στο βράχο και εκείνη πέταξε στο φεγγάρι, μα μόνη της!
Και το σώμα του έγινε θερίο, της θάλασσας θερίο, μαύρο και τρομακτικό!


Και έσκαγε με μίσος στα βράχια και έτρωγε την πολιτεία του λίγη λίγη! Και εκείνη ερείπωσε!
Και μετά έριξε τα βράχια που του κάνανε το κορμί θεριό και την αποτέλειωσε. Και βούλιαξε και έμεινε το θεριό να χτυπά με ορμή το καταραμένο κορμί στα βράχια και να πετάγεται ψηλά να πιάσει την καρδιά του!


Μα δεν την έπιασε ποτέ!


Και το φεγγάρι γέλαγε και έπαιζε στ'  άσημοδάχτυλα του την καρδιά που τόσες και τόσες καρδιές είχε παίξει κι εκείνη τόσα χρόνια!


Ευχαριστώ πολύ την Καίτη Κακαβούλη για τiς φωτογραφίες του "θεριού" μου!

Στα βράχια του 'Αγιου Νικήτα!


Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου