Στους Σκάρους ... με δαίμονες και νύμφες




Υπάρχει ένα βουνό στο νησί, ένα βουνό που οι περισσότεροι το προσπερνούν χωρίς να γυρίσουν να του ρίξουν μια ματιά.

Που πολλοί το ξέρουν, αλλά λίγοι το γνωρίζουν καλά.

Ένα βουνό που στα μονοπάτια του βαδίζουν τα βράδια με φεγγάρι, μύθοι με ξέπλεκα μαλλιά.

Που μέσα από τα ερειπωμένα εκκλησάκια του, βγαίνουν γλυκές μελωδίες αγγέλων, που μπορούν να σε νανουρίσουν τις νύχτες αν τυχόν ο δρόμος και η μοναξιά σου σε φέρουν κοντά του, και να κοιμηθείς γλυκά και ζεστά, σκεπασμένος από τα φτερά τους παρέα με τις ξεθωριασμένες μορφές των αγίων.

Σε αυτό το βουνό, στους Σκάρους, ζουν εκείνα τα ιερά δέντρα, εκείνα που στα χρόνια τα παλιά, αυτά που ήξεραν να κρύβουν την ψεύτικη αλήθεια και να φανερώνουν τα αληθινά παραμύθια,  έκρυβαν νύμφες στους κορμούς τους. Νύμφες που οι απλοί άνθρωποι μπορούσαν να νιώσουν μέσα από το θρόισμα των φύλλων που τα χάιδευαν απαλά τα παιδιά του Αιόλου. Τις έλεγαν Δρυάδες, και συνόδευαν τους θεούς στα κυνήγια τους, και έπαιζαν ερωτικά παιχνίδια με τους Σειληνούς και τους Σάτυρους, τις νύχτες που δεν είχε φεγγάρι.
Μόνο λίγοι, εκείνοι οι ονειροπαρμένοι που ζούσαν μέσα στις σκιές και πάλευαν με δαίμονες, μπορούσαν να τις δουν. Να βγαίνουν από τους κορμούς της Βελανιδιάς και σαν αερικά να γίνονται λευκές και διάφανες και να  χορεύουν ανάμεσα στα κλαδιά με μουσική τους το κελάηδισμα των πουλιών.
Ήταν όμορφες, και ευφραίνονταν η ψυχή σου όταν μπορούσες να τις διακρίνεις, σε ταξίδευαν σε κόσμους πέρα από το δικό μας, κόσμους που εκεί, όλα ήταν φωτεινά, και λαμπερά και τίποτα άσχημο δεν έβλεπες.
Αν όμως τολμούσες να πειράξεις τα δέντρα τους, τότε έβλεπες την αέρινη νύμφη να παίρνει διαστάσεις δράκου και μορφή Στρίγγλας και σε κατάπινε!
Τα δέντρα όμως έχουν εχθρούς. Κοινούς θνητούς που όμως μοιάζουν με δαίμονες, όταν είναι να καταστρέψουν, να αφανίσουν.
Κι έτσι έστησαν δίχτυα φτιαγμένα από ιστούς ασημένιους από εκείνες τις αράχνες που κατεβαίνουν τις νύχτες με πανσέληνο από το ουράνιο σώμα και ασημώνουν τα πάντα και που οι νύμφες τις αγαπούν και τις κάνουν συντροφιά. Και οι νύμφες θαρρώντας που ήρθαν οι αράχνες τους, έπεσαν μέσα και πιάστηκαν και τις πήραν και τις φυλάκισαν σε μια τρύπα που ανοίγει μόνο με λέξεις μαγικές που οι ανθρωποδαίμονες τις έμαθαν με δόλο από τον τυφλό φύλακα της, και μετά τον έσπρωξαν κι αυτόν μέσα.
Και οι Βελανιδιές έμειναν απροστάτευτες, και έχασαν τα φύλλα από τον καημό στους και τα κλαδιά τους τρεμόπαιζαν τις νύχτες γυμνά και φώναζαν απελπισμένα τις αέρινες μορφές να ΄ρθουν κοντά τους. Και εκείνες από την τρύπα τα άκουγαν και σπάραζε η αθάνατη ψυχή τους, αλλά τα μάγια της τρύπας ήταν δυνατά και ο τυφλός φύλακας πέφτοντας έχασε τα μαγικά λόγια που έφυγαν σα σύννεφο από το ταραγμένο του μυαλό και σκόρπισαν στη δύση και την ανατολή, στο βορά και το νότο και έμειναν αμάζευτα να τυραννιούνται να ενώσουν.
Και μαζεύονταν το βράδυ το ΄να δέντρο κοντά στ΄ άλλο κι ένωναν τα γυμνά κλαδιά τους να πιαστούν αγκαλιά να πάρει δύναμη το ΄να απ΄  τ΄ άλλο. Να κρατηθούν, να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το κακό που τα πλησίαζε. Το άκουγαν, κάθε βράδυ και πιο κοντά τους, με άγριες τσεκουριές, και κραυγές πόνου και μετά η σιωπή και ο θάνατος και το δάσος χάνονταν.....
Έτσι θα αφήσεις Μάνα Γη τα παιδιά σου να χάνονται; Έτσι θα αφήσεις τους θνητούς δαίμονες να τα τρώνε; Με τα κλαδιά ενωμένα, έσπρωχναν τις ρίζες τους βαθιά να ξυπνήσουν τη Μάνα τους από τον αιώνιο ύπνο της, να ταράξουν την ησυχία της, να στοιχειώσουν τα όνειρα της, να τα κάνουν εφιάλτες, για να τρανταχτεί και να τα σώσει.
Και εκείνη ένιωσε το τρύπημα από τις ρίζες τους στην καρδιά της και άκουσε τις απελπισμένες φωνές των παιδιών της και έστειλε την οργή της στην επιφάνεια και τραντάχτηκε το βουνό συθέμελα και η τρύπα άνοιξε και τα κοντριά της κατρακυλούσαν στις πλαγιές και πήραν μαζί τους θνητούς δαίμονες και τους έκαναν κομμάτια πάνω στα νεκρούς κορμούς των δέντρων που΄ χαν προλάβει να σκοτώσουν.
Και οι νύμφες ελευθερώθηκαν και ο τυφλός φύλακας ξαναείδε το φως και έμεινε από ευγνωμοσύνη κοντά τους, να τους κρατά συντροφιά και να φυλάει το δάσος τους.
Και εκείνες πέταξαν και γύρισαν στα δέντρα τους και τα αγκάλιασαν σφιχτά και τα ζέσταναν και εκείνα γέμισαν φύλλα και χαμογέλασε όλο το βουνό, έλαμψαν οι Σκάροι και όλο το νησί μαζί τους!

Κι η Μάνα Γη γύρισε στον ύπνο της ευχαριστημένη!




Ευχαριστώ πολύ τον Ιωάννη Φραγκούλη για την παραχώρηση της φωτογραφίας του.

Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου