Το μαύρο άλογο

Φοβερό και τρομερό λένε. Κακό μεγάλο.
Η αποκάλυψη!


Όχι, το δικό μας δεν είναι τέτοιο!
Το δικό μας είναι ένα μαγεμένο ζωντανό, που ολημερίς το κρατά δεμένο στο αλώνι του ο αφέντης του.
Μάγος, άρχοντας που φοβάσαι να τον κοιτάξεις, σκληρόκαρδος. Λένε έχει πέτρα στη θέση της καρδιάς του.
Κάποτε ήταν καλός, τον αγαπούσαν όλοι, έδινε στο λαό του το βιος του, και το γέλιο του έβγαινε από την καρδιά του και άνθιζαν λουλούδια στο άκουσμα του και τραγουδούσαν τα πουλιά.
Βλέπεις ήταν νέος και ερωτευμένος με μια νεράιδα που για χάρη του, άφησε το αθάνατο μαντήλι της και δέχτηκε να γεράσει και να πεθάνει κοντά του.
Τη γέμισε χρυσάφι, βελούδο και μετάξι!
Την είχε βασίλισσα και κυρά.
Και όλοι τους καμάρωναν.
Κι όταν έβγαιναν στο βασίλεμα του ήλιου στα φακοχώραφα, η πλάση γέμιζε παπαρούνες και κάτω από τα πόδια τους έστρωνε το κόκκινο χαλί και εκείνοι ήταν σα να πετούσαν πάνω του και γελούσαν και μαζί γελούσαν και ο ήλιος και το φεγγάρι και τα αστέρια.
Μα ήταν κάποιος που ζήλευε την ευτυχία τους. Στρυφνός και κακός, με μαύρη ψυχή, είχε προσπαθήσει κάποτε να κλέψει το μαντήλι της νεράιδας για να την κάμει με το στανιό γυναίκα του, αλλά εκείνη πρόκαμε και φώναξε και τα σύννεφα έκρυψαν το φεγγάρι και έφυγε τρέχοντας και αυτός έμεινε πίσω μαύρος από το κακό του και στην όψη και στην καρδιά.
Έστειλε λοιπόν μια γριά που τα ΄χε χαμένα και είπε στη αρχόντισσα ότι ένα της λείπει για να αγγίξει του Θεού τη χάρη, ένα και μοναδικό, το μαύρο άλογο του ουρανού που μπορεί να της δώσει το χρυσάφι του ήλιου και το ασήμι του φεγγαριού και το κρυφό φως των αστεριών να το βάλει στην καρδιά της και στην καρδιά του αντρός της και τίποτα να μη φοβούνται.
Και η αρχόντισσα πίστεψε τη τρελή γριά και ζήτησε το άλογο.
Κι ο άρχοντας κομμάτια έγινε να της το φέρει.
Και το ΄δεσε με αλυσίδα φτιαγμένη από μαργαριτάρια στο μεγαλύτερο αλώνι στη μέση του κάμπου και την πήγε εκεί λίγο πριν να φύγει ο ήλιος να της το δώσει, να το καβαλικέψουν και να να κάνουν τη βόλτα τους πάνω από το κόκκινο χαλί που τους έστρωνε η πλάση.
Και έτσι κι έγινε!
Μα το άλογο δεν ήθελε τον άρχοντα για καβαλάρη και πήρε μόνο την κυρά. Και πέταξε ψηλά. Και γύρισε και κοίταξε τον ήλιο  που είχε πέσει πίσω από το βουνό κατάματα, και χλιμίντρισε άγρια και έριξε την κυρά στα κόκκινα λουλούδια από ψηλά και έγινε και εκείνη κόκκινη, ένα με τις παπαρούνες. 
Και έμεινε ο άρχοντας να βγάζει μια κραυγή, που ΄βγαινε ώρες από την ψυχή και την καρδιά του και όλα γύρω του κοκκίνισαν και η καρδιά του βγήκε με τη φωνή και πέταξε πάνω από  τις παπαρούνες και σκόρπισε στο κόκκινο σώμα της νεράιδας που άνοιξε η γη και την πήρε μέσα της μαζί με την καρδιά του και χάθηκε και μείναν μόνο οι παπαρούνες να θυμίζουν το κακό!
Και το άλογο γύρισε στο αλώνι και ο άρχοντας χωρίς καρδιά πια το ΄δεσε με την αλυσίδα με τα μαργαριτάρια και το άφηκε εκεί, νηστικό και παρατημένο και καταραμένο να ΄να,ι του ΄πε!
Και μετά πήρε μια πέτρα κόκκινη και την έβαλε για καρδιά του και έφυγε και άλλαξε και έγινε ο φόβος και ο τρόμος.
Και το άλογο έμεινε εκεί δεμένο  και πεινασμένο, μέχρι που όταν  γέμισε πάλι το φεγγάρι  σαν από θάμα μόνο για κείνο βράδυ, στο γέμισμα του φεγγαριού, η αλυσίδα έσπασε και το άλογο έφυγε και πέταξε και χόρτασε την πείνα του με το νοτιά και τη θαμπάδα από τα σύννεφα και το πρωί σα μαγνήτης το τράβηξε πίσω  η μαργαριταρένια αλυσίδα του, που έδεσε ξανά, μέχρι να ΄ρθει πάλε το επόμενο γέμισμα το φεγγαριού. Και εκείνο το βράδυ , το μόνο μέσα στο μήνα ο άρχοντας κοιμήθηκε και ονειρεύτηκε την κυρά και νεράιδα του.

Να το και απόψε, πετάει προς το νότο πάλι. 
Γεμίζει το φεγγάρι. Και στα φακοχώραφα γίνεται γλέντι, και  ο άρχοντας ο σκληρός σαν πέτρα, κοιμάται και ονειρεύεται την κυρά και την νεράιδα του.

6 Αυγούστου 2014 στον Αη Δονάτο.


Χρυσούλα Σκλαβενίτη

Νηπιαγωγός με καταγωγή από τη Λευκάδα. Εδώ μέσα κάνω πράξη τα ελάττωμα μου: να φωτογραφίζω, να ερευνώ και να γράφω για το νησί μου, σ΄ ένα μείγμα ρομαντισμού και αυστηρού ρεαλισμού... γιατί πάντοτε ακροβατούσα ανάμεσα σ' αυτά τα δυο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου