Της ξωτικιάς ο δρόμος





Έμεινε εκεί στην άκρη της γέφυρας και περίμενε. 
Θα ΄ρχονταν, ήταν σίγουρος, του το είχε υποσχεθεί! 

Όλη μέρα σήμερα έβρεχε, με τις ώρες, καταιγίδα γερή. 
Ο ουρανός άνοιγε και πύρινες γλώσσες πετάγονταν από τα σωθικά του και κοβόταν η ανάσα του από τη λάβα. 
Τα σπίτια τραντάζονταν συθέμελα σαν όλα τα στοιχειά της φύσης να ΄χαν βγει από τις σπηλιές και τις κουφάλες τους και  πετούσαν με ορμή μες στα σοκάκια και  έπεφταν στους  τοίχους με δύναμη και μίσος να τους γκρεμοτσακίσουν γιατί ήταν εμπόδια που τους έκοβαν τον ορίζοντα.

Κανείς δεν κούταγε να βγει από το σπίτι του. 

Κι έτσι κι εκείνος περίμενε να τελειώσει το κακό, να σταματήσει η βροχή, να πάψει ο ουρανός να φτύνει φωτιά και να πάψουν να τραντάζονται τα σπίτια. Αγωνιούσε, γιατί το ένιωθε ότι θα φανεί. 
Θα πήγαινε εκεί στο γεφυράκι και την κατάλληλη στιγμή θα έκανε αυτό που του είχε πει.

Και το κακό κάποτε σταμάτησε, αλλά όχι όλο! 
Έμεινε ο αέρα να παγώνει στο διάβα του, σα να ΄χε βγει από τα παραμύθια εκείνη η κακιά βασίλισσα του χιονιά με το άρμα της και σκόρπαγε την παγωνιά στον αέρα και στις ψυχές των ανθρώπων. Γι΄ αυτό και τούτοι κάθονταν δίπλα απ΄τη φωτιά που έκαιγε στα σπίτια τους και δε ξεμυτούσαν. 

Μόνο ένας! 
Νατος! Τώρα, μονάχος, στεκόταν και περίμενε. 

"Είναι άγριες ώρες τούτες, τι κάνεις εδώ μονάχος σου;" 

Ένιωσε ένα αλαφρύ τρέμουλο και αυτός ο ψίθυρος έφτασε στ΄ αυτιά του με μια ριπή του αέρα.
Κοίταξε γύρω του και πάλευε να μαντέψει ποιο απ΄ όλα τα στοιχειά του μίλαγε, δεν τρόμαξε, τίποτα δεν τον τρόμαζε πια,  μα περίμενε να δει, ν΄ ακούσει.

"Μη ψάχνεις τον αέρα, εδώ είμαι , με πατάς, το γιοφύρι είμαι, τα στοιχειά δεν καταδέχονται να μιλάνε σ΄ανθρώπους. Είσαι ώρες εδώ, έχεις ξυλιάσει. Νιώθω ότι τρέμει η καρδιά σου από το κρύο, αλλά δε φεύγεις, κοιτάς όλο το ιβάρι σα κάτι να περιμένεις να φανεί. Συμπάθαμε που σου χαλάω την ησυχία, αν μπορείς να πεις για ησυχία μέσα στη λύσσα τη κακιά του αέρα, αλλά με τούτο τον καιρό πάνε μέρες τώρα που ΄χει να φανεί άνθρωπος εδώ."

"Σε συμπαθάω γιοφύρι, καλά κάνεις και μιλάς, τόση ώρα μόνο τον βοριά ακούω να ουρλιάζει. Είμαι εδώ για ένα σκοπό, περιμένω να φανεί, θα ΄ρθει το ξέρω, μου το ΄πε! 
Ήταν άνοιξη όταν την είδα, λίγα λεπτά πριν ο ήλιος ανάψει την πρώτη αχτίδα του. 
Ήταν πεντάμορφη, με μακριά μαύρα μαλλιά και ένα φόρεμα μακρύ αέρινο με τα χρώματα της ίριδας αχνά επάνω του. 
Πετούσε στον αέρα και μου γελούσε και τα μαλλιά της χάιδευαν το πρόσωπο μου και το 'βρεχαν με τη πρωινή δροσιά. 
Της μίλησα, τη ρώτησα το όνομα της, ποια είναι.... Γέλασε δυνατά και το γέλιο της ήταν σαν κελάηδημα αηδονιού. 
Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου και με κοίταξε βαθιά στα μάτια και τότε, μέσα στη στιγμή,  έχασα την ανάσα μου και ζω με τη δική της. 
Θέλω να μείνεις, της είπα, να γίνεις η κυρά μου! Και εκείνη ξαναγέλασε και έλαμψε ο κόσμος κι η πρώτη αχτίδα του ήλιου έπεσε στα μαύρα της μαλλιά και τα έβαψε χρυσά! 
Και μου ΄πε ότι εκείνη δε μπορεί να μείνει στον κόσμο μας και πρέπει εγώ να πάω το δικό της. 
Και τότε μου ΄πε για τον τόπο της, για την άγρια ομορφιά του, για τα βουνά με τους χρυασετούς και με τις τεράστιες βελανιδιές και τα απέραντα λιβάδια με τα εφτά χρώματα της Ίριδας στα λουλούδια τους και τη δική του θάλασσα που ναι μπλε βαθύ και μέσα της ζουν γοργόνες. 
Και με ρώτησε άμα θέλω να πάω εκεί. Και της είπα ότι μαζί της θα πήγαινα και στην κόλαση και τότε το βλέμμα της κοκκίνισε, αλλά τότε δεν το είδα, τώρα όμως το θυμάμαι, κοκκίνισε και αυτό το κόκκινο θέλω να το ξαναδώ. 
Μόνο όταν το ουράνιο τόξο πέσει στο ιβάρι θα μπορέσω να περάσω στον κόσμο της, αυτός είναι ο δρόμος μου ΄πε. 
Θα πάω στην άκρη του και θα βαδίσω σιγά , απαλά μη το πληγώσω γιατί τα χρώματά  του είναι σαν το χνούδι που ΄χουν οι πεταλούδες στα φτερά τους κι αν τους φερθείς σκληρά γίνεται σκόνη και φεύγει. Άμα λέει γίνει σκόνη το χρώμα του ουράνιου τόξου θα χαθεί, τότε θα χάσω κι εγώ το δρόμο και δεν θα φτάσω κοντά της.
Αλλά όχι μια οποιαδήποτε μέρα που θα βγει! 
Μου ΄πε για τούτη τη μέρα, που θα ΄ναι σαν ο Θεός να θέλει να χαλάσει το κόσμο. Μου ΄πε, όταν σταματήσει η καταιγίδα να ΄ρθω να σταθώ εδώ σε τούτο το γιοφύρι και να περιμένω το ουράνιο τόξο να φανεί. Και με φίλησε και έφυγε"

"Παράξενη η ιστορία σου, έχω ακούσει πολλές εδώ που στέκομαι χρόνια τώρα, αλλά για κοπέλες του δικού μας κόσμου, όχι ξωτικιές. Και περιμένεις εσύ εδώ, ουράνιο τόξο να φανεί μέσα σ΄ αυτή την κοσμοχαλασιά;
Σε γέλασε παλικάρι μου, το ουράνιο τόξο θέλει τον ήλιο το φως του να φανεί και εδώ μόνο καταχνιά και σκοτάδι έρχεται. 'Οπου να ΄ναι βραδιάζει. Σε γέλασε η ξωτικιά, το κάνουν συχνά αυτές, το ΄χουν για παιχνίδι"

" Ναι το ξέρω ξωτικιά ήτανε, αφού ζω με την ανάσα της, γεύομαι τη γεύση από το φιλί που μου ΄δωκε πριν φύγει. Μου ΄πε να ρθω να σταθώ εδώ τέτοια μέρα, άγρια, και να περιμένω και αυτό θα κάνω!"

"Κάνε όπως νομίζεις, τι να σου πω κι εγώ, ένα δεμάτι ξύλα είμαι που το δέσανε και το κάνανε γιοφύρι"

Κι η ώρα πέρναγε όπως τα γλαροπούλια που αντιστέκονταν στο δυνατό αέρα κι πέταγαν με θράσος πάνω του. 
Και να ... λίγο πριν το σκοτάδι απλώσει το πέπλο του σε γη και ουρανό, για να ρθει η Νύχτα η μαύρη  Κυρά να βασιλέψει, μια μικρή αχτίδα ήλιου, σαν κι εκείνη που έβαψε τότε χρυσά τα μαλλιά της ξωτικιάς, φάνηκε στην άκρη στο ιβάρι και σαν θαύμα, ο αέρας κόπασε, κι η πλάση πήρε ανάσα και ηρέμησαν τα μάτια της και φάνηκε το ουράνιο τόξο .......

Με βλέμμα που έβγαζε φλόγες και γινόταν κόκκινο, βάδισε με γρήγορα βήματα και πέρασε το γιοφύρι και έφτασε στην άκρη του πολύχρωμου ουράνιου δρόμου και πάτησε αλαφρά πάνω του, μη τυχόν και γίνει σκόνη το χρώμα του και σιγά σιγά, βήμα βήμα χανόταν μέσα στα χρώματα του και έμοιαζε σαν σκιά όσο προχώραγε μέχρι που χάθηκε.....

Ένα λεπτό, μόνο ένα λεπτό πέρασε, και το ουράνιο τόξο χάθηκε και ξαναγύρισε  αντάρα και η Κυρά η Νύχτα έφτασε μαύρη όσο ποτέ άλλοτε να βασιλέψει κι απόψε.

Και το γιοφύρι αναστέναξε και δάκρυσε και σκέφτηκε πώς η αγάπη μπορεί και θαύματα να κάνει και αυτά να ΄χουνε χρώματα εφτά...σαν της Ίριδας!



Ευχαριστώ πολύ την Αναστσία Λιβιτσάνου για την όμορφη φωτογραφία της!


Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου